Friday, January 30, 2009

Η ΣΤΑΜΑΤΗΜΕΝΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ



Αν ανταλλάξουμε δυο πράγματα
Πλήρως διαφορετικά μεταξύ τους,

και χωρίς κανένα λόγο χρηστικό,

έλεγε ο θεός Ερμής

στον Αγαμέμνονα,

'Οπως ας πούμε ένα θυροτηλέφωνο
Με ένα λεξικό, τότε προφανώς το

κέρδος

για τη κάθε πλευρά

είναι σκοτεινό,

Είπε ο θεός και αίφνης κοίταζε
Τα σταματημένα οχήματα στο

σηματοδότη,

Θέλεις να πεις δηλαδή, του είπε
Τότε ο Αγαμέμνων, πως η συνάφεια

των πραγμάτων

είναι από μόνη της

μια κερδοφόρος επιχείρηση;

-αυτό θέλεις να πεις;

Και άρχισε κι αυτός να κοιτάει το
Σηματοδότη πoυ' δειχνε μονίμως

κόκκινο,

Ναι ακριβώς, του είπε ο Ερμής,και ίσως
Θα μπορούσαμε να καταστρέψουμε

Κάθε ισχύουσα θλίψη αν αρχίζαμε
Και αποσυντονίζαμε τις ανταλλαγές

Με κάτι τέτοιο, ακόμα και το φως
Δεν θα μπορούσε να σταθεί στα

πόδια του

και θα παραπατούσε

Μέσα στην αρχέγονη συντέλειά του
Συμπλήρωσε ο Ερμής και έκανε

νόημα

Να φύγει ο ήλιος από μπροστά του,
Σκέψου μόνο, είπε στον βαριεστημένο

Αγαμέμνονα,

Πως αυτά τα οχήματα που βλέπεις
Να περιμένουνε να ξεκινήσουνε

ξανά

Δεν θα είχανε καμμια προοπτική
Ισονομίας αν δεν ήταν ο σηματοδότης

να τα αναδιανέμει

στους δρόμους,

Και εκείνη τη στιγμή ο ήλιος έφυγε από
Μπροστά του όπως τον διέταξε, κατά

συνέπεια μεγίστη,

συνέχισε ο θεός,

Αν είναι η ανταλλαγή ένας σιωπηλός
Σηματοδότης στα ανθρώπινα τότε

τα σήματα

από μη συναφείς ανταλλαγές

θα προκαλούσαν

Πανικό και ανασκευή κάθε συσσωρευμένης
Πίστης του ανθρώπου προς τ' ανθρώπινα

όπως επίσης

και μία

ξεκαρδιστικά άνομη ισονομία

Ίσως τότε να'τανε πραγματικό το κέρδος
Και όχι μόνιμη ζημία για τις καλλιέργειες

του νου

στο χρόνο,

Κατέληξε ο Ερμής και με κάποια λυπημένη
Προσδοκία πρόσεξε ότι ο σηματοδότης

για πολλή ώρα

δεν μετεβίβαζε το κόκκινο σήμα

σε πράσινο

Τα οχήματα ήταν σταματημένα εκεί
Η προοπτική αποκόλλησής των από

τη διάβαση

Φαινόταν περισσότερο σκοτεινή από
Ποτέ

Ο δε Αγαμέμνων ανέμενε μ' ελπίδα να
Ξεκινήσουν πάλι για να μπει σε ένα

ταξί

που εκείνη τη στιγμή ακόμα

δεν έβλεπε




Sunday, January 25, 2009

Η ΚΕΚΤΗΜΕΝΗ ΤΡΑΧΥΤΗΣ


μνήμη Luigi Nono
(1924 - 1990)


