Saturday, June 28, 2008

Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ


Ο μεγάλος δίσκος με το γαλλικό καφέ
Τα ποτήρια του νερού και τον λογαριασμό

ήταν αφημένος

Στην είσοδο και δίπλα του ο σερβιτόρος
Είχε ήδη γίνει μια μορφή ηλικιακά ίση

με το χρόνο

έχοντας

ασημένια μαλλιά και όψη παιδική

Γελούσε συνεχώς και αστειευόταν χωρίς
Λόγο με τους πελάτες, Έργκουιν, του

λέγαν,

Έργκουιν, είσαι εξόριστος, - εξόριστος
Από την πατρίδα σου εξόριστος κι από

την ίδια σου την εξορία

ου τόπος δι' εσέ

Έργκουιν,

δι' εσέ ο τόπος όχι,

Του τονίζαν, ενώ δεν είχανε ακόμα
Αποφασίσει αν ο άνθρωπος αυτός

Τους προκαλούσε τον φόβο ή την ευθυμία
Μια τον καλοπιάναν μια τον νουθετούσαν

Μα εκείνος γελούσε και έδειχνε με τα
Γυάλινα μάτια του τους δρόμους έξω

Είχαν αρπάξει όλοι φωτιά, και τα οχήματα
Φεύγαν σαν ξεκοιλιασμένα άρματα της εποχής

