Sunday, January 25, 2009
Η ΚΕΚΤΗΜΕΝΗ ΤΡΑΧΥΤΗΣ
μνήμη Luigi Nono (1924 - 1990)
Αν είχαν ωστόσο οι πάγοι λειώσει,
Βεβαίωνε ασκόπως πλέον από τη
Κρονστάνδη
ο εξεγερμένος
στο Λάμα
Που εκείνη τη στιγμή έδειχνε να
Είχε χαθεί στους δρόμους της
Λάσα,
Αν είχαμε κάνει την εξέγερση λίγο
Αργότερα, τότε θα είχαμε νικήσει,
Κατέληξε ενώ προσπαθούσε να βρει
Ακόμα καφέ στα άδεια ντουλάπια
της
θλίψης του,
Δεν υπάρχει καφές, είπε στο Λάμα
Μα μήτε και το μέλλον σε αυτό το
ντουλάπι
Και αληθεύει ότι
Βιαστήκαμε τόσο που ίσως δεν
Χρειάζεται να μετανοιώνουμε
γι'αυτό,
Ορμήσαμε τόσο απρόσεχτα στην
Ελευθερία που τρομαγμένη η ίδια
μας απώθησε
σε μια εκκρεμότητα
του αιώνα,
Συνέχισε να λέει, ενώ ο Λάμα πλέον
Βάδιζε έξω από τη Λάσα προς μια
απόκρημνη
πλαγιά,
Ο ουρανός
Καίτοι είχε σαφώς σκοτεινιάσει
Δήλωνε ωστόσο την αιώνια πρωία
της Ιστορίας
Συρρικνούμενος δια των αρπακτικών
Νεφών του και διαμεριζόμενος απαλά
σε κάθετες
Εφορμήσεις και αναπτυχώσεις λάμψης
Ερυθρού φωτός επί του υγρού εδάφους
Το οποίο φάνταζε για μια στιγμή ότι
Υποχωρούσε από το ίδιο το βάρος
του κόσμου,
Εδώ που βαδίζω ο τόπος βουλιάζει,
Έλεγε ο Λάμα στον εξεγερμένο
της Κρονστάνδης,
Αν και το χώμα βουλιάζει ωστόσο
Εγώ περπατώ, συνέχισε με σκεπτική
αδιαφορία,
Και αν και ακόμα περπατώ, ο κόσμος
Δεν φαίνεται να ενοχλείται γι'αυτό,
Και παρόλο που ο κόσμος δεν φαίνεται
Να νοιάζεται ιδιαίτερα για το δικό μου
περπάτημα
Εν τούτοις δεν μπορεί να το αγνοήσει
Και ολότελα, είπε και σταμάτησε για
μια στιγμή
παρατηρώντας
το δρόμο
Που είχε χαθεί μες στην ιλύ των
Διαφυγόντων νερών αφήνοντας
ελάχιστα
ίχνη πεζής πορείας
πάνω του,
Έτσι σκοτεινιάζουν και οι δρόμοι
Της Ιστορίας, είπε χιλιάδες μίλια
μακριά
Στον εξεγερμένο της Κρονστάνδης
Που τον άκουγε πολύ καθαρά ενώ
Καφέ στο ντουλάπι συνέχιζε να μη
Βρίσκει μήτε όμως και την ελευθερία,
Έτσι σκοτεινιάζουν
και ακόμη
περισσότερο
Όταν προβάλλει το φως του αιώνα
Από τις ρωγμές των ανθρώπων
Μα ακόμα και αν ο κρημνός είναι
Ο μόνος γόνος του ήλιου και της
εποχής
Δεν είναι ωστόσο μη βατός αν τον
Κοιτάξουμε με τα μάτια της ιδέας,
Η ιδέα είναι η πιο σκληρή απ'όλες
Tις πραγματικότητες, ώρισε ο Λάμα
και φάνταζε
σα να πάλευε
με δαίμονες αόρατους
Εκείνη τη στιγμή, διώχνοντας με τα
Χέρια του κάτι που δεν φαινόταν
ενώ ο ουρανός
δεν έδειχνε
καθόλου
Να ανοίγει καθώς είχε πλέον καταστεί
Μια ωμή δύναμη κρούσης της ιδέας
του θεού,
Είναι σα να χτίζεις ξανά απ' την
αρχή
Όχι τα χειμερινά ανάκτορα αλλά
Τον χειμώνα, όχι τα ανάκτορα
της Ποτάλα
αλλά την
έννοια της Ποτάλα,
Μια ολόκληρη οικοδομική δύναμη
Του σύμπαντος δεν μπόρεσε ακόμα
Καλά καλά να τη χτίσει με τρόπο
Ευκρινή, και χρόνος καλείται όχι
άλλο τι
από
'Ο,τι ως τώρα χτίζαμε στο κόσμο
Και μας κατέπινε λαίμαργα η
ιδέα του,
Κατέληξε ενώ κίνησε να γυρίσει
Στη Λάσα βιαστικά αφήνοντας
τη
φύση που ξέσπαγε απότομα
πίσω του,
Από πολύ μακριά ο εξεγερμένος
Της Κρονστάνδης φάνηκε να
συμφωνεί
όχι από πρόθεση κι ούτε συνειδητά
μα κουρασμένος
Δίχως καν ν'ακούει ή να λαμβάνει
Σοβαρά υπ'όψιν του
την ιδέα του Λάμα
μα και τη δική του δεν μπορούσε
πλέον να τη θυμηθεί
αρκετά