Sunday, October 11, 2009

Η ΘΛΙΨΗ ΤΗΣ ΧΡΥΣΑΥΓΕΙΑΣ



Βρεθήκαμε πάλι εδώ Βελλεροφόντη,
Έλεγε η Χρυσαύγεια καθώς ο ήλιος

είχε αρχίσει

να κατεβαίνει

πολύ κοντά στη γη,

Σαν στρόβιλοι του χάους σε ανοίκειο
Περιβάλλον την μία επιθυμία λέγοντας

θαρρετά

ενώπιον

του θρόνου του θεού,

Σαν βολίδες φωτός, ριπές της πρώτης
Φλόγας που εμφανίστηκε στην αυγή

του

νωπού ακόμα

κόσμου

Τον ένα νόμο καταργώντας και την βοή
Του θανάτου να απέχει μόλις μιαν ανάσα

αγάπης

Από τα πήλινα πεπρωμένα μας που
Σιγαλά σμιλεύονταν στα τυφλά από

Ζήλο δαιμόνων καλώς κεκρυμμένων
Στην φωτεινή συσκότισή μας, εμείς

Που με μια απόφαση ανταρσίας τόσες
Φορές κολυμπήσαμε στις ζωηρές νύχτες

των γεγονότων

Και τις λάμψεις των φωτισμένων από
Μέσα κεφαλών του πλήθους κρατώντας

σε

αιώνια

ισχύ

Μα ήταν ξανά η ζωή, και το φως τώρα
Πλέον τις ουράνιες πολιτείες δεν θα έλυε

Στην ακύμαντη αίγλη τους, αλλά μόνο
Αυτήν την γη, την γη του όρκου και της

εξορίας

Την παύση κάθε μνήμης της τελειότητας
Οριστικά απαιτώντας, και τον ιδρώτα του

έρωτα

Διεκδικώντας έναντι του χρυσέως κορμού
Της αθανασίας, μας ελέχθη, μείνετε εδώ

και φύγαμε

προτού

καν έλθουμε

Μας ελέχθη, φύγετε από εδώ μα έως τώρα
Δεν προσήλθαμε καν, είμασταν στο ελεήμον

σκότος

του νεκρού

Φαέθοντος

Και γύρω μας έλαμπαν δέκα χιλιάδες ήλιοι
Της σάρκας, στα υπόγεια της ζωής είμασταν

Και από παντού μιλούσαν τα υπερώα της
Άγνωστης ακόμα νίκης των ανθρώπων επί

της λύπης

του αργού

χρόνου

Που καταρρέει σε σωριασμένες φιγούρες
Πάνω στα κυριακάτικα τραπέζια να λένε

μοναχά

τη λέξη

'έως'

Ότι εμείς μονάχα την κατάφαση της ψυχής
Αποτολμήσαμε σε μια λίμνη φωτιάς, θνητοί

Σε κόσμο θνητό να βασιλεύουμε τυχοδιώκτες,
Και έναν παράδεισο αφήνοντας για πάντα

πίσω

σε

άδεια μάτια,

Μα αν η πλάση είναι το φανερό τότε η ψυχή
Είναι το διπλά φανερό, Βελλεροφόντη, είναι

η αγάπη

Ανάμεσα σε έναν άντρα και μια γυναίκα που
Δεν αφήνει να επιστρέψει ο κόσμος στο φως

των

αγγέλων

Είναι η θλίψη των απογευματινών λιμνών
Καθώς ασάλευτες καθρεφτίζουν την νηνεμία

του τετελεσμένου

Και όλες οι μπάρες συρθήκαν βαρειά πάνω
Στις πύλες της ζωής και εμείς νεκροί ανάμεσα