των ονείρων,

Έχω την δύναμη, τους είπε ο Έργκουιν,
Να ξετυλίξω για άλλη μια φορά το κόσμο

σαν πάπυρο

έχω την δύναμη, είπε,

να φανερώσω

Από τι είναι φτιαγμένα τα πάντα, από
Κορμούς ιδεών και φύλλα πλάνης

Και οι ρίζες

οι ρίζες είναι βαθειά χωμένες

στο ανάδρομο μυαλό μου,

Έλεγε και ολοένα γελούσε και σοβαρευόταν
Απότομα και ξανά χτυπούσε την ταμειακή

μηχανή

ξεκλειδώνοντας

τον εαυτό του

Και ολοένα κατέρρεαν οι προσόψεις των
Κτιρίων και οι αρχέγονοι άνθρωποι της

πόλης

Είχαν μείνει τελικά σκέλεθρα φωτός που
Κινούνταν πέρα δώθε γλιστρώντας στην

άσφαλτο

Πηγαίναν και φέρναν άλλους ανθρώπους
Μια από δω μια από κει, σαστισμένα, με

ήχους πυροσβεστικής

και σειρήνες συναγερμών,

Έχω ένα καφέ και μια πορτοκαλάδα, είπε
Κάποιος στον Έργκουιν, και έβγαλε το

πορτοφόλι του

να τον πληρώσει,

Περάστε από δω, του είπε ο σερβιτόρος
Ανοίγοντάς του την πόρτα και η λάμψη

της μεγάλης φωτιάς

που φούντωνε έξω

Φάνηκε να ελευθερώνεται ακόμα πιο πολύ






Wednesday, June 25, 2008

Η ΠΑΡΑΚΑΜΨΗ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ


Χτίζουμε παραστάσεις και ιδέες
Για το μεγάλο συμβάν που είναι

να έλθει,

'Ελεγε ο εξεγερμένος της Κρονστάνδης
Στο Λάμα που κοιμόταν εκεινη τη

στιγμή,

Όμως σπανίως συμπίπτουν με αυτό
Όταν καταφθάνει, ας πούμε ότι είναι

λίγο

σαν

έπιπλα έξω στη βροχή

Το νερό τα έχει μετατρέψει ήδη
Σε σκέλεθρα βαρκών που δεν

έπλευσαν ποτέ

Το πλήθος γύρω τους αποφασίζει
Τελικά να τα μαζέψει από κει και

να τα πάει

πίσω στο σπίτι

Όμως σπίτι δεν υπάρχει πλέον μηδέ
Και οι ένοικοί του, στη θέση τους

μονάχα εγώ

καθώς αυτή τη στιγμή

απορώ,

Λάμα με ακούς; κοιμάσαι; σκούνταγε
Τον κοιμισμένο να ξυπνήσει, άσε με

ονειρεύομαι,

είπε αυτός,

Τι όνειρο βλέπεις, για πες μου και μένα,
Του είπε ο ναύτης, εγώ βαρέθηκα πια

να βλέπω όνειρα

αποφάσισα να τα κάνω

πραγματικότητα,

Αλλά να, παρατηρώ αυτό, συνέχισε ο
Άνθρωπος της από πάντα δυσεπίλυτης

Κρονστάνδης,

Κάθε όνειρο που περνά σε ζωή απαιτεί
Δέκα ακόμη όνειρα για να μη χαθεί

Και κάθε ζωή που εξ ονείρου προκύπτει
Απαιτεί πολλές ζωές να το θρέψουν

Είμαστε τα νόθα,

αθέλητα παιδιά των ονείρων

Και είμαστε ακόμα οι άνθρωποι
