Tuesday, December 30, 2008

Η ΚΡΕΙΣΣΩΝ ΑΡΜΟΝΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ


Εκείνο το πρωί ο ισχύων κόσμος
Είχε ξυπνήσει διαφορετικός,

Τα πτηνά αναποδογυρισμένα στις
Λίμνες δεν τραγουδούσαν πια, είχανε

γείρει στ' αυτιά των πνιγμένων

και τους ψιθύριζαν

ελεγείες της ψυχής σε μετάβαση,

Λέγοντας μόνον μία λέξη-ποίημα,
Γκουανταλκανάλ, και τους αφήνανε

να φύγουν

προς το ημίφωτο άζωτο

του εγγύς Άδη,

Τα ζώα στις ζούγκλες και στις σαβάνες
Είχαν ακινητοποιηθεί σαν αγάλματα

σε πάρκο

και κοιτούσαν μονίμως προς την

άδεια λεκάνη του κόσμου,

Δεν έχουμε άλλη επιλογή, είπαν
Ξαφνικά εκπλήσσοντας την ίδια

την δημιουργία,

Θα περιμένουμε τον λυτρωτή μας
Που θα έλθει απ' το βασίλειο των

φόβων,

διεκήρυτταν με ανησυχία,

Και κοιτούσαν δεξιά και αριστερά
Με τις άκρες των ματιών τους σαν

μηχανές υψίστης ακριβείας

που χτυποκοπούσαν

από μέσα

Καθώς η αύρα της φύσεως ολοένα
Τροποποιείτο αναλόγως των μαύρων

σκέψεων

που σίγουρα κάνανε

Ενώ οι άνθρωποι υποδέχονταν στις
Επαύλεις τους έναν ξένο που δήλωνε

πως τον είχαν καλέσει

αυτοί,

Δεν θυμόμαστε τίποτα, του λέγανε,
Να σε καλέσαμε εμείς αδύνατον

Μπορεί να έκανες και λάθος, πώς
Είπες ότι σε λένε; Μάσκανδρος

και Λυσήνωρ,

Τώρα βρίσκομαι ενώπιον σας ως
Λυσήνωρ, τους είπε και αμέσως

Τους έδειξε με το δείκτη του ένα
Δένδρο χτυπημένο από κεραυνό,

Ποτέ κανείς δεν ξέρει αν σ'αυτή
Τη περίπτωση φωταγωγείται το

δένδρο

Ή ολόκληρη η γη,

τους δήλωσε,

Στο άκουσμα των λόγων του
Τα αναποδογυρισμένα πτηνά

γυρίσαν από την

κανονική όψη τους

Και άρχισαν να πλέουν σαν ψάρια
Μέσα στις λίμνες, ενώ τα θηρία

αρχίσαν να κινούνται ξανά

πάνω κάτω

στις σκάλες της υδρογείου,

Πώς είναι δυνατόν σε αυτή τη
Περίπτωση να αποκρίνεται όλη

η γη,

Του είπαν, πρόκειται για ένα
Και μόνον δένδρο κι άλλο όχι

Κάτι τόσο μικρό σε σχέση με
Την απεραντοσύνη του κόσμου

αυτού,

Και κοιτούσαν το δένδρο πιο
Επισταμένα, μην και τους είχε

Ξεφύγει κάτι έως τότε,

Ο μυστηριώδης άνθρωπος δεν τους
Απάντησε, φρόντιζε μόνον να έχει

Καρφωμένα τα μάτια του πάνω τους
Σα να τους πρόσταζε να μη παύσουν

ποτέ να μιλούν

Ενώ δίπλα τους

Το κατακαρβουνιασμένο δένδρο
Ήτανε όντως μια αιώνια νύχτα

που μονίμως συνυπήρχε

με τα ποικίλλα φώτα

της ημέρας

Τη μυστηριακή ετούτη ένωση
Η γη την αποδεχόταν, αυτό

είναι αλήθεια,

χωρίς όμως και να την εξαίρει·

