Tuesday, January 20, 2009

Η ΦΩΤΙΑ ΣΤΟ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ


Οι φλόγες συσσωρεύθηκαν αργά
Μία μία ξεπρόβαλαν σαν πέπλα

του χαμού

από τα μάτια

του πρωτότοκου

Που 'χανε γίνει πλέον οι μαύροι
Καθρέπτες της ανοικειότητας σε

Ένα χλωμό σύμπαν υπό κατάρρευση
Ανακλώντας σε ορίζοντα διαφυγής

τις ακτίνες

του φωτός

των ανθρώπων,

Αυτή η πυρά θα διαρκέσει ελάχιστα
Όσο και η αιώνια νύχτα μιας δοκού

που κοιμάται

Όσο και οι τρίλλιες μιας πεταλούδας
Στην άβυσσο των οφθαλμών κάθε

ανθρώπου

Όσο και τα βαρειά νερά στο γκρεμό
Του νου του Αυγούστου καθώς οι

εποχές

αδειάζουν

Τα κύματά τους πίσω στη σκαστή μαγεία
Του ήλιου και της θάλασσας που δεν

υπάρχουν,

Λέγαν οι ψίθυροι απ' το έδαφος, την
Καταρροή του τοπίου απασφαλίζοντας

Σε έρμα του θεού, βωβά χρώματα που
Ξεκολλούσαν από τα ακίνητα ονόματα

του βίου,

Μα και όλος ο περιρρέων κόσμος
Είχε αίφνης συντελεστεί σε ένα

κάτοπτρο

τυφλής

αναγκαιότητας

Από το οποίο οι μορφές απορρέαν
Δισδιάστατες στο χώρο, σπασμικές

και κυμοθόες

επιφανείς

και αλλοτριώνυμες

Eπιστρωματώνοντας τον εαυτό τους
Σε διαδοχικές διολισθήσεις αθρώας

υπάρξεως

σε καταρροή ύλης πάνω σε ύλη

χωρίς προσανατολισμό

Και τα λόγια πλέον φεύγαν από τα
Στόματα των ανθρώπων σαν αιθάλη

στο άσκοπο ύψος

του ουρανού

Κεχωρισμένα από λέξεις και έννοιες
Λες και ένα ολόκληρο σύμπαν είχε

περιπέσει ξαφνικά

σε νυκτοβασία

λιποθυμική,

Μιμικές αναπαραστάσεις κινήσεων
Στον εξωτερικό κόσμο καθώς τα

πάντα

Χάνονταν σε μια θολή αναπαραγωγή
Της ημέρας ωσεί η ανταύγεια του ήλιου

σε γαλακτώδη χείμαρρο

φωτεινής αγελαίας

αυγής

Και το φευγαλέο της ζωής φάνταζε
Τώρα κατά πολύ πιο ουσιαστικό

Εφ' όσον δι' απατηλού χρωστήρα υφής
Των πραγμάτων δεν προέκυπτε, θαρρείς

Πως οι ορδές των όντων επέστρεφαν
Στην πρωταρχή τους και ακόμα πιο

πολύ

επέστρεφαν

Την δανεική από ισχύ μυστηρίου
Μαγευτική πλάνη τους πίσω στην

αφετηρία

της δημιουργίας

του ονειρικού κόσμου

Και η φωτιά είχε αρπάξει βροχθιστικώς
Ήδη την ρεσεψιόν όπου η μορφή του

πρωτότοκου

φάνταζε σαν ένα απόλυτο φράγμα

στην λικνιζόμενη θνητότητα

Σαν το τείχος ενός οχυρού από το οποίο
Μπορούσε κανείς να πέρασει ακόμα

όχι όμως

και να πισωγυρίσει

Σαν την ακέραιη νύχτα που έχει μία
Πόρτα πάντοτε, απ' την οποία ουδείς

δύναται να διέλθει

Ει μη ο άνθρωπος των θλίψεων εκείνο
Τον ανώφελο χειμώνα προσπερνώντας

και το αναίτιο κύμα του πλήθους

αφήνοντας

για πάντα μακριά του,