Που κοπανάνε μονίμως ένα

καρφί στο τοίχο

μπας και μπορέσει και σταθεί

επιτέλους

Μπας και μπορέσει το ίδιο
Να χαθεί μες στους σοβάδες

για να συγκρατήσει το

Ετοιμόρροπο κάδρο της εποχής
Μια ολόκληρη τρικυμία ωστόσο

από ρωγμές

τόσο αβίαστα προκαλώντας

σαν σε όνειρο κακό

Από το οποίο όμως
Όλοι διστάζουν να ξυπνήσουν



Sunday, June 22, 2008

Η ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ ΤΗΣ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΛΟΓΙΑΣ


Αγαμέμνων, δεν είμαστε σίγουροι
Τελικώς αν η γη γυρίζει γύρω από

τον ήλιο

ή το αντίθετο,

Λέγανε σε μια στιγμή συνειδητοποίησης
Της τραγικής θέσης των ως παρατηρητές

οι Μυκηναίοι

Ενώ ο Αγαμέμνων ήταν απορροφημένος
Από μια παρτίδα σκάκι, ο αντίπαλός του

ήταν

Μυστηριώδης, τυλιγμένος με γάζες
Ως απάνω απάνω - παρέσχε μάλλον

Το θέαμα μιας αιγυπτιακής μούμιας ή
Την όψη ανθρώπου συγκαταλεγομένου

στους ζωντανούς,

Και λέγουμε τούτο Αγαμέμνων, συνέχισαν
Οι Μυκηναίοι, επειδή κατά τα φαινόμενα

Ο ήλιος γυρίζει γύρω από τη γη κατά δε
Την μέτρηση το αντίθετο, ωστόσο είμαστε

Αποφασισμένοι πλέον να μην θέσουμε
Την αλήθεια πάνω από το φαινόμενο

Η δε τοποθέτησή μας είναι στοχαστική
Και δεν εκκινείται από σκοπιμότητες

άλλες,

Κατέληξαν και περίμεναν την απάντηση·
Ο Αγαμέμνων βρισκόταν εκ πρώτης όψεως

σε δύσκολη θέση

Η σικελική του άμυνα ήταν τρωτή και
Έχανε ήδη ένα πιόνι χωρίς σημαντικό

στρατηγικό αντάλλαγμα,

Σας βρίσκεται μήπως ένα πιόνι; ρώτησε
Αίφνης τους παρευρισκομένους, ό,τι

να'ναι

έστω και μπρελόκ από κλειδιά,

Ναι, βεβαίως μισό λεπτάκι, του το δώσαν
Και το τοποθέτησε στην θέση του

εκλιπόντος στρατιώτου,

Βλέπετε, απευθύνθηκε στους Μυκηναίους,
Η διαφορά είναι ουτιδανή, καίτοι η

μορφική ακαταλληλότης

είναι μεγάλη

εν τούτοις

Η λειτουργικότης του κομματιού είναι
Ισόποση και αληθής, μπορεί να κινείται

και να

εξουδετερώνει

τα εχθρικά κομμάτια

Ωστόσο δεν είναι ένα πιόνι, κατέληξε
Ο βασιλεύς πατώντας το χρονόμετρο

Για ν' αρχίσει να σκέφτεται την κίνησή του
Ο φασκιωμένος αντίπαλός του που όλη

αυτή την ώρα

τον κοιτούσε ακίνητος

κατευθείαν στα μάτια,

Θέλει να πει η εξοχότης σας ότι η ουσία
Μόνο είναι λειτουργική και όχι το

φαινόμενό της;