σε

νεκρούς

Αφήσαμε πίσω κάθε σώμα θεϊκό την τριβή
Και την φθαρτότητα βασιλείς κηρύσσοντας

σε βασίλειο

μεταφερόμενο

από ψυχή σε ψυχή

Από ελπίδα σ' ελπίδα κι από απάτη του νου
Σε φυλακή οράσεως σπιλωμένης να βλέπει

το ίδιο πράγμα

κάθε φορά,

την Πτώση,

Έλεγε η Χρυσαύγεια καθώς άφηνε απαλά
Τα ξανθά μαλλιά της να σκεπάζουν όλο

τον κόσμο

Σαν μια φωτεινή αυλαία δυνάμεως που
Φάνταζε πως ήλθε για να λύσει τον έρωτα

επί των ανθρώπων

Το δε σκήπτρο της εκείνη τη στιγμή ήταν
Ο ίδιος ο ήλιος χαμηλωμένος στον εξώστη

της εσπέρας

της γης

Ενώ το στέμμα της τα διακριτικά ουράνια
Φώτα της Αφροδίτης και του Δία καθώς

Υποσχόνταν στο στερέωμα μια νέα ημέρα
Μετά την διάλυση κάθε ορατού μέσα στη

νύχτα·

Το δε δάσος που έφθινε σιγά σιγά έως το
Κοίλο του ορίζοντα επιτρέποντας ένα μόνο

ευγενικό

ίχνος του

Να αγγίζει την κατωφέρεια του κόκκινου
Ήλιου που σχεδόν ακουμπούσε στην απαλή

επιφάνεια

Της αφημένης σε λήθαργο ονείρου πλάσης
Είχε φωταγωγηθεί από άκρη σε άκρη από

δένδρο σε δένδρο

και φυλλωσιά σε φυλλωσιά

την

Μυστική λάμψη ενός κόσμου θαυμάτων επί
Του πραγματικού να αφήνει να διαρρέει σαν

υπόσχεση

κρατημένη

από τον ίδιο το θεό

Δύο επικράτειες συνεργάζονταν αρμονικά
Για να αφήσουν να περάσει μέσα από το

χείλος τους

Ένας παλμός ανασυγκρότησης της φύσης
Σε μη γνωστά ακόμη θεμέλια του λόγου

Ενός λόγου που φανερά δεν εκκινήθηκε
Ποτέ με το γεννηθήτω αλλά με το αφιέτω

Μια κρυμμένη συστάδα οράματος στα
Λυμένα παιδικά μαντήλια της θνητότητας

Που απορροφούσε την βλάστηση, τα ζώα,
Και την μακρινή βασιλεία που έλαμπε στα

Μάτια των δύο εραστών σε έναν στέφανο
Ήρεμης συντέλειας καθώς οι τελευταίες

ακτίνες

του Υπερίωνος

Kυκλοτερώς αστράπτανε ωσάν λαβή θόλου
Μεγίστη επί των καταλαγιασμένων μορφών

στα χαμηλά

της προσμονής

για το σκοτάδι,

Οι μέρες σου ήταν πάντα δικές μου και οι
Νύχτες σου Χρυσαύγεια, ένας κολοφώνας

δόξας

Πάνω στο δυνατό κορμό μου που λύγιζε από
Την φλόγα των χειλιών σου και μόνον, ένας

ναός

Χτισμένος από σάρκα και ιδρώτα ήταν τα
Σώματά μας σε καθαρπαγή άγριας φύσης

Από φύση αγριότερη η που τα μέλη μας
Δονούσε σε χτυπήματα οριστικής ηδονής

Και λύση ενός ωκεανού γενετήσιας λάβας
Επί των ριγμένων σε σκοτεινά πεπρωμένα

ανθρώπων,

Της απάντησε τότε ο Βελλεροφόντης ενώ
Έχτιζε με τα χέρια του έναν οίκο όπου θα

κατοικούσε

ολόκληρη

η ανθρωπότητα

Τουτέστιν, αυτοί οι δύο μονάχα,

Και εσύ, σαν κύμα κυμάτων ροής σε ροές
Ασπίλου πόθου δημιουργούσες έναν κόσμο

Από κάθε μια ανάσα σου και στεναγμό, μια
Χυμένη πολιτεία στα καλούπια ενός θηλυκού

