Sunday, October 30, 2011

ΤΟ ΦΩΣ ΣΤΟΥΣ ΠΡΟΠΟΔΕΣ ΤΟΥ ΒΟΥΝΟΥ

Το βουνό υψώνοταν σαν μέσα από
Χρόνια μυθικά και ξεχασμένα μιας

Άγνωστης καταδρομής των θεών
Επί των ανθρώπων· τα δε πυκνά

και λευκόφωτα

νέφη

που περιφρουρούσαν

Τις κορυφές του ωσεί οι στέφανοι
Δόξας τοσούτον μοναδιαίας όσον

και

Μια αλήθεια υψίκτητη και δύσκολα
Προσβάσιμη από τα χαμηλά της γης

Επεξετείνοντο βαθμηδόν προς την
Πλήρη ουράνια επικράτεια, ως εάν

Ο καπνός που άφηνε οπίσω της η
Μεγάλη σιωπή του θεού· αργότερα

πιθανολογήθηκε

Πως και

Η εξίσου αφημένη πολιτεία στους
Πρόποδές του, δεν κατοικείτο, ότι

Τα φώτα ήτανε πάντοτε κλειστά
Και μήποτε 'θεάθη άνθρωπος να

Βγαίνει απ' αυτήν στον υπόλοιπο
Κόσμο, μα και ποτέ αχός ή σάλος

δεν ακούστηκε

από μέσα·

Περνούσαν χρόνια κι άλλα, η ζωή
Προχωρούσε, ήλθαν ενιαυτοί και

Κύκλοι εποχών με ορμή και μανία
Αλλάζοντας το αμέτοχο πρόσωπο

της γης,

Όμως το βουνό παρέμενε ίδιο· το
Μόνο που φαινόταν πως είχε πια

αλλάξει

ήταν το ένα φως

μοναδικό

Που 'ρχότανε απ' την παρατημένη
Πολιτεία ωσάν να ξέχασε ο χρόνος

στο πέρασμά του

να το πάρει ξανά μαζί του·

Κάποιος μένει πια εκεί,

Είπανε τότε οι άνθρωποι, δίχως άλλο
Θα πρόκειται για ερημίτη ή ξένο, ας

Υπάγουμε εκεί να τον συναντήσουμε,
Συνέχιζαν να λένε, ας επιχειρήσουμε

Να έλθουμε σ' επαφή μ' αυτόν μήπως
Και μάθουμ' επιτέλους το νέο μυστικό

των ημερών,

Σίγουρα αυτός θα ξέρει, σίγουρα αυτός
Μας παρακολουθεί, υποψιάστηκαν και

τονίζαν ακόμα,

Εφ'όσον μόνος του κατοίκησε την
Έρημη πολιτεία, τότε εμείς πλέον

μόνοι μας

δεν είμαστε,

Λέγανε και κοιτάζανε από δεξιά και
Απ' αριστερά τους πληθυσμούς στις

εκτάσεις της γαίας

Που πληρούσανε με τις φωνές και
Ιαχές τους σαν έν το συμπαντιαίο

γήπεδο του πραγματικού,

Θα περιμένουμε εδώ, προτείναν άλλοι,
Δεν μπορεί, κάτι θα χρειαστεί από μας,

ξαναλέγανε,

και θα'ρθει ο ίδιος να μας βρει,

Και κοιτούσαν με σιγουριά στο βάθος
Σα να διακρίνανε ήδη μια ανθρώπινη

Μορφή

να έρχεται

προς το μέρος τους

Ενώ μια ομάδα απ' τον παγκόσμιο όχλο
Είχε ξεκινήσει ήδη για την πολιτεία στο

βουνό

Το οποίο ακραιφνώς παρέμενε ατάραχο
Στην όλη διακύμανση των γεγονότων με

το φως στους πρόποδές του

να μην σβήνει ποτέ,

Θεός ή διάβολος, άνθρωπος και μάγος
Όποιος και αν υπήρχε εκεί, μπορεί και

κανείς,

Πιστοποιούσε με επιμονή ένα κάποιο
Πλήρωμα του χρόνου· κάτι φαινόταν

διαφορετικό

στην υδρόγειο

σίγουρα

Διαφορετικό όσον και μια αποκάλυψη
Και αναγκαίο όσον και ένας ήλιος στο

στερέωμα

Αν και όχι βέβαιο εξ ίσου πως δεν ήταν