Φανερά τουλάχιστον





Sunday, December 21, 2008

RES VOCALE, REX SILENTUS


Η βαρειά συννεφιά του κόσμου
Είναι το άρμα των όντων, μα εδώ

Στην

Ανάφλεξη του εσώτερου ήλιου
Της πραγματικότητας είναι που

Είτε θα πέσουμε στη θάλασσα
Του χρόνου γι'άλλη μια φορά

είτε

Μέλλει να εγερθούμε σε κέλυφος
Νοός βεβαίου, φως εκ φωτός

μήποτε

επισφαλές των πραγμάτων

αλλ' εσαεί το φως των βασιλέων,

Απάντησε ξαφνικά ο Ντράγκο
Στον πρωτότοκο, καθώς εκείνος

ήδη

άνοιγε

Τον γκρεμό με τους καθρέπτες
Μπροστά στα μάτια ολόκληρης

της ανθρωπότητας,

Να, δείτε εδώ,

Φώναζε,

Ενώ απέναντί του δεν βρισκόταν
Κανείς, προσέξτε πώς με μια

διάθλαση ψυχής

στα πρίσματα των νερών

της Εδέμ

Πέφτουμε ξανά στην ίδια παγίδα,
Και τα μάτια του φάνηκε να

πυρπολούνται

ως χίλιες ηλιακές άβυσσοι

Οι δε ύαλοι στις πλαγιές του γκρεμού
Φαινόταν καθαρά πως προσπαθούσαν

Να ζήσουν από μόνοι τους,

Σαλεύαν βαρειά

Ως κόλαση παλαιά, φυλαγμένη στις
Αποθήκες του ουρανού,καθώς ακραίως

επισυσπειρώνονταν

στις κατωφέρειες της πρώτης

ύλης της δημιουργίας

Λες και η σάρκα τους είχε ήδη έλθει
Σε ζωή ομιλούσα, προέκυπταν σαν

ρήγματα χθονός στον αέρα

Άνισοι και ανόμοιοι μεταξύ τους
Η δε κοινή αντανακλώμενη μορφή

που έφεραν στην επιφάνειά τους

φαινόταν καθαρά

πως επρόκειτο για κάποιο θεό

Που κλονιζόταν από αγωνία και
Νύχτα φυγής μέγιστες, ενώ ήταν

ακόμα πιο φανερό

πως οι ανθρώπινες μορφές

στις οποίες κατέληγαν

Κατέρρεαν ολοένα μην μπορώντας
Να αντέξουν την ύπαρξή τους ούτε

και τον θεό που κλείναν

μέσα τους,

Πέφτουμε,

Λέγαν

Ξέπνοες οι ανθρώπινες υάλινες σκιές,
Για πρώτη φορά σε έλεος πρωτόγνωρο

και ταραχή

καθ'όλα γνώριμη

Σαν μοναχική φλόγα που σιγοτρέμει
Στα κοιμητήρια του νεογέννητου

σκότους αυτής της ζωής

Απαλά περνάμε πάνω από τις άλλες
Φλόγες , μήποτε χαρισάμενοι στον

Δισταγμό για έναν κόσμο που γεννήθηκε
Δοξαστικά θανάσιμος στην φλογερή

λήθη

του λυμένου πηλού

και του σκοταδιασμένου νου

Ότι αυτό το βασίλειο για μας εδόθη
Αλλά σ' εμάς δεν αποδίδεται πλέον,

ότι

Μέλλουμε κάποτε να επιστρέψουμε
Στην μορφή που μας ώρισε, και ιδού,

Ας αποσύρουμε κάθε αίγλη θεού απ' το
Εξώτερο σάρκινο φως μας, θα απομείνει

μόνον

Ένας ειρμός από υάλινα πέπλα χωρίς
Μήτε του κόσμου τη δόξα μήτε εκείνη

του ουρανού

Θα απλωθούμε για αυτό σε μια μεγίστη
Πολιτεία όπου και θα κρυφθούμε από