Αν είχαν ωστόσο οι πάγοι λειώσει,
Βεβαίωνε ασκόπως πλέον από τη

Κρονστάνδη

ο εξεγερμένος

στο Λάμα

Που εκείνη τη στιγμή έδειχνε να
Είχε χαθεί στους δρόμους της

Λάσα,

Αν είχαμε κάνει την εξέγερση λίγο
Αργότερα, τότε θα είχαμε νικήσει,

Κατέληξε ενώ προσπαθούσε να βρει
Ακόμα καφέ στα άδεια ντουλάπια

της

θλίψης του,

Δεν υπάρχει καφές, είπε στο Λάμα
Μα μήτε και το μέλλον σε αυτό το

ντουλάπι

Και αληθεύει ότι

Βιαστήκαμε τόσο που ίσως δεν
Χρειάζεται να μετανοιώνουμε

γι'αυτό,

Ορμήσαμε τόσο απρόσεχτα στην
Ελευθερία που τρομαγμένη η ίδια

μας απώθησε

σε μια εκκρεμότητα

του αιώνα,

Συνέχισε να λέει, ενώ ο Λάμα πλέον
Βάδιζε έξω από τη Λάσα προς μια

απόκρημνη

πλαγιά,

Ο ουρανός

Καίτοι είχε σαφώς σκοτεινιάσει
Δήλωνε ωστόσο την αιώνια πρωία

της Ιστορίας

Συρρικνούμενος δια των αρπακτικών
Νεφών του και διαμεριζόμενος απαλά

σε κάθετες

Εφορμήσεις και αναπτυχώσεις λάμψης
Ερυθρού φωτός επί του υγρού εδάφους

Το οποίο φάνταζε για μια στιγμή ότι
Υποχωρούσε από το ίδιο το βάρος

του κόσμου,

Εδώ που βαδίζω ο τόπος βουλιάζει,
Έλεγε ο Λάμα στον εξεγερμένο

της Κρονστάνδης,

Αν και το χώμα βουλιάζει ωστόσο
Εγώ περπατώ, συνέχισε με σκεπτική

αδιαφορία,

Και αν και ακόμα περπατώ, ο κόσμος
Δεν φαίνεται να ενοχλείται γι'αυτό,

Και παρόλο που ο κόσμος δεν φαίνεται
Να νοιάζεται ιδιαίτερα για το δικό μου

περπάτημα

Εν τούτοις δεν μπορεί να το αγνοήσει
Και ολότελα, είπε και σταμάτησε για

μια στιγμή

παρατηρώντας

το δρόμο

Που είχε χαθεί μες στην ιλύ των
Διαφυγόντων νερών αφήνοντας

ελάχιστα

ίχνη πεζής πορείας

πάνω του,

Έτσι σκοτεινιάζουν και οι δρόμοι
Της Ιστορίας, είπε χιλιάδες μίλια

μακριά

Στον εξεγερμένο της Κρονστάνδης
Που τον άκουγε πολύ καθαρά ενώ

Καφέ στο ντουλάπι συνέχιζε να μη
Βρίσκει μήτε όμως και την ελευθερία,

Έτσι σκοτεινιάζουν

και ακόμη

περισσότερο

Όταν προβάλλει το φως του αιώνα
Από τις ρωγμές των ανθρώπων

Μα ακόμα και αν ο κρημνός είναι
Ο μόνος γόνος του ήλιου και της

εποχής

Δεν είναι ωστόσο μη βατός αν τον
Κοιτάξουμε με τα μάτια της ιδέας,

Η ιδέα ε
ίναι η πιο σκληρή απ'όλες
Tις πραγματικότητες
, ώρισε ο Λάμα

και φάνταζε

σα να πάλευε

με δαίμονες αόρατους

Εκείνη τη στιγμή, διώχνοντας με τα
Χέρια του κάτι
που δεν φαινόταν

ενώ ο ουρανός

δεν έδειχνε

καθόλου