απαντώντας έτσι εμμέσως και σε μας;

Τι ακριβώς θέλει να πει ο βασιλεύς;
Εξηγηθείτε παρακαλώ! εγέρθησαν

οι Μυκηναίοι

και παρεκινούσαν αλλήλους

σε standing ovation

Για ν'ανταποκριθεί ταχύτερα ο βασιλεύς
Στην εναγώνια απορία τους, εξηγηθείτε

Αγαμέμνων!

Μα εκείνος είχε ήδη αποσύρει το βλέμμα
Απ' αυτούς, κοιτούσε με ευχάριστη περιέργεια

τον άνθρωπο με τις γάζες

που ετοιμαζόταν με το ίππο του

να πάρει το μπρελόκ απ'τα κλειδιά


Thursday, June 19, 2008

Η ΚΛΙΝΗ ΤΟΥ ΠΡΟΚΡΟΥΣΤΗ


Η κλίνη ευρίσκετο στη πλατεία
Της πόλεως της μεγάλης και

έναντι αυτής

υψώνοταν

η γιγαντοοθόνη

Που εικόνιζε τους ανθρώπους
Μετά την επέμβαση, στις ήρεμες

καθημερινές κινήσεις των

Ήταν καθόλα αρτιμελείς και δεν
Φαίνονταν να νοιάζονται ιδιαίτερα

για το γεγονός

ότι είχαν ένα στίγμα

στο μέτωπό τους,

Ενώ τα ευρισκόμενα προ της κλίνης
Πλήθη σχηματίζαν πολυσχιδείς ουρές

Που φθάναν έως αρκετά χιλιόμετρα
Μέσα στη πόλη, οι άνθρωποι κατά

την αναμονή

Συζητούσαν απαύστως με ζωηρές
Χειρονομίες περί της ταυτότητας

του Προκρούστη,

Δεν αποκλείεται να είναι και κάποιος
Θεός που διοικεί τον κόσμο τούτο

λέγαν μερικοί,

Μπορεί να είναι και ένας φαρσέρ
Με κτηνώδη ένστικτα, προτείναν

άλλοι,

Ή και ένας απλός άνθρωπος όπως
Είμαστε εμείς, χωρίς τίποτε το

ξεχωριστό απάνω του,

σκέπτονταν φωναχτά έτεροι,

με τίποτε το ξεχωριστό απάνω του,

Ξαναλέγαν συνειδητοποιώντας πιθανώς
Κάτι που δεν τους άρεσε, αρχίζαν μάλιστα

να κοιτούν ο ένας τον άλλον

προσεχτικότερα,

Έχω την ασφαλή πεποίθηση ότι δεν
Πρόκειται εξ εμού τίποτε να κριθεί

αρνητικώς

επί της λαμπρής κλίνης,

Δήλωνε ο επόμενος που ετοιμαζόταν
Να υποβληθεί στην άφευκτη επέμβαση,

Και λέγω τούτο μετά σιγουριάς καθότι
Έλαβα τα μέτρα μου στη κυριολεξία

πριν έλθω εδώ

Ιδού

Το ύψος και το πλάτος του εαυτού μου
Δεν υπερέχουν ή υπολείπονται κατ'