το παρελθόν

Θα κυνηγήσουμε

Την φευγαλέα σκιά κάθε μέλλοντος
Έναντι κάθε επιστροφής, το θαλερό

κύμα έναντι

Της ασάλευτης οροφής των άστρων
Και τον γενετήσιο και επιθανάτιο από

Τους επινίκιους σπασμούς της απτότητας
Έναντι της ευδαιμονίας της αχρονίας

ότι αν

κάνουμε πίσω τώρα

την γνωριμία με αυτό τον ήλιο

Θ'απωλέσουμε πιθανώς για πάντα
Ότι αν δεν χαθούμε από τα μάτια

του μεγάλου

φύλακα

των κόσμων

Θα μας εκτρέψει πιθανώς πίσω στο
Παράδεισο και πάλι, ότι η ανταρσία

αυτή

πληρούται μονάχα

όσο υπάρχει, είμαστε όμως τα

Χαμένα σπαράγματα και οι αγριεμένες
Επιτομές του ενός και μόνον μονάρχη

Θα αναγείρουμε παντού νεκρά τα βασίλεια
Κι η ρυπαρή θνητότητα αυτού του υάλου

ας γίνει

το φως

της δικής μας μάχαιρας ζωής

Και η ανάσα του τάφου επί των γυμνών
Σωμάτων της κλίνης ας γίνει το θεμέλιο

σάλπισμα

της επιστήθιας αφροσύνης

του βίου

Εξ ίσου μεγαλειώδης με την φρόνηση
Του ουρανού, ότι από μορφή θεού

αποσχιστήκαμε

Σε μορφή θεού γι' αυτό να επιστρέψουμε
Δεν οφείλουμε, λέγαν και σπαράζαν οι

πολυπληθείς σωσίες του ουρανού

Οι οποίοι, ήταν πρόδηλο,πως ήδη είχαν
Αρχίσει να μιλάνε διαφορετικά απ' εκείνον,

Ενώ ο Ντράγκο

στην έξοδο του ξενοδοχείου

καλούσε για βοήθεια

Η φωτιά ήταν ολοσχερής μα ακίνδυνη
Προορίζετο να καταπιεί μονάχα τον

πρωτότοκο

Που ατάραχος συνέχιζε να υπνωτίζει
Τα θλιμμένα ανθρώπινα είδωλα στη

ρεσεψιόν

καταμεσής αιώνιας νύχτας

μοναδικής για τον καθένα



Wednesday, December 17, 2008

ΤΟ ΠΛΕΟΝΑΣΜΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ (Γένεση της Μουσικής)


Οι λιπόθυμοι των ανοιχτών κύκλων
Της ανθρωπότητας σηκώνονταν

το απόγευμα

από τον δρόμο

και περπατούσαν

Ανάμεσα στ'αυτοκίνητα, διένεμαν
Τον χρόνο και την εποχή στους

οδηγούς ενώ

κοιτούσαν αφηρημένοι

το παρακείμενο άπειρο

Ποτέ

Κατ'ευθείαν στα μάτια των ανθρώπων,
Κοιτάξτε κοιτάξτε να δείτε το λόφο

απέναντι,

επεσήμανε ο τροχονόμος

στους οδηγούς

ενώ απεμάκρυνε τα όρθια πτώματα,

Είχαν σωρευθεί μυριάδες πιάνα μαύρα
Σχηματίζαν μια μεγάλη διχαλωτή σειρά

Καθώς απλώνονταν στην υδρόγειο

Και παίζαν όλα μαζί από μόνα τους
Τα πλήκτρα ανεβοκατέβαιναν

σαν κροταλίες του θεού

στις ανηφόρες των ανθρώπων

Και οι ανάστατοι μελωδικοί ήχοι
Συνεπτύσσοντο με τις οχλαγωγές

των πόλεων

Σε κάθε γωνιά, σε δρόμο κάθε, στις στέγες,
Στις εισόδους των σπιτιών στις καφετέριες