Ολικώς αδιάφορο προς τις ζωηρές των

ανθρώπων κινητοποιήσεις,

που το καλοδέχονταν

Οσαύτως με σπάνια μηχανευόμενη και
Σκόπιμη αισιοδοξία,

Ποτέ μην κρίνοντας ανεπανόρθωτη
Κι οριστική

Την μία, ανησυχητική φιλία

που 'δειχνε

Mονάχα προς τα βουνά·


Wednesday, October 26, 2011

ΓΩΓ ΚΑΙ ΜΑΓΩΓ ή Η Γένεση του Σωσία

Κάποτε συγκεντρωθήκανε στο ίδιο
Κρυφό σημείο αφού προσπέρασαν

τους

Ολίγους απομείναντες αιώνες που
Αργοπέθαιναν στην καταχνιά των

ήδη νεκρών αυτοκρατοριών,

Πίσω στον χρόνο

Εκεί απ' όπου είχε αρχίσει ο κόσμος
Και η ζωή· ήταν ίδιοι όπως και τότε,

Βλοσυροί και αποφασισμένοι μάγοι
Πάνω από τον ξέχειλο κρατήρα της

Aβύσσου

Και την πρώτη λάβα που επέρεε στα
Μυαλά των αφανέρωτων ανθρώπων

καθώς κοιμόνταν ακόμα

σαν τα έμβρυα

στην αρχαία ομίχλη,

Ας αποστείλουμε ξανά στο χάος το
Σπόρο της ομιλίας, είπανε κάποια

στιγμή,

Ας

Υπάρξουνε τα σώματα μέσ' από τον
Αδρό ύαλο, κι ας κοιμηθεί γλυκά το

φίδι

στη γη του μήλου

και

Τα όνειρά του ας κυλήσουν πυκνά
Σαν ύλη μία, έως τους πυλώνες της

ημέρας και της νυκτός.

Μα η φωτιά, τονίζανε,

η φωτιά του στόματός του,

Ας κυριεύσει πάντα τα έθνη και τον
Ίμερο των ανθρώπων, και την ζωή

ας καταβάλλει·

Ιδού η εποχή

του σωσία,

Φώναξαν, και ακόμα πιο βλοσυροί
Κοιτούσανε τον άδειο ουρανό, που

δεν απαντούσε

σε κανένα κάλεσμά τους

και την

Πρώτη πλάση που ερχόταν κατά μάζες
Μεγάλες ωσεί νύχτα λαλούσα γλώσσες

προανθρώπινες·

Από τα δε βάθη των ουρανίων σπηλαίων
Ακούγονταν ήδη σαν με χίλιους τρόμους

οι βογγές του ζωικού βασιλείου

κι οι οιμωγές μιας μάσκας άδειας

από μορφή,

Και εκείνος, σωσίας ενός πνεύματος πολύ
Μεγάλου, σωσίας του εαυτού του, θέλησε

ξανά στον εαυτό του

μέσα

να ταξιδέψει,

Την ατέρμονη Ιστορία των ανθρώπων
Και τις κραταιές πολιτείες που ήταν να

έλθουν

για άλλη μια φορά

στον κόσμο

Ποτέ μην στέργοντας να εγκαταλείψει,
Καθώς δεν έπαψε ούτε για μια στιγμή

Να περιστρέφεται στα πόδια του πλήθους
Ο ακράτητος, τρελλός κοχλίας· μασώντας

τα σκοτάδια

που αφήνανε στους δρόμους

οι περαστικοί

Και την ελπίδα ολοένα καταπίνοντας
Σαν αίμα, όταν οι άνθρωποι τοσούτον

ήσαν απησχολημένοι

να συντηρούν

Ένα Όνειρο ατέλειωτο κι επίμονο,
Που δεν φάνηκε ποτέ πως είχε την

πρόθεση

Να αποβεί κάτι λιγότερο από μία
Πραγματικότητα

Και κάτι περισσότερο από μία
Λέξη·


Thursday, October 20, 2011

JOHANN SEBASTIAN BACH: Magnificat, BWV243

Ακούγοντας το Magnificat του Bach, δεν θα ήταν δυνατόν παρά να αναρωτάται κάποιος ανά στιγμές, περί του πώς ορίζεται στην πραγματικότητα μια μεγαλοφυία.