Να ανοίγει καθώς είχε πλέον καταστεί
Μια ωμή δύναμη κρούσης της ιδέας

του θεού,


Είναι σα να χτίζεις ξανά απ' την

αρχή

Όχι τα χειμερινά ανάκτορα αλλά
Τον χειμώνα, όχι τα ανάκτορα

της Ποτάλα

αλλά την

έννοια της Ποτάλα,

Μια ολόκληρη οικοδομική δύναμη
Του σύμπαντος δεν μπόρεσε ακόμα

Καλά καλά να τη χτίσει με τρόπο
Ευκρινή, και χρόνος καλείται όχι

άλλο τι

από

'Ο,τι ως τώρα χτίζαμε στο κόσμο
Και μας κατέπινε λαίμαργα η

ιδέα του,

Κατέληξε ενώ
κίνησε να γυρίσει
Στη Λάσα βιαστικά αφήνοντας

τη

φύση που ξέσπαγε απότομα

πίσω του,

Από πολύ μακριά ο εξεγερμένος
Της Κρονστάνδης φάνηκε να

συμφωνεί

όχι από πρόθεση κι ούτε συνειδητά

μα κουρασμένος

Δίχως καν ν'ακούει ή να λαμβάνει
Σοβαρά υπ'όψιν του

την ιδέα του Λάμα

μα και τη δική του δεν μπορούσε
πλέον να τη θυμηθεί

αρκετά


Tuesday, January 20, 2009

Η ΦΩΤΙΑ ΣΤΟ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ


Οι φλόγες συσσωρεύθηκαν αργά
Μία μία ξεπρόβαλαν σαν πέπλα

του χαμού

από τα μάτια

του πρωτότοκου

Που 'χανε γίνει πλέον οι μαύροι
Καθρέπτες της ανοικειότητας σε

Ένα χλωμό σύμπαν υπό κατάρρευση
Ανακλώντας σε ορίζοντα διαφυγής

τις ακτίνες

του φωτός

των ανθρώπων,

Αυτή η πυρά θα διαρκέσει ελάχιστα
Όσο και η αιώνια νύχτα μιας δοκού

που κοιμάται

Όσο και οι τρίλλιες μιας πεταλούδας
Στην άβυσσο των οφθαλμών κάθε

ανθρώπου

Όσο και τα βαρειά νερά στο γκρεμό
Του νου του Αυγούστου καθώς οι

εποχές

αδειάζουν

Τα κύματά τους πίσω στη σκαστή μαγεία
Του ήλιου και της θάλασσας που δεν

υπάρχουν,

Λέγαν οι ψίθυροι απ' το έδαφος, την
Καταρροή του τοπίου απασφαλίζοντας

Σε έρμα του θεού, βωβά χρώματα που
Ξεκολλούσαν από τα ακίνητα ονόματα

του βίου,

Μα και όλος ο περιρρέων κόσμος
Είχε αίφνης συντελεστεί σε ένα

κάτοπτρο

τυφλής

αναγκαιότητας

Από το οποίο οι μορφές απορρέαν
Δισδιάστατες στο χώρο, σπασμικές

και κυμοθόες

επιφανείς

και αλλοτριώνυμες

Eπιστρωματώνοντας τον εαυτό τους
Σε διαδοχικές διολισθήσεις αθρώας

υπάρξεως

σε καταρροή ύλης πάνω σε ύλη

χωρίς προσανατολισμό

Και τα λόγια πλέον φεύγαν από τα
Στόματα των ανθρώπων σαν αιθάλη

στο άσκοπο ύψος

του ουρανού

Κεχωρισμένα από λέξεις και έννοιες
Λες και ένα ολόκληρο σύμπαν είχε

περιπέσει ξαφνικά

σε νυκτοβασία

λιποθυμική,

Μιμικές αναπαραστάσεις κινήσεων