υπήρχαν

πιάνα που μελωδούσαν

τον κόσμο

Οι περαστικοί τα κοιτούσαν μα
Απέφευγαν να παίξουν οι ίδιοι,

Αυτά τα πιάνα είναι οι κρότωνες του
Χαμού, σιγολέγαν, ας ελπίσουμε όχι

του δικού μας χαμού

αλλά των άλλων,

μνημόνευαν εξ ίσου,

Οι άλλοι ας δεχθούνε το βαρύ προμήνυμα
Όχι ωστόσο και εμείς· ο λόγος που σαφώς

το απευχόμαστε

Έχει να κάνει φυσικά

Με την άγνωστη έκταση της ταυτότητας
Έναντι της μαζικής οργιώδους ετερότητας

Οι άλλοι χρήσιμοι ας είναι πάντα στη ζωή
Αλλά στον θάνατο πιο χρήσιμοι ίσως·

Μπορούν ενίοτε από το βάρος μι'απειλής
Η που μπορεί και απειλή καθόλου να μην

είναι

να μας ξαλαφρώνουν,

Λέγαν και παρόλο που 'κλειναν τ'αυτιά τους
Για να μην ακούν τα πιάνα, τ' ακούγαν όμως

Την δε μουσική που χέετο στο σύμπαν από
Τα χιλιάδες πλήκτρα, την αποκάλεσαν

η τρίτη παρουσία

Αλλά δεν εμφανιζόταν ο παράδεισος
Ποτέ

Κι η κόλαση ωστόσο δεν φαινόταν
Να υπόσχεται αν όχι μια καλύτερη

ποιότητα θανάτου

Τουλάχιστον

ένα νέο αντικοινωνικό συμβόλαιο

Άνθρωποι και πιάνα συνυπήρχαν έκτοτε
Σε μια αμοιβαία καχυποψία

Και η ελευθερωθείσα μουσική δεν κατέστη
Δυνατόν

να συμφιλιώσει τα δυο στρατόπεδα

Ούτε όμως και να τα φέρει σε ρήξη

οριστική




Saturday, December 13, 2008

MY HORSE FOR A KINGDOM !