Ντράγκο, φώναξε τότε στον σωσία του
Ο πρωτότοκος, την φωτιά αυτή θα την

μάθουμε

καθώς θα φλεγόμαστε μόνον,

ιδού

Ο κόσμος αυτός καταρρέει στα εξ ων
Ποτέ δεν συνετέθη, μια φαντασμαγορία

επιθυμίας

ήταν αυτή

Που μας έκανε να πιστέψουμε πως
Μπορεί να ήταν υπαρκτός και μια

υάλινη συντέλεια πυρός

τον παίρνει μακριά μας

Οι ένοικοι έχουν ήδη φύγει και αυτός
Ο γηραιός υπάλληλος της ρεσεψιόν

Που βαρυγκομάει ανάμεσα στα τείχη
Της φωτιάς μπορεί και να είναι ο θεός

αυτού του κόσμου

που θα φύγει τελευταίος

απο το πόστο του,

Όμως, δες , η νύχτα στη γη ποτέ δεν
Τελειώνει και οι άνθρωποι ακόμα δεν

κίνησαν

να απομακρυνθούν

από τα όνειρά τους

Καθώς η πλάση όλη δεν βρίσκεται
Πουθενά αλλού ει μη εδώ σε αυτό

το ξενοδοχείο

Και οι ένοικοί του, στ' αλήθεια
Είναι ο πληθυσμός της γης από

τότε που

υπάρχει Ιστορία

και πόλεμος

Μα εδώ, Ντράγκο, σε αυτό τον τόπο
Της φωτεινής πλάνης λύεται επί των

κεφαλών

όλων μας

Ο πόλεμος πολέμων, η αναχώρηση
Των όντων από τις μορφές τους και

η μεγάλη ανάληψη

του κόσμου,

Ντράγκο,

Η κρίση είναι μια μάχη του κλέφτη
Με το κλοπιμαίο του, ότι χώμα μεν

είμαστε

σε αέρα δε

προωθούμαστε

Χωρίς κανείς να μας ρωτήσει ει μη
Μόνον το σκότος αυτοκινούμενο

που μας είχε θέσει

το δίλημμα κάποτε

διαφορετικά:

Είτε θα γεννιόμαστε νεκροί είτε οι
Ζωντανοί πράγμα που είναι ένα

και το αυτό

ότι

Θάμβος είναι η ζωή και σε θάμβος
Δεν καταλήγει, ότι στρώμα πυρός

είναι η ζωή

και σαν παγωμένο μυστήριο

αιωρείται στους αιώνες

Μα πάν' απ'όλα ο θάνατος ποτέ
Δεν μπορεί να μας κατανικήσει

όταν

δεν κάνουμε το λάθος

να

Εμπιστευόμαστε τους εαυτούς μας
Στη ζωή αυτή όπως ακριβώς δεν

αφήνεις

τα υπάρχοντά σου

έκθετα στους κλέφτες,

Είπε ο πρωτότοκος ενώ δίπλα του
Ο γηραιός υπάλληλος της ρεσεψιόν

προσπαθούσε εδώ και ώρα

να τηλεφωνήσει

Όμως υποχωρούσε από την αδυναμία
Και άφηνε το ακουστικό να περιφέρεται

σαν θηλειά

στο κενό

Και ολοένα γινόταν φανερό ότι η
Φωτιά δεν ήλθε για να πάρει μαζί της

το ξενοδοχείο

αλλά για να το δημιουργήσει

Ώσπου κάποια στιγμή το εμφάνισε
Για πρώτη φορά στο χρόνο· ήταν εκεί

μαζί με όλους τους ενοίκους του

σε μια στιγμή

Άστραψε την ύπαρξή του λες και είχε
Περάσει ένα μόνο δευτερόλεπτο σιγής

από τότε που φάνηκε

να καίγεται

Το μόνο που μπορούσε κάπως να θυμίσει
Τον προηγούμενο τρόμο αφανισμού

ήταν

το τρεμάμενο χέρι του υπαλλήλου

καθώς ακόμα προσπαθούσε

να τηλεφωνήσει

Στιγμές φαινόταν σα να κρεμόταν
Εκεί σε άγνωστο χαιρετισμό στο

σκοτάδι