Άδη

που

το μυστήριό του

Κρατούσε σφιχτά απλωμένο στον κόσμο, ενώ
Οι περαστικοί το μόνο που αντικρύζαν ήταν

ένας

λίθος

ακρογωνιαίος

Ο που εσύναξε θησαυρούς και θησαυρούς
Από κάθε μεριά του γνωστού κόσμου, ήταν

η πρώτη και τελευταία

εντολή

που ακούστηκε,

Λύσατε τη κτίση, ότι αυτή επληρώθη εντός
Μιας νύχτας πυρός που φώτισε τις στέγες

της

επιθυμίας

για πάντα

Λύσατε τη δημιουργία, ότι αυτή ετελέσθη
Στη βρώση ενός μήλου που κρέμεται από

δένδρο φτιαγμένο από

κρύσταλλο καθρέφτη

και οσμή γυναίκας

Και στις σχισμές του λεπτού υάλου του
Φωταγωγείται σε ετοιμότητα γενέσεως

και από μια εποχή,

Μα πότε είμασταν στις φωλέες του Ολύμπου
Χρυσόπαλμα πτηνά που την μία ευκαιρία

αναζητούσαν

Το χρυσίο αυτό με σίδερο και ατσάλι της γης
Να αλλάξουν· την σιγαλή θέρμη που τόσο

Ήπια ζέσταινε τις οράσεις μας στην αιώνια
Χώρα με μια φωτιά πηλού και το μεγαλείο

ενός ψεύτικου κόσμου

να εξαργυρώσουμε

Φυγάδες είμασταν και παραβάτες, και όμως
Ποτέ άλλοτε δεν ήταν τόσο βέβαιο ότι νόμος

Για τους ανθρώπους μόνον απ'τα δικά μας
Χέρια θα ήταν δυνατός και απ'τη θέληση

άλλου

ανθρώπου ή θεού

όχι·

Μεγάρα κτιστά και πολιτείες σωριασμένες
Σε ερείπια του χρόνου!, εσείς υπήρξατε το

αίμα

το αλάθευτο

της αλήθειας

Και όχι η υπόσχεση του παραδείσου στα λειψά
Μάτια της ανάγνωσης, ω τύμβοι φτιαγμένοι

από μάρμαρο και νύχτα!

Ποιος ήθελε της δικής σας μεγαλοπρεπείας να
Αψηφήσει δώρα ευπειθή σαρκός και ολέθρου

Και

Με μιαν αταραξία καθαρού φωτός ηγεμόνα θεού
Να αλλάξει; ας ήταν τα πεδία των φονευμένων

Πολυπληθέστερα των άστρων, ας ήταν η μνήμη
Αιχμηρότερη της ωμής λέξεως στα λυτά πλευρά

της προσδοκίας

θνητού από θνητού

Μόνη και ωραία η κτίση της πτώσης και του
Μεγάλου θανάτου θα σύρει παντοτινά επί της

γης

Τους ύψιστους δαίμονες που επί άκμωνος δεν
'Επαψαν ως σήμερα την πλήξη να σκοτώνουν

Σφυρηλατώντας σε μαύρο μέταλλο σχισμένης
Οργής και σε λεπίδια ομιλίας έναν Καύκασο και

μια

πεταλούδα

Μονάχη να παραπετάει ανάμεσα σε συντριβάνια
Οράματος που χρυσά καταβρέχονται στον ήλιο της

εσώτερης

εκ πηλού

αμβροσίας,

Σε θεούς και ανθρώπους την είσοδο στα Ηλύσια
Πεδία του νου αειθαλούς του επιτρέποντας σε