Αυτό μάλιστα, ακούγεται σαφώς
Πιο συμφέρον από το προηγούμενο,

Ανεφώνησαν ανακουφισμένοι
Κι άρχισαν να περπατάνε πολύ

πιο εύθυμα,

Άλλωστε, τι κοστίζει ένα άλογο
Μπροστά σ'ολόκληρο βασίλειο

όχι βέβαια πολλά

μάλλον τα ακόμη λιγότερα

από τα πολλά

Και το βάρος του κέρδους είναι,
-ήδη το νοιώθουμε από τώρα-,

Ελαφρύτερο από το βάρος της
Απόφασης που 'ναι ακόμα πιο

Βαρύ και από αυτό το ελαφρύ,
Τίποτε το άλογο σ' αυτά, μόνο

Που δεν ξέρουμε πού να το βρούμε,
Σκεφτήκαν και σκοτείνιασαν, όχι

το άλογο

δεν εννοούμε αυτό

-θα ψάξουμε στους στάβλους-,

Το βασίλειο, λέμε, δεν ξέρουμε
Προς τα πού τελικώς θα πρέπει

να το ψάξουμε

Ξέρουμε απλά ότι μας λείπει

ένα

Ίσως και δύο

Ούτε κατέστη δυνατόν έως τώρα
Να αποκτήσουμε πραγματικά

κανένα

Καίτοι επιδιώξαμε πολλά, φθηνά
Και έτοιμα· ανάμεσά τους όμως

δεν ήταν το δικό μας, όχι,

αλλ'ούτε και κάποιο ξένο

Και στ'αλήθεια βεβαιώνουμε ότι
Η βασιλεία μας αυτού του κόσμου

είναι

Αλλά ο κόσμος αυτός της βασιλείας
Δεν είναι, πιθανώς ούτε κι ο άλλος

όμως

Δεν πιστεύουμε γι' αυτό ότι εις
Μάτην κι άλογα αναζητούμε

το βασίλειο

Από τα τόσα άλογα της ζωής μας
Ίσως, ίσως ένα αξίζει τελικώς να

το διαθέσουμε

για την μεγάλη εξαγορά

Και κατά πιθανότητα μεγάλη ένα
Άλογο αρκεί για να καλύψει την

πλήρη

απουσία

λογικής

Σ' αυτή την χθόνια αναζήτηση·
Και αν η ζωή ετούτη δίχως νόημα

Και λύση κάποτε φαντάζει, τότε
Ίσως το με δίχως λόγο ιδιαίτερο

να υπάρχει

Αποκτήσει αίφνης ένα στέμμα και
Μια αίγλη που δεν χάνονται εις

τους αιώνες

Μα το κυριώτερο, ακόμα και αν
Αποδειχθεί, -τούτο το λογίζουμε

μ'απόγνωση μα περιέργως

και μ' ελπίδα-

Πως άλλο βασίλειο για εμάς
Πέραν του αλόγου τούτου

δεν πρόκειται να υπάρξει

Ας συνεχίσουμε να επιθυμούμε
Την μεγάλη επικράτεια, κατέληξαν

Και κίνησαν να φύγουν

Από την πρόχειρη υπαίθρια σκηνή
Που τους φιλοξενούσε μέσα στη

βροχή,

Ας συνεχίσουμε, λέγαν, ενώ έσκουζε
Ο κεραυνός στην γκρίζα ερημιά, να

Είμαστε όχι ακριβώς οι βασιλείς αλλά
Οι ιδανικοί μεταπράτες ενός ακόμα

πιο

ιδανικού

βασιλείου,

Είπαν και μάζευαν τα πράγματά τους
Όπως όπως από την σφοδρή καταιγίδα,

Ναι, λέγαν και ξαναλέγαν, το
Άλογό μας για ένα βασίλειο,

το άλογό μας

για ένα

άλογο ακόμη,

Γι΄ακόμη ένα άλογο,
Ίσως και δύο,

Κι άρχισαν ν'αναχωρούνε
Κατευχαριστημένοι

και με προκλητικά αργό βήμα

μέσα στην κοσμοχαλασιά



Monday, December 8, 2008

FOR THOSE WHO DIED


Αλέξης Γρηγορόπουλος (25/6/1992 - 6/12/2008)


"My spherèd light wane in wide Heaven; the sea
Was lifted by strange tempest, and new fire
From earthquake-rifted mountains of bright snow
Shook its portentous hair beneath Heaven's frown;
"

Percy Bysshe Shelley, "Prometheus Unbound"


