Saturday, December 6, 2008

ΜΟΡΦΥ: Η ΘΥΕΛΛΩΔΗΣ ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ


Τη νύχτα εκείνη ο Μόρφυ
Πέταξε πάνω από τις στέγες

των παλαιολιθικών

συνοικισμών

της Νέας Ορλεάνης

Ολόκληρος κτισμένος σ' ένα
Κόκκινο σύννεφο που' χε τη

μορφή

πύργου του σκακιού,

Μπορώ επιτέλους και κατανοώ
Οξύτερα, φώναζε μες από το

ιδιόμορφο

αερόστατό του

Το οποίο κινείτο στον ουρανό
Σαν σε σκακιέρα ανοιχτή ενώ

σε κάθε κίνησή του

Αναπροσδιοριζόταν ο κόσμος
Επιθέτοντας διαδοχικά τους

αιώνες

της Εύας

Στα υπερώα των ανθρωπίνων
Κρανίων, και την ύστερη τρικυμία

του

Αδάμ

Στα μαυροντυμένα χρόνια αστέρια
Και σε κάθε μία ταραχή των νερών

Ομιλούσε δυνατά και ένας νεκρός
Και σώπαινε ένας ζωντανός,

Μην μας ενοχλείτε, φώναζαν από
Τα κύματα οι παρελθόντες, βαρείς

απ΄την αφύσικη έλξη

του Άδη,

Είμαστε κουρασμένοι, να κοιμηθούμε
Θέλουμε μόνο, ανεφώνησαν εν τέλει

το καθαρό αίτημά τους

Μα όλο τους ξυπνούσαν

και δεν τους άφηναν να κοιμηθούν

Καθώς ο ιπτάμενος πύργος του Μόρφυ
Καταβυθιζόταν σε ύψος πιο πολύ σε

μιαν άβυσσο εκτός

χρόνου

Καταμεσής κυκλώπειων φρακτών
Που χώριζαν την αιθερική επικράτεια

σε λέξεις

Που κατακάθονταν αιωρούμενες στον
Αέρα περιμένοντας τη μαγική διαταγή

της δημιουργίας

Και ο Μόρφυ φυγαδευόταν από λέξη
Σε λέξη μέχρι που τόλμησε τελικά να

διαπράξει

στην κίνησή του

το ε4 του ουρανού,

Μπορώ, φώναζε δυνατά από ψηλά,
Να ορίσω ένα νέο σύμπαν επιτέλους

πιο σαφές

και ίσως πιο αποτελεσματικό

στη λειτουργία του,

Ας υπάρχουμε ολομόναχοι
Στην κάθε μία λευκή στιγμή

της ατμώδους οπτικής

Και ας σωρεύθηκαμε αναίτια στα
Επάλληλα ανθρώπινα στρώματα

που φύονται

μονάχα στο μυαλό μας

Αλήθεια λέγω πως,

Δεν μ'ενοχλεί καθόλου αν ο κόσμος
Είν' η απτή προέκταση του αοράτου

νου

μου

Ως αρχαίος οκτάπους στους βυθούς
Των ωκεανών απλώνοντας πλοκάμια

στην θλίψη

των επιγείων

προκαλώντας

Όχι σπάνια και το γέλιο τους, μα
Είναι όλα αυτά τα ομοιώματα θεού

εκ σαρκός

και

μιας βαρειάς ιδέας

Που ευθυμούν και δυσθυμούν ωσεί
Νύχτα στην εναλλαγή της με την

ημέρα,

Όμως μια συνεχόμενη οπτασία θα
Μας εξαντλήσει μέχρι τον τάφο ή

την

ανάσταση

Κι οριστικά θα μας αποκαθηλώσει
Στους λειμώνες του έρωτα και του

χαμού

σύροντάς μας έξω επιτέλους

Από τους κραταιούς βραχίονες

της ύλης

Που αργοσαλεύουν μέσα σε
Υδάτινες τάφρους αφημένες

στην άκρη της

φαντασίας

Και αν ολόκληρη η Ιστορία μας
Είναι η πλέον μεγαλειώδης των

ψευδαισθήσεων

τότε ίσως

Μπορώ το τάχιστο να παρακάμψω
Το σχέδιο του Δαιδάλου με εκείνο

των

εξηντατεσσάρων τετραγώνων

Οι αναπτύξεις των πεσσών καθώς
Και οι αναδιπλώσεις τους είναι

όχι ακριβώς ένα

homunculus

homunculorum

Μα η σήψη του ζωντανού ανθρώπου
Σε νιογέννητη θέρμη της σκέψης

Είμαστε τα κρυμμένα σπήλαια
Της σκέψης του θεού, συνέχισε

να λέει ο Μόρφυ

χαμηλώνοντας τον τόνο

της φωνής,

Τι κι αν πιαστήκαμε στο δίχτυ των
Φωσφόρων γεννήσεων και των

ανέσπερων

θανάτων

Και τι αν κάποιος μας υποχρεώνει
Σ'ένα οχληρό δράμα επί σκηνής με

δίχως

γνωστό το τέλος

-όχι κι άγνωστο ωστόσο-

Και ακόμα σκοτεινότερη την αρχή
Να απλώνει και ξανά ν'απλώνει τον

χρόνο

έως σήμερα

σ'επιστρώσεις τρωικού ληθάργου

Έχουμε ακόμη την δύναμη φυγής
Μέσ' απ' το πιο συντετριμμένο από

τα βάρη του ανθρώπου

μυστικό

των ρημαγμένων αγγέλων

Μια σκέψη καταδρομική

Ναι, αυτή γεννήθηκε από μόνη της
Σε ένα ωκεανό με δίχως στεριά και

δίχως λιμάνι

πουθενά

Εξ αυτής της πρώτης σκέψεως
Που 'ταν θαρρώ δική μας, εσύρθη

η ανθρώπινη άλυσος

Στα χαμηλά πατώματα των άστρων
Συστρεφόμενη και συμπτυσσόμενη

σαν όφις κεντημένος με φωτιά

Ποτέ δεν ήταν ορατό

ποιον περιέδενε

Καθώς άδειαζε βασίλεια και πολιτείες
Έτη διπλωμένα πάνω σε έτη όπως

ακριβώς

ανακάθονται

Τα στριμωγμένα τσουβάλια στ' αμπάρια
Των πλοίων, μα ας προσέξω κάποτε

Μία και μόνον ιδέα

Μ' έλυσε έδω κάτω να περπατώ με
Τα μάτια μου και να βλέπω με τα

χέρια

και

τα πόδια μου

Μία και μόνον θα με δέσει επί
Τάπητος ουρανού, προμηθεύς

αναλυόμενος

σε πόσες κινήσεις

μιας παρτίδας

που μόλις λήξει

Θα λήξει μαζί και τ'όνειρο του κόσμου,
Είπε ο Μόρφυ και κοίταξε κάτω,

Α ο
Löwenthal, έφθασε, σκέφτηκε,
Ας υπάγω κάτω να ξεκινήσουμε,

ας υπάγω καμμιά φορά,

Και κάνοντας νεύμα στην ανθρωπίνη
Μνήμη και συνήθεια παρουσιάστηκε

στο ξέφωτο του χρόνου
ενώπιον της στημένης

σκακιέρας

Ο αντίπαλός του:

επρόκειτο για έναν άνθρωπο