Στον εξωτερικό κόσμο καθώς τα

πάντα

Χάνονταν σε μια θολή αναπαραγωγή
Της ημέρας ωσεί η ανταύγεια του ήλιου

σε γαλακτώδη χείμαρρο

φωτεινής αγελαίας

αυγής

Και το φευγαλέο της ζωής φάνταζε
Τώρα κατά πολύ πιο ουσιαστικό

Εφ' όσον δι' απατηλού χρωστήρα υφής
Των πραγμάτων δεν προέκυπτε, θαρρείς

Πως οι ορδές των όντων επέστρεφαν
Στην πρωταρχή τους και ακόμα πιο

πολύ

επέστρεφαν

Την δανεική από ισχύ μυστηρίου
Μαγευτική πλάνη τους πίσω στην

αφετηρία

της δημιουργίας

του ονειρικού κόσμου

Και η φωτιά είχε αρπάξει βροχθιστικώς
Ήδη την ρεσεψιόν όπου η μορφή του

πρωτότοκου

φάνταζε σαν ένα απόλυτο φράγμα

στην λικνιζόμενη θνητότητα

Σαν το τείχος ενός οχυρού από το οποίο
Μπορούσε κανείς να πέρασει ακόμα

όχι όμως

και να πισωγυρίσει

Σαν την ακέραιη νύχτα που έχει μία
Πόρτα πάντοτε, απ' την οποία ουδείς

δύναται να διέλθει

Ει μη ο άνθρωπος των θλίψεων εκείνο
Τον ανώφελο χειμώνα προσπερνώντας

και το αναίτιο κύμα του πλήθους

αφήνοντας

για πάντα μακριά του,

Ντράγκο, φώναξε τότε στον σωσία του
Ο πρωτότοκος, την φωτιά αυτή θα την

μάθουμε

καθώς θα φλεγόμαστε μόνον,

ιδού

Ο κόσμος αυτός καταρρέει στα εξ ων
Ποτέ δεν συνετέθη, μια φαντασμαγορία

επιθυμίας

ήταν αυτή

Που μας έκανε να πιστέψουμε πως
Μπορεί να ήταν υπαρκτός και μια

υάλινη συντέλεια πυρός

τον παίρνει μακριά μας

Οι ένοικοι έχουν ήδη φύγει και αυτός
Ο γηραιός υπάλληλος της ρεσεψιόν

Που βαρυγκομάει ανάμεσα στα τείχη
Της φωτιάς μπορεί και να είναι ο θεός

αυτού του κόσμου

που θα φύγει τελευταίος

απο το πόστο του,

Όμως, δες , η νύχτα στη γη ποτέ δεν
Τελειώνει και οι άνθρωποι ακόμα δεν

κίνησαν

να απομακρυνθούν

από τα όνειρά τους

Καθώς η πλάση όλη δεν βρίσκεται
Πουθενά αλλού ει μη εδώ σε αυτό

το ξενοδοχείο

Και οι ένοικοί του, στ' αλήθεια
Είναι ο πληθυσμός της γης από

τότε που

υπάρχει Ιστορία

και πόλεμος

Μα εδώ, Ντράγκο, σε αυτό τον τόπο
Της φωτεινής πλάνης λύεται επί των

κεφαλών

όλων μας

Ο πόλεμος πολέμων, η αναχώρηση
Των όντων από τις μορφές τους και

η μεγάλη ανάληψη

του κόσμου,

Ντράγκο,

Η κρίση είναι μια μάχη του κλέφτη
Με το κλοπιμαίο του, ότι χώμα μεν

είμαστε

σε αέρα δε

προωθούμαστε

Χωρίς κανείς να μας ρωτήσει ει μη
Μόνον το σκότος αυτοκινούμενο

που μας είχε θέσει

το δίλημμα κάποτε

διαφορετικά:

Είτε θα γεννιόμαστε νεκροί είτε οι
Ζωντανοί πράγμα που είναι ένα

και το αυτό

ότι

Θάμβος είναι η ζωή και σε θάμβος
Δεν καταλήγει, ότι στρώμα πυρός

είναι η ζωή

και σαν παγωμένο μυστήριο

αιωρείται στους αιώνες

Μα πάν' απ'όλα ο θάνατος ποτέ
Δεν μπορεί να μας κατανικήσει

όταν

δεν κάνουμε το λάθος

να

Εμπιστευόμαστε τους εαυτούς μας
Στη ζωή αυτή όπως ακριβώς δεν

αφήνεις

τα υπάρχοντά σου

έκθετα στους κλέφτες,

Είπε ο πρωτότοκος ενώ δίπλα του
Ο γηραιός υπάλληλος της ρεσεψιόν

προσπαθούσε εδώ και ώρα

να τηλεφωνήσει

Όμως υποχωρούσε από την αδυναμία
Και άφηνε το ακουστικό να περιφέρεται

σαν θηλειά

στο κενό

Και ολοένα γινόταν φανερό ότι η
Φωτιά δεν ήλθε για να πάρει μαζί της

το ξενοδοχείο

αλλά για να το δημιουργήσει

Ώσπου κάποια στιγμή το εμφάνισε
Για πρώτη φορά στο χρόνο· ήταν εκεί

μαζί με όλους τους ενοίκους του

σε μια στιγμή

Άστραψε την ύπαρξή του λες και είχε
Περάσει ένα μόνο δευτερόλεπτο σιγής

από τότε που φάνηκε

να καίγεται

Το μόνο που μπορούσε κάπως να θυμίσει
Τον προηγούμενο τρόμο αφανισμού

ήταν

το τρεμάμενο χέρι του υπαλλήλου

καθώς ακόμα προσπαθούσε

να τηλεφωνήσει

Στιγμές φαινόταν σα να κρεμόταν
Εκεί σε άγνωστο χαιρετισμό στο

σκοτάδι




Thursday, January 15, 2009

ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΑΠΟΚΟΜΜΑ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ


Καθόλου δύσκολο δεν είναι,
Φανταζόμαστε, τα κομμάτιά

μας

Ξανά να συναρμολογήσουμε,
Λέγαν εν τω μέσω της νυκτός

θερινής

κατόπιν ημέρας

θεριστικής,

Υφέρπουνε βεβαίως διάσπαρτα
Από δω κι από κει, δεν παύσαμε

έως χθες

να κάνουμε το

κομμάτι μας

Παντού, ιδού όμως τώρα που
Τα χρειαζόμαστε ξανά, άλλως

και πολύ

λογικά

Να ξυπνήσουμε αύριο το πρωί
Για να πάμε στις δουλειές μας

εφικτό δεν είναι

δεν είναι δυστυχώς

ούτε καν μη εφικτό

Όμως εδώ

Στην κοιλάδα του ύπνου και
Μέσω των αθέλητων ονείρων

Θα επιχειρήσουμε εκ νέου να
Τα συγκεντρώσουμε σε μορφή

μία

και

χρηστική

Άλλωστε το κομμάτι μας να
Κάνουμε στον ύπνο μας δεν

είναι δυνατόν

Ας είναι τώρα η ευκαιρία τα
Κομμάτια αυτού του παζλ

και πάλι

να συνταιριάξουμε,

Πιθανώς, λέγαν και διώχναν
Τις τροπικές μύγες από τον

ύπνο τους,

Να έχουμε ως αποτέλεσμα
Έναν καινούργιο εαυτό

Μπορεί να αποβεί εν όψει και
Ο συνήθης παλαιός, μα όπως

και να έχει

άει στα κομμάτια πια,

Τραβάει πολύ η επιχείρηση
Κατά τη νύχτα, οκτώ ώρες

Απώλειας εαυτού για να τον
Ξαναβρούμε, λίγες δεν είναι,

στα κομμάτια λοιπόν,

λέγαν

Και αποφασίζανε σφοδρώς να
Εγερθούν της κατακλίσεως και

Να παρευρεθούν

Στην γνώριμη πραγματικότητα,
Να ορίστε, ακόμη δεν νοιώθουμε

αρτιμελείς

παρόλο

που

Φοράμε όλα τα κομμάτιά μας
Έτσι μας φαίνεται, τουλάχιστον,

Και αν η ζωή είναι μονάχα ένα
Κομμάτι από ζωή, τότε εμείς

για ένα ξεροκόμματο

εαυτού

Νόημα να παλεύουμε δεν έχει,
Απεφάσισαν και ξαναγυρνούσαν

σπίτι τους

να κοιμηθούν,

Για ένα ξεροκόμματο εαυτού

Ας υπάρξουμε ξανά και ξανά
Εν απωλεία συνειδήσεως τούτη

τη φορά,

Και ξαναβάζαν το ξυπνητήρι
Σε λάθος ώρα να χτυπήσει,

Το δε θέαμα που παρουσίαζε από
Τότε η κοιμώμενη ανθρωπότητα

εχαρακτηρίσθη

βεβιασμένα κάπως ως

νομοτελειακό


Saturday, January 10, 2009

Η ΕΛΞΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ


Ο Βελλεροφόντης γυρνούσε κατά
Κύματα εαυτού στην μεγάλη λίμνη

του

κόσμου,

Δριμύς φλεγέθων και ασύλληπτος
Φαέθων, μια ρήξη στη σκέψη του

θεού

σε χάνδακα

Μυστηρίου, εισερχόταν με σπασμική
Ορατή ακρίβεια επισωμάτωσης στις

Σιωπηλές ανταύγειες των παγωμένων
Νερών, επί της δε επιφανείας της

λίμνης

εγείρονταν

Οι στύλοι πυρός ως σε κρατήρα λυμένοι
Και αποτιμώμενοι εν προσευχαίς και

ικεσίαις

των εγκλείστων

του ζωικού Άδη,

Δεν ξέρω αν είμαι εγώ που σκότωσα
Τη Χίμαιρα, ακούστηκε κάποια στιγμή

η φωνή του

σα να έβγαινε

Από τους ταραγμένους θόλους πολλών
Ουρανών και από τα έγκατα πληθίων

βυθών του εαυτού του

και μόνον-,

Ή κρημνίστηκε από μόνη της, αυτή
Την κρούση δεν νοήσαμε καλώς,

ότι

επί

Του πανικού εκπεσόντος θεού εγένετο
Η επίμαχος Ιστορία των ανθρώπων

Και στην παραζάλη του αίματος έπνεε
Η ηδύνοια της προσάρτησης και της

μείζονος προσμονής

του έρωτα,

Πόσες φορές

το

Σώμα μου εταράχθη στους κλονισμούς
Αυτής της αιώνιας σπείρας, και πόσες

ο νους μου εκοιμήθη

Στις ηλιακές ακτές του νόστου

Αυτό καλείται η προσφορά του κόσμου
Όμως ήταν εκεί, το φωτεινό μας ίχνος

μπροστά

Στον μέγα σπόνδυλο της κτίσης, αιών
Που θηριοκοπείται στα ωμά γεγονότα,

λέγω πλέον

πως

Δεν ήμουν εγώ αυτός που σκότωσε
Τη Χίμαιρα, το αναγνωρίζω πρόθυμα

καθώς

Έργα και ημέραι ακόμη συντελούνται