Saturday, December 6, 2008

ΜΟΡΦΥ: Η ΘΥΕΛΛΩΔΗΣ ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ


Τη νύχτα εκείνη ο Μόρφυ
Πέταξε πάνω από τις στέγες

των παλαιολιθικών

συνοικισμών

της Νέας Ορλεάνης

Ολόκληρος κτισμένος σ' ένα
Κόκκινο σύννεφο που' χε τη

μορφή

πύργου του σκακιού,

Μπορώ επιτέλους και κατανοώ
Οξύτερα, φώναζε μες από το

ιδιόμορφο

αερόστατό του

Το οποίο κινείτο στον ουρανό
Σαν σε σκακιέρα ανοιχτή ενώ

σε κάθε κίνησή του

Αναπροσδιοριζόταν ο κόσμος
Επιθέτοντας διαδοχικά τους

αιώνες

της Εύας

Στα υπερώα των ανθρωπίνων
Κρανίων, και την ύστερη τρικυμία

του

Αδάμ

Στα μαυροντυμένα χρόνια αστέρια
Και σε κάθε μία ταραχή των νερών

Ομιλούσε δυνατά και ένας νεκρός
Και σώπαινε ένας ζωντανός,

Μην μας ενοχλείτε, φώναζαν από
Τα κύματα οι παρελθόντες, βαρείς

απ΄την αφύσικη έλξη

του Άδη,

Είμαστε κουρασμένοι, να κοιμηθούμε
Θέλουμε μόνο, ανεφώνησαν εν τέλει

το καθαρό αίτημά τους

Μα όλο τους ξυπνούσαν

και δεν τους άφηναν να κοιμηθούν

Καθώς ο ιπτάμενος πύργος του Μόρφυ
Καταβυθιζόταν σε ύψος πιο πολύ σε

μιαν άβυσσο εκτός

χρόνου

Καταμεσής κυκλώπειων φρακτών
Που χώριζαν την αιθερική επικράτεια

σε λέξεις

Που κατακάθονταν αιωρούμενες στον
Αέρα περιμένοντας τη μαγική διαταγή

της δημιουργίας

Και ο Μόρφυ φυγαδευόταν από λέξη
Σε λέξη μέχρι που τόλμησε τελικά να

διαπράξει

στην κίνησή του

το ε4 του ουρανού,

Μπορώ, φώναζε δυνατά από ψηλά,
Να ορίσω ένα νέο σύμπαν επιτέλους

πιο σαφές

και ίσως πιο αποτελεσματικό

στη λειτουργία του,

Ας υπάρχουμε ολομόναχοι
Στην κάθε μία λευκή στιγμή

της ατμώδους οπτικής

Και ας σωρεύθηκαμε αναίτια στα
Επάλληλα ανθρώπινα στρώματα

που φύονται

μονάχα στο μυαλό μας

Αλήθεια λέγω πως,

Δεν μ'ενοχλεί καθόλου αν ο κόσμος
Είν' η απτή προέκταση του αοράτου

νου

μου

Ως αρχαίος οκτάπους στους βυθούς
Των ωκεανών απλώνοντας πλοκάμια

στην θλίψη

των επιγείων

προκαλώντας

Όχι σπάνια και το γέλιο τους, μα
Είναι όλα αυτά τα ομοιώματα θεού

εκ σαρκός

και

μιας βαρειάς ιδέας

Που ευθυμούν και δυσθυμούν ωσεί
Νύχτα στην εναλλαγή της με την

ημέρα,

Όμως μια συνεχόμενη οπτασία θα
Μας εξαντλήσει μέχρι τον τάφο ή

την

ανάσταση

Κι οριστικά θα μας αποκαθηλώσει
Στους λειμώνες του έρωτα και του

χαμού

σύροντάς μας έξω επιτέλους