ελάχιστον

των διαστάσεων της κλίνης

όπως και οι εκτάσεις των μελών μου,

Συνεπώς δεν πρόκειται ο Προκρούστης
Να ανεύρει κάτι εις εμέ που να τον

ενδιαφέρει,

όχι,

Ανέγγιχτος και καθαρός προσέρχομαι,
Έτσι και θα φύγω απ'εδώ, στον ειρμό

των ζώντων

να επικολληθώ

με νέα αίγλη,

Ο δήμιος από πάνω του τον παρατηρούσε
Ακίνητος, φαινόταν είτε σα να σκεπτόταν

βαθειά

είτε σα να μη σκεπτόταν καθόλου,

Είναι προφανές

Ότι μου κάνουν νόημα να φύγω, είπε
Από μέσα του ο κατακλιθείς, και ακόμα

προφανέστερο

πως ετοιμάζεται να ξαπλώσει

ο επόμενος από μένα

Ας σηκωθώ να φύγω, αποφάσισε εν τέλει,
Και άρχισε να ξεκλειδώνει τις χειροπέδες

μόνος του

Ας υπάγω στην οικία μου, στην εργασία μου
Στη ζωή εν γένει, ανακτώ τον εαυτό μου

χωρίς ζημία

ή βλάβη άλλη,

Και

Αφημένος στη χαρά των σκέψεών του
Δεν άκουγε, διόλου δεν άκουγε τον ήχο

Του αρχαιοτάτου χάλκινου πρίονος
Που εσύρετο επ'αυτού όσο το δυνατόν

πιο διακριτικά


Monday, June 16, 2008

ΠΑΣΣΑΚΑΛΙΑ ΓΙΑ ΟΡΧΗΣΤΡΑ


Ξάφνου έπεσε το τσέλλο απ' τα χέρια
Ενός μουσικού και κατρακύλησε

στους θεατές

Χτύπησε κάποιον στο κεφάλι
Ο οποίος μάλιστα σωριάστηκε

καταφανώς τεταραγμένος

ενώπιον των υπολοίπων,

Το έργο αυτό του Webern απαιτεί
Πολύ προσεχτική αιματόρροια και

οργή Αχιλλήος, του είπαν

Καθώς του σκουπίζαν τα αίματα,

Προφανώς είστε παρανοϊκοί,
Απάντησε αυτός, ωστόσο θα 'λεγα

Ότι δεν είμαι σίγουρος κατά πόσο
Τα μαύρα ρούχα των μουσικών

Ταιριάζουν με το φωτεινό της αιθούσης,
Και ζήτησε ένα ποτήρι νερό

Οι μουσικοί συνέχιζαν παρ' ολ' αυτά
Να παίζουν αμέριμνοι

Ο δε ήχος που έλειπε βγήκε από την
Αίθουσα, είχε γίνει άγριο ποδάρι

Θέριζε το κόσμο στους διαδρόμους

Χτυπούσε όλη νύχτα τη πόρτα
Να του ανοίξουν να μπει ξανά

μέσα,

Τις ει, τις ει,

Tου λέγανε, δεν σου ανοίγουμε,
Εκείνος συνέχιζε να χτυπάει,

ανοίξτε μου να μπω,

τους φώναζε,

ανοίξτε μου αυτή τη στιγμή,

Δεν περνάς λύκε κακέ δεν περνάς,
Απαντούσαν σύσσωμοι οι θεατές

ευρισκόμενοι

εν μεγάλη εξάψει αντιστάσεως,

Και συνέχιζε ο ήχος να θερίζει ποδάρια
Στους διαδρόμους

Ενώ οι μουσικοί

Μαδώντας στη κυριολεξία τα έγχορδα
Όντας κουτσοπόδαροι στην προκυμαία

της πιο ηδονικής

έλλειψης

ισορροπίας

Κρατούσαν τη μαύρη ηχώ
Του οργάνου που δραπέτευσε

μακριά απ'το κόσμο

-προς το παρόν




Friday, June 13, 2008

ΛΕΣΣΙΝΓΚΤΟΝ ΙΙ


Η διάπλαση της άνοιξης καταμεσής
Βαρέως ορυκτού χειμώνος είναι το

θρυλούμενο

καθήκον,

Σκεπτόταν ο Λέσσινγκτον καθώς
Κλωτσούσε τη τύχη του με τις

σκέψεις του,

Τα πράγματα στην αρχή φαίνονται
Μάλλον υποκινούμενα από την

Αιθριότητα του ανθρώπου έναντι
Των σωρών από τετελεσμένα έτη

αφημένα

Στους

Πάγκους των υπαιθρίων πωλητών
Περνάει κάποτε η αστυνομία και

τους μαζεύει

όλους

Περισυλλέγοντας τα έτη σε σακούλες
Για να τ' αποθέσουνε μετά 'πό λίγο

στα κρατητήρια

Αργότερα προσέρχονται οι συγγενείς
Και τα βλέπουν κλεισμένα σαν αγαθούς

όφεις

σε αισχρούς

περιστερώνες,

Ωστόσο η λαμπρότητα της εκκίνησης
Του μέλλοντος διεκδικείται επίσης και

από το έκζεμα

του παρελθόντος

κυρίως απ'αυτό,

συνέχιζε να μονολογεί ο Λέσσινγκτον,

Για κάποιο λόγο είμαστε μάρτυρες
Του αναχρονισμού του δέοντος στα

πανανθρώπινα

Και μάρτυρες

Της καθοσιώσεως του ήδη όντος
Από την εσώκλειστη συνέπεια της

έλλειψης ηλίου

ανάμεσα στα φωτοσκιώδη παιγνίδια

της Ιστορίας,

Πόσο μπορεί να ισχύσει ένας τριγμός
Του κόσμου στα μυαλά εκατομμυρίων

ανθρώπων

και πόσο

Μπορεί να διαρκέσει ένας ολόκληρος
Κόσμος τριγμών στην ήδη λεηλατημένη

από σεισμούς

γη της επαγγελίας;