Όμως ήμουν εκείνος που της στέρησε

την αλλοτινή της

αίγλη

Και ίσως αυτό να ήτανε ο θάνατός της
Πράγματι, όμως ιδού ακόμα μαίνομαι

με αυτήν

στην οροσειρά των ανθρώπων

Την εξ Ολύμπου θεσμική και γενομένη
Την εκ θνητών φυομένη στις εκτάσεις

ενός

αντικατοπτρισμού

ελεήμονος βασάνου

Την που σαν στρόφιγγα φωτιάς εξέτρεπε
Το πλήθος στην αγορά με σπινθήρες αφής

και ρίγους

ενώπιον του επερχομένου

θάμβους της ζωής

Όχι, κανείς δεν έφυγε ποτέ κι ούτε θα
Φύγει από το συνωστισμό των λόγων

και από τα μνήματα των ωρών

ποτέ κανείς δεν έστερξε

να λυθεί

Αυτό είναι χειρότερο και από αλήθεια,
Μα μήτε και τα έπη μας απέβησαν

οι δίοδοι του θέρους

καταμεσής του χειμώνα,

Δεν γεννήθηκαμε ποτέ, δεν πεθάναμε ποτέ,
Είμασταν από πάντοτε εδώ, κυνηγημένοι

από τον ουρανό

διωκόμενοι από την

ατελέσφορη γη

Δεν μπορέσαμε ακόμη να βρούμε τον
Λύσιο τόπο της σιγής και της όρασης

θερμής

των ενιαυτών

Ζήσαμε την κατακλείδα του θανάτου
Μεν, η δε αρχή του σκοτεινή μας έμεινε

ακόμη

Όμως

Σε αυτό το πεδίο όπου τόσο άσπλαγχνα
Οι θεοί μας έρριψαν ως πτώση αστραπής

σε αναβράζον χάος

λήθης

και ζωικού ιστού,

Εδώ ακριβώς θα εκτείνουμε πέπλα πάλι
Και πλόκαμους βαρείς για να κρυφθούμε

από την αμφίβολη δόξα

της ωραίας φυγής,

Ουρανέ, φώναξε μέσα από τα νερά ξανά
Ο Βελλεροφόντης, η φυλακή αυτή ποτέ

δεν θα σταθεί αρκετή

να με αναγκάσει

Την ύβρη μου να αποκρούσω για ένα
Τεμάχιο αγρού σ' αυτό το κόσμο, λέγω,

πως ακόμα και εσύ

αδυνατείς

να υπάρχεις έξω απ' τη δική μου φλόγα

Ότι καθώς θα είναι οριστικά

Που θ΄αποκτείνω αυτή τη Χίμαιρα
Ως τον κόσμο πλέον τον καθ' εαυτόν

και όχι

ως το φάσμα του δικού μου ύπνου

και μόνον

Τότε

Θα επιστρέψω κατά τη διάρκεια της
Νύχτας και τα φώτα της ημέρας θα

λάμψουν

μέσα σε αυτή

Και ουδείς θα δύναται να εννοήσει
Αν είναι μέρα ή νύχτα, αν υπάρχει

έστω και ένα λήμμα σκοταδιού

στα γηραιά τιμαλφή ζωής

θεών και ανθρώπων

νενεκρωμένων




********************************************************************
Όλες οι εικόνες που θα συνοδεύουν εικαστικώς την νέα ενότητα " Τα Απομνημονεύματα του Βελλεροφόντη" θα είναι από την ταινία του Werner Herzog "Lektionen in Finsternis" (1992).

Monday, January 5, 2009

ΤΟ ΑΠΡΟΚΑΛΥΠΤΟ ΡΥΓΧΟΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ


Μας απειλεί η μοίρα μονίμως με
Σαχ διαρκές τετελεσμένο άπαξ

από την γέννησή μας,

- ο θεός μέσα στην αιθάλη

του αλεξίμβροτου κόσμου,

Έλεγε ο Μόρφυ στο φάσμα του
Που ημίνεκρο στο καθρέπτη έστηνε

Τους πεσσούς της σκακιέρας

στην αρχαία ερημιά

της Νέας Ορλεάνης

Εκείθεν απογειώνονταν ξανά σε
Κύκλιο χορό και σε υστάτη πτήση

Αναγνωριστική με τα φώτα χαμηλά
Κι απόκρημνα ανάμεσα στις γραμμές

των ανθρώπων,

Αποδεκατίζοντας τα όνειρά τους
Κι ιδρύοντας διαδοχικά βασίλεια

σβηστά

επί των οστέων των επιθυμιών τους

Κατασιγώντας την προσμονή του
Μέλλοντος στην αχανή στοά του

ατελείωτου

παρόντος,

Είμαστε λίγοι αλλά καλούμαστε
Ακόμα Λεγεών, λέγανε οι φωνές

των πεσσών πάνω

στην ταφική αιωνοπραξία

της σκακιέρας

του κρυμμένου αρχοντικού

Ο Μόρφυ είχε αιφνιδίως γεράσει σαν
Τζάμι σκονισμένο στην αποθήκη ενώ

Το πλήθος γύρω του εφώναζε

ωσαννά

ωσαννά εν τοις εχθίστοις !