Από τους κραταιούς βραχίονες

της ύλης

Που αργοσαλεύουν μέσα σε
Υδάτινες τάφρους αφημένες

στην άκρη της

φαντασίας

Και αν ολόκληρη η Ιστορία μας
Είναι η πλέον μεγαλειώδης των

ψευδαισθήσεων

τότε ίσως

Μπορώ το τάχιστο να παρακάμψω
Το σχέδιο του Δαιδάλου με εκείνο

των

εξηντατεσσάρων τετραγώνων

Οι αναπτύξεις των πεσσών καθώς
Και οι αναδιπλώσεις τους είναι

όχι ακριβώς ένα

homunculus

homunculorum

Μα η σήψη του ζωντανού ανθρώπου
Σε νιογέννητη θέρμη της σκέψης

Είμαστε τα κρυμμένα σπήλαια
Της σκέψης του θεού, συνέχισε

να λέει ο Μόρφυ

χαμηλώνοντας τον τόνο

της φωνής,

Τι κι αν πιαστήκαμε στο δίχτυ των
Φωσφόρων γεννήσεων και των

ανέσπερων

θανάτων

Και τι αν κάποιος μας υποχρεώνει
Σ'ένα οχληρό δράμα επί σκηνής με

δίχως

γνωστό το τέλος

-όχι κι άγνωστο ωστόσο-

Και ακόμα σκοτεινότερη την αρχή
Να απλώνει και ξανά ν'απλώνει τον

χρόνο

έως σήμερα

σ'επιστρώσεις τρωικού ληθάργου

Έχουμε ακόμη την δύναμη φυγής
Μέσ' απ' το πιο συντετριμμένο από

τα βάρη του ανθρώπου

μυστικό

των ρημαγμένων αγγέλων

Μια σκέψη καταδρομική

Ναι, αυτή γεννήθηκε από μόνη της
Σε ένα ωκεανό με δίχως στεριά και

δίχως λιμάνι

πουθενά

Εξ αυτής της πρώτης σκέψεως
Που 'ταν θαρρώ δική μας, εσύρθη

η ανθρώπινη άλυσος

Στα χαμηλά πατώματα των άστρων
Συστρεφόμενη και συμπτυσσόμενη

σαν όφις κεντημένος με φωτιά

Ποτέ δεν ήταν ορατό

ποιον περιέδενε

Καθώς άδειαζε βασίλεια και πολιτείες
Έτη διπλωμένα πάνω σε έτη όπως

ακριβώς

ανακάθονται

Τα στριμωγμένα τσουβάλια στ' αμπάρια
Των πλοίων, μα ας προσέξω κάποτε

Μία και μόνον ιδέα

Μ' έλυσε έδω κάτω να περπατώ με
Τα μάτια μου και να βλέπω με τα

χέρια

και

τα πόδια μου

Μία και μόνον θα με δέσει επί
Τάπητος ουρανού, προμηθεύς

αναλυόμενος

σε πόσες κινήσεις

μιας παρτίδας

που μόλις λήξει

Θα λήξει μαζί και τ'όνειρο του κόσμου,
Είπε ο Μόρφυ και κοίταξε κάτω,

Α ο
Löwenthal, έφθασε, σκέφτηκε,
Ας υπάγω κάτω να ξεκινήσουμε,

ας υπάγω καμμιά φορά,

Και κάνοντας νεύμα στην ανθρωπίνη
Μνήμη και συνήθεια παρουσιάστηκε

στο ξέφωτο του χρόνου
ενώπιον της στημένης

σκακιέρας

Ο αντίπαλός του:

επρόκειτο για έναν άνθρωπο



Monday, December 1, 2008

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΜΙΚΡΟΑΣΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ


