Tuesday, December 30, 2008
Η ΚΡΕΙΣΣΩΝ ΑΡΜΟΝΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
Εκείνο το πρωί ο ισχύων κόσμος
Είχε ξυπνήσει διαφορετικός,
Τα πτηνά αναποδογυρισμένα στις
Λίμνες δεν τραγουδούσαν πια, είχανε
γείρει στ' αυτιά των πνιγμένων
και τους ψιθύριζαν
ελεγείες της ψυχής σε μετάβαση,
Λέγοντας μόνον μία λέξη-ποίημα,
Γκουανταλκανάλ, και τους αφήνανε
να φύγουν
προς το ημίφωτο άζωτο
του εγγύς Άδη,
Τα ζώα στις ζούγκλες και στις σαβάνες
Είχαν ακινητοποιηθεί σαν αγάλματα
σε πάρκο
και κοιτούσαν μονίμως προς την
άδεια λεκάνη του κόσμου,
Δεν έχουμε άλλη επιλογή, είπαν
Ξαφνικά εκπλήσσοντας την ίδια
την δημιουργία,
Θα περιμένουμε τον λυτρωτή μας
Που θα έλθει απ' το βασίλειο των
φόβων,
διεκήρυτταν με ανησυχία,
Και κοιτούσαν δεξιά και αριστερά
Με τις άκρες των ματιών τους σαν
μηχανές υψίστης ακριβείας
που χτυποκοπούσαν
από μέσα
Καθώς η αύρα της φύσεως ολοένα
Τροποποιείτο αναλόγως των μαύρων
σκέψεων
που σίγουρα κάνανε
Ενώ οι άνθρωποι υποδέχονταν στις
Επαύλεις τους έναν ξένο που δήλωνε
πως τον είχαν καλέσει
αυτοί,
Δεν θυμόμαστε τίποτα, του λέγανε,
Να σε καλέσαμε εμείς αδύνατον
Μπορεί να έκανες και λάθος, πώς
Είπες ότι σε λένε; Μάσκανδρος
και Λυσήνωρ,
Τώρα βρίσκομαι ενώπιον σας ως
Λυσήνωρ, τους είπε και αμέσως
Τους έδειξε με το δείκτη του ένα
Δένδρο χτυπημένο από κεραυνό,
Ποτέ κανείς δεν ξέρει αν σ'αυτή
Τη περίπτωση φωταγωγείται το
δένδρο
Ή ολόκληρη η γη,
τους δήλωσε,
Στο άκουσμα των λόγων του
Τα αναποδογυρισμένα πτηνά
γυρίσαν από την
κανονική όψη τους
Και άρχισαν να πλέουν σαν ψάρια
Μέσα στις λίμνες, ενώ τα θηρία
αρχίσαν να κινούνται ξανά
πάνω κάτω
στις σκάλες της υδρογείου,
Πώς είναι δυνατόν σε αυτή τη
Περίπτωση να αποκρίνεται όλη
η γη,
Του είπαν, πρόκειται για ένα
Και μόνον δένδρο κι άλλο όχι
Κάτι τόσο μικρό σε σχέση με
Την απεραντοσύνη του κόσμου
αυτού,
Και κοιτούσαν το δένδρο πιο
Επισταμένα, μην και τους είχε
Ξεφύγει κάτι έως τότε,
Ο μυστηριώδης άνθρωπος δεν τους
Απάντησε, φρόντιζε μόνον να έχει
Καρφωμένα τα μάτια του πάνω τους
Σα να τους πρόσταζε να μη παύσουν
ποτέ να μιλούν
Ενώ δίπλα τους
Το κατακαρβουνιασμένο δένδρο
Ήτανε όντως μια αιώνια νύχτα
που μονίμως συνυπήρχε
με τα ποικίλλα φώτα
της ημέρας
Τη μυστηριακή ετούτη ένωση
Η γη την αποδεχόταν, αυτό
είναι αλήθεια,
χωρίς όμως και να την εξαίρει·
Φανερά τουλάχιστον