μια κόψη ευχής

και

αράς ευκλεούς

Απολύοντας σε μία στιγμή ευτυχίας κορμού
Σε κορμό, προσώπου σε πρόσωπο, στήθους

σε στήθος

Φωτιάς σε φωτιά ανάπαυση της οικουμένης·
Ίδε η μία αλήθεια όπου αναπαύονται λέξεις

και ορισμοί

Ίδε ο άνθρωπος κι η σκιά μηδεμιά· και ουδείς
Ο πυλών που θ' απέτρεπε την είσοδο στο φως,

Είπε ο Βελλεροφόντης και συνέχιζε να φέρει
Λίθους επί λιθών να σωρεύει στα θεμέλια της

νεότητας

του κόσμου,

Και όμως, εσύ ήσουν πάντα που θήρευσες
Εκείνη τη Χίμαιρα χωρίς την οποία ακόμα

και η σφοδρή ένωσή μας

δυνατή δεν θα'ταν

Βελλεροφόντη,

Του αντείπε η Χρυσαύγεια και φάνηκε για
Μια στιγμή πως ο ήλιος είχε διαλυθεί στο

δάσος

Αφήνοντας μοναχά ένα ξέφωτο στο κέντρο
Του ορίζοντα σαν ακινητοποιημένη έκρηξη

Ενώ η νύχτα άρχιζε σιγά σιγά να τολμάει να
Καλύπτει ολόκληρη την επικράτεια, ευγενικά

Ωθώντας το ελάχιστο φως που είχε απομείνει
Στη πλάση, πίσω πάλι προς τις μυστικές κοίτες

της δημιουργίας,

Σαν πέλεκυς που κατέπεφτε όλη νύχτα έξω από
Τα τείχη της Τιρύνθου και της Κορίνθου, και σαν

Άνεμος που άρπαζε φωτιά από έναν και μόνον
Λόγο σου, Βελλεροφόντη, ωρμούσες πάνω στο


Απλωμένο σαν όνειρο επί της γης σώμα της και
Το κατέρριπτες μέσα σε μια ισχυρή λαβή ομιλίας

Και φάνταζες η ίδια η ζωή στο πιο ιερό μένος της
Όταν επιθυμεί ν'αποτινάξει από πάνω της κάθε

Άλλη ζωή που έπαψε προ πολλού να είναι τέτοια,
Και φάνταζες ο ίδιος ο θάνατος όταν έρχεται η

στιγμή

Τα άδεια κελύφη των ανθρώπων και του χρόνου
Ξανά με νέα ορμή προς τη κόλαση να επανδρώσει,

Ένας εικονοκλάστης υπήρξες Βελλεροφόντη, και
Ακόμα περισσότερο ένας βασιλιάς ανάμεσα στους

Βασιλιάδες, κανένα βασίλειο μην έχοντας ,τα όλα
Βασίλεια του κόσμου επισύροντας σε καθυποταγή

λέξεων

πιο ισχυρών ακόμα

και από τη δύναμη της ζωής,

Μα ποτέ δεν έστερξες τη δίψα των θνητών για μια
Ακόμη ραστώνη στις άδειες κοιλάδες των πόθων

και των

μοναχικών

θελήσεών τους

Που άλλος ουδείς να γνωρίζει δεν δύναται, ει μη
Ο παγωμένος μύλος π' άφησε ως κατάλοιπό της

στο Χρόνο

η Αιωνιότητα

Η μία Χίμαιρα

Που στις ατέρμονες περιστροφές της μέσα στο νου
Κάθε βροτού τα μύρια σήματα μίας θολής μορφής

ξανά αληθεύοντας

Και το όνομα αυτής

Η αγάπη

Βελλεροφόντη, η αγάπη που σαν κομμένο ιστίο
Από τα πανιά πλοίου κατέπεφτε στο πέλαγος και

Ένα βουνό από πεινώντα κύματα ορθώνοντας
Στην άκρη του ανυποψίαστου βλέμματος του