Καθώς τα γραφεία και οι υπηρεσίες του
Oυρανού είχαν παραλύσει σαν κουμπιά

Ξεκοιλιασμένα στο πέτο του γηραιού
Συμβολαιογράφου της γης Χαναάν

ενώ ο στρατηγός Scott

Έχανε μεν στο σκάκι, κέρδιζε ωστόσο
Στους καταγεγραμμένους νεκρούς,

Μην μου φέρνετε πλέον αυτό τον νεαρό
Μπροστά μου, έλεγε, είναι δαίμονας,

Είναι η μάστιγα της καθαρής σκέψης
Κοιμάται τη νύχτα στην Εδέμ και το

πρωί

επιστρέφει

Στη γη με την οδοντωτή φωτιά της νίκης,
Είν' ο εκπεσών άγγελος των πεσσών, ο που

μηδείς δύναται αυτόν

καθυποτάξαι

ει μη ο εαυτός του

Είναι ο στροβιλισμός του σοφού Κενού
Και η θαυμαστή ερημία των αγρών,

αυτός

ο λιγνίτης τρόμος

του αιώνα,

Έστω, λέγω, και αν κατόρθωσε η μοίρα
Να τον σφραγίσει σε εξηντατέσσερα

τετράγωνα

Αυτή

Είναι η φυλακή του, έλεγε ο στρατηγός,
Μα αυτή και η ελευθερία του και ακόμα

είναι ο ίδιος

ο ισχύων οιωνός της επερχόμενης

θλίψης,

Βλέπω εκείνους που θα 'ρθουν σε κατοπινές
Ημέρες, οι που δεν έχουν μήτ' ένα τετράγωνο

γης και μήτε ένα ρόμβο ουρανού

για να αστράψουν κατοχή

επ' αυτών

Είναι τόσοι πολλοί όσο απέραντο είναι και
Το αγνό κουρέλι φωτός που ολοφύρεται

στα κενοτάφια

κάθε εσώτερης σκέψης

του ανθρώπου

Μα η χώρα θα μεριστεί στα δύο όπως οι
Τεταγμένοι πεσσοί αυτής της σκακιέρας,

ότι η εμφύλια

λάμψη

ζωής

Διαρκεί όσο και η ανάσα του θανάτου
Διαρκεί όσο και η φυγή από την πλάση

κατά τη στιγμή της ταφής

του ζωντανού ανθρώπου

Αυτή είναι η Σικελική Άμυνα του Κόσμου
Όμως, είπε ο στρατηγός και φάνηκε να

βιάζεται

να μπει

σε μια τάφρο,

Ωστόσο ματ ακόμα ο θεός δεν με έχει
Βγάλει, διάολε, όχι, ο θεός ακόμη σε ματ

δεν με ενέταξε

Και φάνηκε να κλείνει από πάνω του
Την τάφρο με τα χέρια του σταυρωτά

σε θέση ικεσίας

όμως ήταν ο ίδιος όπως πάντα ήλιος

που συνέχιζε να τον τύπτει

οριστικώς


Thursday, January 1, 2009

CENTURY CAMERA II


Το THE RETURN blog εισέρχεται στην τρίτη περίοδό του, με λίγο πολύ την ίδια θεματική. Όσες προαναρτήσεις έγιναν κατά το ενδιάμεσο διάστημα των "διακοπών", θα αναρτηθούν εκ νέου. Το "Moments of Εternity" παύει προσωρινώς και θα λειτουργήσει ένα νέο project το "Century Camera II" (ανοιχτό). Ευχαριστώ τους αναγνώστες και τους φίλους για το ενδιαφέρον και την αγάπη τους για το blog και τα projects.

The Return