Sunday, December 21, 2008

RES VOCALE, REX SILENTUS


Η βαρειά συννεφιά του κόσμου
Είναι το άρμα των όντων, μα εδώ

Στην

Ανάφλεξη του εσώτερου ήλιου
Της πραγματικότητας είναι που

Είτε θα πέσουμε στη θάλασσα
Του χρόνου γι'άλλη μια φορά

είτε

Μέλλει να εγερθούμε σε κέλυφος
Νοός βεβαίου, φως εκ φωτός

μήποτε

επισφαλές των πραγμάτων

αλλ' εσαεί το φως των βασιλέων,

Απάντησε ξαφνικά ο Ντράγκο
Στον πρωτότοκο, καθώς εκείνος

ήδη

άνοιγε

Τον γκρεμό με τους καθρέπτες
Μπροστά στα μάτια ολόκληρης

της ανθρωπότητας,

Να, δείτε εδώ,

Φώναζε,

Ενώ απέναντί του δεν βρισκόταν
Κανείς, προσέξτε πώς με μια

διάθλαση ψυχής

στα πρίσματα των νερών

της Εδέμ

Πέφτουμε ξανά στην ίδια παγίδα,
Και τα μάτια του φάνηκε να

πυρπολούνται

ως χίλιες ηλιακές άβυσσοι

Οι δε ύαλοι στις πλαγιές του γκρεμού
Φαινόταν καθαρά πως προσπαθούσαν

Να ζήσουν από μόνοι τους,

Σαλεύαν βαρειά

Ως κόλαση παλαιά, φυλαγμένη στις
Αποθήκες του ουρανού,καθώς ακραίως

επισυσπειρώνονταν

στις κατωφέρειες της πρώτης

ύλης της δημιουργίας

Λες και η σάρκα τους είχε ήδη έλθει
Σε ζωή ομιλούσα, προέκυπταν σαν

ρήγματα χθονός στον αέρα

Άνισοι και ανόμοιοι μεταξύ τους
Η δε κοινή αντανακλώμενη μορφή

που έφεραν στην επιφάνειά τους

φαινόταν καθαρά

πως επρόκειτο για κάποιο θεό

Που κλονιζόταν από αγωνία και
Νύχτα φυγής μέγιστες, ενώ ήταν

ακόμα πιο φανερό

πως οι ανθρώπινες μορφές

στις οποίες κατέληγαν

Κατέρρεαν ολοένα μην μπορώντας
Να αντέξουν την ύπαρξή τους ούτε

και τον θεό που κλείναν

μέσα τους,

Πέφτουμε,

Λέγαν

Ξέπνοες οι ανθρώπινες υάλινες σκιές,
Για πρώτη φορά σε έλεος πρωτόγνωρο

και ταραχή

καθ'όλα γνώριμη

Σαν μοναχική φλόγα που σιγοτρέμει
Στα κοιμητήρια του νεογέννητου

σκότους αυτής της ζωής

Απαλά περνάμε πάνω από τις άλλες
Φλόγες , μήποτε χαρισάμενοι στον

Δισταγμό για έναν κόσμο που γεννήθηκε
Δοξαστικά θανάσιμος στην φλογερή

λήθη

του λυμένου πηλού

και του σκοταδιασμένου νου

Ότι αυτό το βασίλειο για μας εδόθη
Αλλά σ' εμάς δεν αποδίδεται πλέον,

ότι

Μέλλουμε κάποτε να επιστρέψουμε
Στην μορφή που μας ώρισε, και ιδού,

Ας αποσύρουμε κάθε αίγλη θεού απ' το
Εξώτερο σάρκινο φως μας, θα απομείνει

μόνον

Ένας ειρμός από υάλινα πέπλα χωρίς
Μήτε του κόσμου τη δόξα μήτε εκείνη

του ουρανού

Θα απλωθούμε για αυτό σε μια μεγίστη
Πολιτεία όπου και θα κρυφθούμε από

το παρελθόν

Θα κυνηγήσουμε

Την φευγαλέα σκιά κάθε μέλλοντος
Έναντι κάθε επιστροφής, το θαλερό

κύμα έναντι

Της ασάλευτης οροφής των άστρων
Και τον γενετήσιο και επιθανάτιο από

Τους επινίκιους σπασμούς της απτότητας
Έναντι της ευδαιμονίας της αχρονίας

ότι αν

κάνουμε πίσω τώρα

την γνωριμία με αυτό τον ήλιο

Θ'απωλέσουμε πιθανώς για πάντα
Ότι αν δεν χαθούμε από τα μάτια

του μεγάλου

φύλακα

των κόσμων

Θα μας εκτρέψει πιθανώς πίσω στο
Παράδεισο και πάλι, ότι η ανταρσία

αυτή

πληρούται μονάχα

όσο υπάρχει, είμαστε όμως τα

Χαμένα σπαράγματα και οι αγριεμένες
Επιτομές του ενός και μόνον μονάρχη

Θα αναγείρουμε παντού νεκρά τα βασίλεια
Κι η ρυπαρή θνητότητα αυτού του υάλου

ας γίνει

το φως

της δικής μας μάχαιρας ζωής

Και η ανάσα του τάφου επί των γυμνών
Σωμάτων της κλίνης ας γίνει το θεμέλιο

σάλπισμα

της επιστήθιας αφροσύνης

του βίου

Εξ ίσου μεγαλειώδης με την φρόνηση
Του ουρανού, ότι από μορφή θεού

αποσχιστήκαμε

Σε μορφή θεού γι' αυτό να επιστρέψουμε
Δεν οφείλουμε, λέγαν και σπαράζαν οι

πολυπληθείς σωσίες του ουρανού

Οι οποίοι, ήταν πρόδηλο,πως ήδη είχαν
Αρχίσει να μιλάνε διαφορετικά απ' εκείνον,

Ενώ ο Ντράγκο

στην έξοδο του ξενοδοχείου

καλούσε για βοήθεια

Η φωτιά ήταν ολοσχερής μα ακίνδυνη
Προορίζετο να καταπιεί μονάχα τον

πρωτότοκο

Που ατάραχος συνέχιζε να υπνωτίζει
Τα θλιμμένα ανθρώπινα είδωλα στη

ρεσεψιόν

καταμεσής αιώνιας νύχτας

μοναδικής για τον καθένα