περαστικού

κολυμβητή


Και μια καταρροή φλογισμένου σιδήρου στα
Απαλά μαργαριτάρια της έκτοτε χαμένης έως

το τέλος

των καιρών

παιδικότητας,

Η Χίμαιρα υπήρξε η μία και μόνη σφραγίδα
Του κόσμου, είπε τότε ο Βελλεροφόντης στην

ξανθόφωτη

Χρυσαύγεια

Καθώς η φωνή του πλέον έρχοταν μέσα από
Τον φωτεινό κορμό ενός δένδρου που έμοιαζε

Πως φιλοξενούσε εντός του ακόμα όλες τις
Πολιτείες και τα φθαρτά επιτεύγματα των

ανθρώπων

στην ιστορία τους,

Και από ψηλά ήδη έσταζε το ψιλόβροχο του
Ουρανού, αθέατο πλήρως μέσα στο ευλαβικό

σκοτάδι,

Δεν ήμουν

Εγώ εκείνος που θέλησε να την σκοτώσει, αλλά
Ο ίδιος ο χρόνος στην αποκάλυψη ενός λιθίσκου

ενώπιον

ενός ασάλευτου μεγαβράχου

ανάμεσα στα κύματα

Και ο μεν πρώτος λέγεται ζωή ο δε δεύτερος θα
Αποκληθεί ξανά η βασιλεία· ότι πηλός μεν είναι

Ο κόσμος, σε πηλό όμως δεν θα μπορέσει να
Επιστρέψει ποτέ, ότι θάνατος είναι η κάθε ζωή

Σε θάνατο όμως να καταλήξει δεν θα'ταν ποτέ
Δυνατό,
ότι όλα τα πράγματα όνειρο είναι και

Σε πηγή ονείρου θα απορροφηθούν ξανά ως
Το νερό στη δίνη του· ότι ένας ύπνος είναι η

Μυστική υπόσταση του κάθε όντος και σε μία
Αφύπνιση τα πάντα οφείλουν να περιέλθουν

Ότι στη σκιά ενός θεϊκού ειδύλλιου αναβράζουν
Πάντα τα ορατά και ως τους δύο μόνον εραστές

Οφείλουν κάποια στιγμή τις μορφές αυτών να
Απεκδυθούν, στην εσχάτη απλότητα και δεινό

μεγαλείο

απολήγοντας

Δύο αετών που πετούν μοναχιασμένοι πάνω
Απ'τις χαράδρες των αιώνων σαν σε πανόραμα

Θεώμενοι τα γεγονότα ξανά, και από πάνω τους
Ωσεί αδάμας σε αδαμάντινο ουρανό ο νεαρός

ήλιος

Όπως υπήρξε εκατοντάδες και χιλιάδες αιώνων
Πριν, και από κάτω τους ωσεί νωπός κέραμος

Επί κεράμω κτισμένος, οι πρώτες οικήσεις των
Εκπεσόντων αγγέλων επί της γης, και γύρω τους

Στον ορίζοντα οι διαφανείς υδρόβιοι σωλήνες
Της παρθένου βλαστήσεως των πρώτων σκέψεων

Και στοχασμών που έλαμψαν σε συνείδηση σαρκός
Οι δε υάλινοι καρποί των φυτών έσταζαν ξανά την

λευκότητα

των

θεών

Σε απαλές νύξεις δρόσου επί της χαμηλής φωτιάς
Των συναθροιζομένων σε αγωνίας ομάδες που από

τότε

δεν έπαψαν να κυνηγάνε εν σε πολλά·

την Χίμαιρα, Χρυσαύγεια, την Χίμαιρα,

Χωρίς την οποία μηδεμιά θνητού ανάσα δεν θα
Θάμπωνε το γυαλί του ιδίου πεπρωμένου του

Μα και καμμία όπλων κλαγγή δεν θα 'σκιζε την
Κοιλάδα του χρόνου όπως ακριβώς το κλάμα

