Tuesday, June 10, 2008

ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΒΡΟΧΗ


Οι διεργασίες της ζωής όπως επίσης
Και η απερίγραπτη παλινωδία του

θανάτου

Τελούντο καθ'όλη τη χρονική διάρκεια
Του κόσμου πίσ' από δυνατή βροχή

Η οποία βροχή φαινόταν πως δεν έπαυε
Η ανάπτυξη και η επαγγελία της βαρειάς

βιομηχανίας του θεού στη γη

συνιστούσαν κατά τα φαινόμενα

υδροβιότοπο

Κι οι συνομιλίες των μη ορατών πίσω
Από τις κολοσσιαίες υδατοπτώσεις

Ελάχιστα καταμαρτυρούσαν για τα
Πεπραγμένα· Λόκχιντ, φωνάζαν στον

μελισσουργό

Που παιδευότανε για ώρες ολόκληρες
Να ανακατευθύνει τις μέλισσες στις

κυψέλες τους,

Λόκχιντ, μην κουράζεσαι άδικα,
Τα βουνά είναι μετρημένα στο κόσμο

Οι θάλασσες ομοίως, και οι άνθρωποι
Μετρώνται όπως πάντα ακριβώς,

ουδείς λείπει

είτε ζει

είτε πεθαίνει

Ακόμα και όταν τ'αεροπλάνα δεν
Πετάνε και τα πλοία δεν αποπλέουν

ουδείς λείπει,

Και όταν παρατάνε τα τραίνα στους
Σταθμούς, Λόκχιντ, με τα βαγόνια

γεμάτα

από

Χανσενικούς στον Άδη που τραγουδούν
Την αποκαθήλωση των λέξεων από τις

σάρκες τους,

Ουδείς λείπει, και η Μνημοσύνη ήταν
Όντως θεά, του λέγανε, μα έμπαινε

στα άδεια σπίτια

και τα κατοικούσε

ώσπου την βρίσκαν ζωντανή

Να κρατάει κερί αναμμένο στους
Τοίχους φέγγοντας την πιθανή

ή όχι

λευκότητα των παρευρισκομένων

δευτερολέπτων

Και ουδείς έλειπε, Λόκχιντ,ουδείς,
Του βεβαιώνανε ξανά μα εκείνος

όλο και είχε στο μυαλό του

μια

Αδειανή μέλισσα με ανθρώπινα μάτια
Που ίπτατο σα μεθυσμένη μέσα στη

βροχή

Αναλέγοντας τα μύρια ακατονόμαστα
Μην ημπορώντας το κεντρί να θυμηθεί

που το'χε αφήσει

Και αντίς γι' αυτό όλη τη νύχτα στέναζε
Γεννοβολώντας τη λογοτεχνία

Που διάβαζαν οι άνθρωποι

προσέχοντας να μην γλυστρήσουν

στα νερά