Αν η Ιστορία είναι μύλος βραδύς
Τότε η κρίση της ιστορίας είναι

αυτή η ίδια

η βραδύτητά του

Στον που βιάζεται ο χρόνος αντίκειται
Στον που αναμένει ο χρόνος αφίεται

'Ομως είναι εξίσου αλήθεια πως

Το αίσθημα που αφήνει η αμφιθέα
Κάθε κρίσιμου παρελθόντος είναι

υψοφοβία

Το δε αίσθημα εκ των μαζών αγοραφοβία
Είναι ωστόσο προνόμιο των αετών να

περιπολούν στην άβυσσο

ωσάν να ήταν

ώρα σχόλης από την άβυσσο

Και εμμονή των επιχθονίων να σύρονται
Μονίμως στη γη ωσάν να ήταν πάντα

ώρα δουλείας

σε νοικιασμένο καθαρτήριο

Πάντως, φαινόταν σα να καταλήγει ο
Λέσσινγκτον ενώ από το κτίριο της

χορωδίας

Ακουγόταν ο Φιντέλιο, ας δοκιμάσουμε
Ακόμη μια φορά να σπείρουμε λέξεις

στα χωράφια

για να λάβουμε πιθανώς

τεράστιες εκτάσεις από

Φυτείες με εκκρεμή που παραμονεύουν·
Μία και μόνη σαστισμένη αναδίπλωση

του κόσμου

αρκεί για να τα κάνουν

να πηγαίνουν πέρα δώθε όλα μαζί

Τα σκυλεμένα οράματα νεκρών αιώνων
Ξανά επιθυμώντας, τα χαμένα περάσματα

προς

τις νιογέννητες ηλιακές έννοιες

της ανθρωπότητας

Σε νήπια προσμονή ανυμνώντας





Tuesday, June 10, 2008

ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΒΡΟΧΗ


Οι διεργασίες της ζωής όπως επίσης
Και η απερίγραπτη παλινωδία του

θανάτου

Τελούντο καθ'όλη τη χρονική διάρκεια
Του κόσμου πίσ' από δυνατή βροχή

Η οποία βροχή φαινόταν πως δεν έπαυε
Η ανάπτυξη και η επαγγελία της βαρειάς

βιομηχανίας του θεού στη γη

συνιστούσαν κατά τα φαινόμενα

υδροβιότοπο

Κι οι συνομιλίες των μη ορατών πίσω
Από τις κολοσσιαίες υδατοπτώσεις

Ελάχιστα καταμαρτυρούσαν για τα
Πεπραγμένα· Λόκχιντ, φωνάζαν στον

μελισσουργό

Που παιδευότανε για ώρες ολόκληρες
Να ανακατευθύνει τις μέλισσες στις

κυψέλες τους,

Λόκχιντ, μην κουράζεσαι άδικα,
Τα βουνά είναι μετρημένα στο κόσμο

Οι θάλασσες ομοίως, και οι άνθρωποι
Μετρώνται όπως πάντα ακριβώς,

ουδείς λείπει

είτε ζει

είτε πεθαίνει

Ακόμα και όταν τ'αεροπλάνα δεν
Πετάνε και τα πλοία δεν αποπλέουν

ουδείς λείπει,

Και όταν παρατάνε τα τραίνα στους
Σταθμούς, Λόκχιντ, με τα βαγόνια

γεμάτα

από

Χανσενικούς στον Άδη που τραγουδούν
Την αποκαθήλωση των λέξεων από τις

σάρκες τους,

Ουδείς λείπει, και η Μνημοσύνη ήταν
Όντως θεά, του λέγανε, μα έμπαινε

στα άδεια σπίτια

και τα κατοικούσε

ώσπου την βρίσκαν ζωντανή

Να κρατάει κερί αναμμένο στους
Τοίχους φέγγοντας την πιθανή

ή όχι

λευκότητα των παρευρισκομένων

δευτερολέπτων

Και ουδείς έλειπε, Λόκχιντ,ουδείς,
Του βεβαιώνανε ξανά μα εκείνος

όλο και είχε στο μυαλό του

μια

Αδειανή μέλισσα με ανθρώπινα μάτια
Που ίπτατο σα μεθυσμένη μέσα στη

βροχή

Αναλέγοντας τα μύρια ακατονόμαστα
Μην ημπορώντας το κεντρί να θυμηθεί

που το'χε αφήσει

Και αντίς γι' αυτό όλη τη νύχτα στέναζε
Γεννοβολώντας τη λογοτεχνία

Που διάβαζαν οι άνθρωποι

προσέχοντας να μην γλυστρήσουν

στα νερά


Saturday, June 7, 2008

Η ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ


Στις όχθες του μείζονος ποταμού
Των γενεών παρετηρείτο κατά

καιρούς

ένας

αφύσικος συνωστισμός

Οι εμφανιζόμενοι προέβαιναν σε
Μάλλον ηχηρές χειρονομίες όπως

οι εκριζώσεις των δένδρων

Και η εκτροπή κατά τόπους των νερών
Δια της κατασκευής φραγμάτων

ή ακόμα

Και σε απόπειρες προκλήσεως τεχνητής
Βροχής, οι υετοί σπάνιοι δεν ήταν εις το

εξής

Και η σύναξη διχονοιών δεν στερείτο
Οι συμφωνούντες μεταφέρονταν από

τη μια πλευρά

και οι διαφωνούντες

από την άλλη

Σε ελάχιστο χρόνο η περιοχή είχε
Σχισθεί σα χιτώνας σε δύο μέρη

Η επαφή ανάμεσά τους καίτοι δεν
Απεκλείετο, ήταν ωστόσο σπάνια,

Εργαζόμαστε σκληρά για ν'αλλάξει
Ο ρους των πραγμάτων, διεκήρυτταν

οι μεν,

Απεργαζόμαστε εξίσου σκληρά τα
Σχέδιά μας για να διατηρήσουμε

την ωραία επικράτεια

ως έχει,

δηλώναν οι δε,

Ποτέ ωστόσο ο ρους του μείζονος
Ποταμού ουσιαστικώς δεν άλλαζε

Και ποτέ τα διατηρητέα στη θέση τους
Δεν έμεναν, τι συμβαίνει, ρωτούσαν

και από τις δυο πλευρές,

Προς τι ο κόσμος δεν μπορεί ποτέ του
Τη κινούμενη ακινησία να διαφύγει;