του

νεογέννητου

που σχίζει τα σκοτάδια της μήτρας·

Κι εγώ Βελλεροφόντη, είμαι απλά η αναμονή
Έως ότου τελεσθεί η ειρκτή και ειμαρμένη του

κόσμου,

είπε τότε με μια ανάσα θλίψεως

η λευκόθυμη Χρυσαύγεια,

Όμως

Ήμουν εγώ που φύσηξα τη Χίμαιρα μέσα
Σ' έναν αδρό ύαλο ονείρων και εγώ που την

έσυρα

έξω

Από τη φιάλη του πρώτου θυμού της προς
Τις εστίες φωτιάς των συγκεντρωμένων εν

απλότητι

ελπίδας και τρόμου μαζί

Η πρώτη αυγή της ιστορίας του κόσμου
Ήταν και η πρώτη νύχτα που σκέπασε τα

όμματα

του

πλήθους,

Βελλεροφόντη,

Καθώς θα ήταν καταδικασμένο πια να
Σύρεται ως δαίμων αλύτρωτος στα ελεεινά

Πατώματα των μυχίων σπηλαίων της ιδικής
Του καρδιάς, και ένας όφις γενεσιουργός

πάντων

των ορατών

Που έκτοτε μόνο αόρατα θα τα ένοιωθαν οι
Άνθρωποι δίπλα τους, από κατωφέρεια σε

κατωφέρεια

Κινήθηκε η ανθρωπότητα

Βελλεροφόντη,

Και από λήψη ύδατος ζωής σε λήψη ενός
Άδειου κάδου ζωής όπου όλοι έρριχναν τα

απορρίματά τους

Και τις σχισμένες σε χίλια κόμματια στον
Αγέρα ήσυχες προσδοκίες των, οίμοι, οι

πλάνητες

των παθών τους

Οίμοι, η πασιθόη φυγή της χιλιετίας στο
Πουθενά της επιθυμίας γενεών και γενεών

Που ακόμα είναι σταματημένες στη γωνία
Την μία γοή απωλείας αναμένοντας, όμως

δεν θα είναι

Την μία ιαχή της νίκης νυχτοποθώντας όμως
Δεν θα είναι· τα κάτεργα του θανάτου μήπως

κάποτε

ανακαινίσουν σε κτίσματα

λαμπρότερα των ακροπόλεών τους

Όμως δεν θα είναι·

Ότι εγώ παραδίδομαι πια στη νύχτα σου
Που της ιδικής μου σκοτεινότερη είναι·

Και σε θρόνους σμιλεμένους από αίμα και
Γέλιο ιλαρό, έρωτα και μίσος λατρευτικό

Θέρμη αγκάλης και πάγο του νου, πτέρυγες
Σε πτερύγια υψών στα καταβάραθρα των

προσμονών

μίας

εποχής οριστικής

Ας καθήσουμε, τους γάμους ανάμεσα στα
Απρόσιτα βάθη ανδρός δεινού και τις αθώες

ακόμα

επιφάνειες

κόρης λαξευμένης στο άπειρο

Ας επικυρώσουμε,

Είπε η Χρυσαύγεια και ευθύς εφύσηξε ως
Άνεμος τυφλός επί της επιφανείας της γης

Τους κλάδους και τα αθρώα φυλλώματα των
Δένδρων ανασηκώνοντας σε ιερή ετοιμότητα

βασιλείας

που έρχεται,

Ο δε Βελλεροφόντης είχε προ πολλού σκεπάσει
Τον κόσμο με άστρα μύρια όσες ακριβώς ήταν

και οι ψυχές

των κατοίκων του χρόνου

αιώνος παρελθόντος και μέλλοντος,

Στο μάλιστα στερέωμα μπορούσε κάποτε να
Ακούγεται μονάχα ένα γέλιο παιδικό, που

δεν τολμούσε

ωστόσο

ουδείς των θνητών να ακολουθήσει·