Εδώ στην κατάμεστη άκρη της ζωής,
Λέγαν με σιγουρευμένη απάθεια, εδώ

στο πεδίο βαρύτητας

του εαυτού μας

-μαγνητικό πεδίο μα εξ ίσου

απομαγνητισμένο-

Έχουμε την εντύπωση πως έρχεται
Η στιγμή που κάποτε ονειρευτήκαμε

στον βαθύ μας ύπνο πράγματι,

Σε τι συνίσταται η άγια τούτη ώρα
Μήποτε το βεβαιώσαμε, πάντως

Ό,τι ποτέ δεν αγαπήσαμε είναι ήδη
Δικό μας, κι ό,τι ποτέ δεν ποθήσαμε

το αποκτήσαμε

Και ό,τι ποτέ δεν υμνήσαμε, αυτό και
Ανυψώσαμε σε θέσφατο καρδίας

Και αν ποτέ δεν μπήκαμε απ'την
Κυρίως πόρτα, φροντίσαμε ωστόσο

να φρακάρουμε στο παράθυρο

Δεν είναι εύκολο να βγούμε

από κει

πιστέψτε μας,

Είπαν και με ελαφρώς θεατρικό
Βλέμμα πνίξαν ένα λυγμό στα

στήθια

και συνέχισαν,

Δεν είναι εύκολο ακόμα όμως
Και να μείνουμε σε αυτή τη θέση

Που αν και δεν είναι μια θέση
Στον ήλιο, εν τούτοις προκαλεί

εγκαύματα στη ζωή μας

Όμως

Αγνώμονες μην είμαστε, λέγεται ότι
Αλλού πεθαίνουν, ναι, ας είμαστε

ευχαριστημένοι

Που ο θάνατος κατέστη πια παρηγορία
Και αυτό ακόμα επιτύχαμε εμείς να το

σκεφθούμε

Είμαστε οι άνθρωποι που παραδέρνουμε
Μονίμως ανάμεσα κόλαση και παράδεισο

και λέγεται οσαύτως πως

θεός και διάβολος

να μας βγάλουν απ τη μέση

δεν το μπορέσαν

Στεκόμαστε για πάντα εκεί, ακίνητα
Αγάλματα και προτομές εν τω μέσω

της διασάλευσης

της Ιστορίας

Σαν σκόπελος στην ύπαρξη όπου τα
Ορμώμενα τα πλοία των ανθρώπων

Προσπίπτουν από δεξιά προσπίπτουν
Και απ'αριστερά δίχως ν'αποφεύγεται

Η έλλειψη προσανατολισμού στον

ορίζοντα

Καθώς είν' αλήθεια ότι η αριστερά μας
Δεν γνωρίζει τι ποιεί η δεξιά μας, μα

ούτε κι εμείς

γνωρίζουμε σαφώς

τι και οι δυο ποιούν

Και αν πετύχαμε το δίχως άλλο επί
Σειρά αιώνων να βγάλουμε από τη

σειρά τους

τους αιώνες

Μπορούμε να πετύχουμε ακόμα
Περισσότερα, η θέση μας φρονούμε

έχει πλέον

ασφαλιστεί

Από 'ναν σύρτη πιθανώς του νου,
Ωστόσο είναι μια ασφάλεια, αλήθεια

λέμε

πως κάποιος

μας

Έκλεισε απ' έξω όταν δημουργούσαν
Με φωνές και φασαρία τον κόσμο

δεν μπορούσαν δυστυχώς

να κάνουν

λίγη ησυχία

Μας ξυπνούσαν το πρωί τα συνεργεία
Με θορύβους και με ταραχή μεγάλη

Ώσπου κάποια στιγμή τελειώσανε
Οι εργασίες, τέλειωσε και η αναμονή,

και ο κόσμος αυτός

εγένετω

Καθώς μας έταζαν μία φορά
Κι έναν καιρό, πως μήποτε εμείς

θα είμασταν οι βασιλείς

μηδέ και οι ζητιάνοι

Αυτή την ωραία υπόσχεση ακόμα δεν
Την ξέχασαμε και ας την αρνηθήκαμε

σφοδρώς

δεν την ξεχάσαμε την ωραία υπόσχεση

Τώρα ακόμα περισσότερο που καταφέραμε
Οι βασιλείς και οι ζητιάνοι πια να σκέφτονται

όπως εμείς

Ο ένας κόσμος επιτέλους ας χαρεί την
Μία θάλασσα την πλέον σκοτεινή την

αδιαφοροποίητη

Ως εκείνη της αρχής του κόσμου σε μια

νέα αρχή απαραλλάκτως

Κι η μία πραγματικότητα ας επιφέρει
Πλέον τον έναν μόνον άνθρωπο

Κι εμείς ακόμη, ας χαθούμε μέσα σε αυτόν
Φαντάζει όμοιός μας σίγουρα, αλλά πολύ

πιο

μαζικός

Δεν είναι βέβαια εκείνος που υμνήσαν
Οι αιώνες

αλλά από το περισσότερο

Σαφώς το κάτι,

Είπαν, και κατέβηκαν γρήγορα
Τις κυλιόμενες σκάλες να πάνε

να προλάβουν το μετρό

πριν συγκρουστεί,

Από το περισσότερο σαφώς το κάτι