γιατ' είναι τόσο

δραστήρια αδρανής;

Και γιατί η ρήξη

Αφομοιούται πλήρως από το χώμα
Των εποχών ωσεί πληγή από δέρμα

ανθρώπου;

Ενώ στα χαλάσματα των θηριωδών
Λέξεων ένα κορίτσι τοποθετούσε

την ημέρα και τη νύχτα

ανάποδα,

Είναι η κόρη του κόσμου , λέγαν, ή
Ερχόταν η μηχανική φωνή από το

πουθενά,

Σταματούσε πάντα την δημιουργία
Στους αιώνες να μπορέσει να παίξει

Ευρυλύτη λέγεται, ιδέστε πώς γυρνάει
Τις ροδέλες της δίπλα στα κούφια κτίρια

Ιδέστε πώς απλώνει χέρι στ΄ άδεια πτώματα
Στον ουρανό να τα φυτέψει, ιδέστε ακόμα

πώς

αντέχει την παιδική της ηλικία

ένα

Λεπτό σιωπής εξαργυρώντας σε καταρράκτη
Ύδατος πολλού που πάντα πέφτει ερήμην

του κόσμου,

Ευρυλύτη λέγεται

Και λέγεται ακόμα Ηωκάρη και Νυκτώπη

Οι άνθρωποι δεν την γνωρίζουν
Οι εποχές δεν αναλαμβάνουν την

ευθύνη της

Και ο παράδεισος διστάζει έως σήμερα

να την υιοθετήσει




Wednesday, June 4, 2008

ΟΝΕΙΡΙΚΗ ΣΥΝΤΕΧΝΙΑ


Κατά πάσα πιθανότητα ο κόσμος
Είναι προβολή, ένα νοητικό άθυρμα

μια φωταψία

ένα σούρσιμο ψυχής

στα παιδικά σκοτάδια,

Επεσήμανε ο εξεγερμένος ναύτης
Της Κρονστάνδης στο Λάμα που

εκείνη την στιγμή

έπαιζε μπριτζ,

Συμφωνώ, του είπε ο θιβετιανός, άλλωστε
Κάτι τέτοιο είναι κοντά και στη δική μου

πεποίθηση

έτσι κι αλλιώς

Εσύ κατά κάποιο τρόπο δεν δικαιολογείσαι
Όμως να το πιστεύεις , γιατί πρώτον ανήκεις

σε ένα θεατρικό έδαφος

αναστατώσεων της εποχής

και όχι στην ηρεμία της,

Και

Δεύτερον απλά το πιστεύεις χωρίς να το
Γνωρίζεις, πράγμα έτσι κι αλλιώς μάταιο

Είναι καλύτερο να πιστεύεις κάτι λάθος
Που όμως το γνωρίζεις παρά κάτι σωστό

επειδή απλώς το πιστεύεις,

Τι ακριβώς θέλεις να πεις; του είπε ο ναύτης
Καθώς μοίραζε προκηρύξεις ενάντια στον

Ζηνόβιεφ

καταμεσής της πλατείας

της πόλεως της μεγάλης,

Μια ορθή πίστη δεν μπορεί να οδηγήσει στην
Ασφαλή γνώση; δεν είναι κάτι αυτονόητο;

Όχι όχι, του είπε ο Λάμα, πρέπει πρώτα
Να εξαντλήσεις την εποχή σου προτού

αποκτήσεις

το δικαίωμα να πιστεύεις

χωρίς ακόμα να γνωρίζεις

Περισσότερο σε χρειάζεται αυτή τη
Στιγμή η εποχή σου παρά η αλήθεια

Να δες τον Τζερζίνσκυ, είπε ξαφνικά
Ο Λάμα, και το μάτι του άστραψε,

πόσο απέχει από σένα;

και πόσο τύρρανος λογίζεται αυτός

και όχι εσύ

Αφού και οι δυο είστε μάλλον όχι
Ακριβώς τα αθύρματα και μήτε οι

κινούντες τα νήματα

αλλά ομού ένα παιγνίδι που έμεινε

στη μέση

Κι από τότε καμμία ανθρωπότητα
Δεν έκανε τον εαυτό της άθυρμα

για τον εαυτό της

Και κανένα άθυρμα ανθρώπινο
Ανθρωπότητα για πρώτη φορά

δεν έγινε

Το μόνο που μένει σταθερό είναι

το όνειρο

Αν είναι το όνειρο του κόσμου
Ή το ποθούμενο όνειρο των

ανθρώπων

μάλλον θα πρέπει να πάρουμε απόφαση

πως είναι εν και το αυτό,

Κατέληξε ο Λάμα και σηκώθηκε περιχαρής
Να δηλώσει σε όλους τους ανύπαρκτους

συμπαίκτες του πως

είχε κερδίσει την παρτίδα του μπριτζ



Sunday, June 1, 2008

Η ΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΙΚΗ ΑΠΟΔΕΛΤΙΩΣΗ


Η ατμόσφαιρα που μας περιβάλλει
Δεν είναι καθόλου ευχάριστη,

Δηλώσαν στον βατραχάνθρωπο
Καθώς του κατέθεταν τα παράβολα,

Εξ άλλου και η ατμόσφαιρα της γης
Είναι μολυσμένη όχι όμως ακόμη

ανεπίσημα εμείς

Και αν και μένουμε στην επιφάνεια
Εν τούτοις η πίεση που απ' τα νερά

δεχόμαστε

αριθμεί πολλές ατμόσφαιρες

Δεν είναι εξακριβωμένο αν ο κόσμος
Συνιστά ζήτημα διακόσμησης και

μόνον,

Σε μια τέτοια

περίπτωση

Μπορούμε κάλλιστα ν'αλλάξουμε ρόλους
Στην Ιστορία των ανθρώπων και ακόμη

τα σύνορα

καθώς και την τροχιά των ουρανίων

Είναι πιθανό το φως του κόσμου
Να 'ναι ανοιχτό μόνο γι'ατμόσφαιρα

Αν η παράσταση όμως είναι ακόμη
Βούληση καθώς θρυλείται, τότε

καλό είναι

να τ'αφήσουμε όπως είναι,

Λέγαν και αμέσως βουτούσαν
Βαθειά στο βυθό για να τους

Ξανανεβάσει η άνωση των νερών
Αγνοώντας την ανάγκη τους για

κατακρήμνιση,

Και συνέχιζαν,

Μια διαιώνια σκηνή όπως αυτή
Θα έχει το σκοπό της καθώς μάλιστα

η ατμόσφαιρα

στα βουνά όπως φαίνεται

είναι αραιότερη

Βλέποντας και κάνοντας

Όμως εμείς δεν ευθυνόμαστε
Προς τούτο επικαλούμαστε

Το αναντίρρητα μεγάλο χάσμα
Χρόνου ανάμεσα σε μας και τους

προηγούμενους

Ανάμεσα σε μας ακόμα

και τους επόμενους

Στο κέντρο της προσοχής βρεθήκαμ' αίφνης
Η δική μας ωστόσο προσοχή εξ ορισμού

είναι περιορισμένη

Μπορούμε μόνο να κοιτούμε τον περίκοσμο
Πιστώνοντας γι' ακόμη μια φορά το χρόνο

Να μην μας ελεήσει

τα ποθούμενα επιφέροντας

Όσο ακόμη η ατμόσφαιρα είν' εχθρική
Προλαβαίνουμε

να διατυπώσουμε κάποιες αλήθειες

Προτού το μέγα φως

δικαιωματικά τις οικειοποιηθεί