Έχω την εντύπωση πως δεν θα μπορούσε να είναι άλλο από αυτό ακριβώς:

Το ταλέντο κάνει ό,τι μπορεί, η μεγαλοφυία αυτό που πρέπει.






Sunday, October 16, 2011

HECKERAUFSTAND ή Το Σφρίγος του Μέλλοντος

Και ποιος σας είπε, Χερ Στρούβε, πως
Η Επανάσταση δεν είναι παρά εκείνος

Ο αμείλικτος βραχίονας του εσώτερου
Ουρανού των ανθρώπων που ρημάζει

Κάθε προοπτική των κριμάτων προς το
Όφελος μιας μυθικής στιγμής, ότε αυτή

Κατορθώνει ν' αποφέρει ζωή με ζωή στα
Συρρικνωμένα λείψανα των πεπρωμένων

Που κείνται σωριασμένα στους δρυμούς
Και τις πόλεις, τους αχανέστερους θεούς

της μαγείας και της δικαιοσύνης

έχοντας πάψει να επικαλούνται

προ πολλού·

Και αν ολόκληρος ο χρόνος άλλο τι δεν
Είναι παρά, αυτή σας λέγω, η σηπτική

Μάσκα του Δαίμονα

Που περιβάλλει όλη την φύση και τη
Κοινωνία των ανθρώπων, τότε ιδού ο

Απολλύων,

Χερ Στρούβε,

Επί της απέραντης μεσημβρίας όλων
Των φλεγομένων αετών που ίπτανται

πάνω από την

ηρωική επικράτεια του

Μπάντεν,

Και επί της βαθείας τευτονικής νυκτός
Του Λόγου, ότε οι ψίθυροι στο σκοτάδι

τούτου

Του κητώδους αιώνα, σημαίνουν ποτέ
Τον ερχομό μιας στρατιάς φώτων από

σκοτεινότερο ακόμα μέλλον

Στις πλατείες

Της Στουτγάρδης, της Καρλσρούης και
Της ανίκητης εννοιαύγειας της πόλης

της Φρανκφούρτης·

Πρόκειται για την γερμανική συντέλεια,

Χερ Στρούβε,

Τέτοια που ακόμα και η λαμπρή πένα του
Χέρβεγκ δεν θα μπορούσε παρά να τύψει

Πάνω στις επωμίδες του χαμαιθυμικού
Γουλιέλμου, όταν ανήσυχος τόσο για τον

Θρόνο της Πρωσσίας είν' αποφασισμένος
Πολλοστώς την όρασή του να ματοκυλίσει·

Όμως εσείς

Αλήθεια,

Τι θα μπορούσατε ποτέ να περιμένετε από
'ναν υπάλληλο τέτοιο της δημοκρατίας ως

ο κομψός Μπρεντάνο

Που ακόμα

Βλαστημάει με σεβασμό τον Γουλιέλμο
Και παρελαύνει το εύδρομο παρελθόν

του με κοιμητήρια χάρη

στην Φόλκσφεράιν·

Ιδού όμως και οι πυρσοί

Αναμμένοι ήδη μέσ' την αιώνια νύχτα!
Ότι μια Επανάσταση δεν πηγάζει από

Την ψυχή και το νου, αλλ' από το σώμα,
Και εμείς όλοι δεν θα μπορούσαμε παρά

Να ανήκουμε

Στη σύνολη δίνη του ζωντανού, ότι την
Κρίσιμη στιγμή δεν αναγνωρίζουμε μια

Έννοια που πτερούται σε κάποιο ξέφωτο
Πρωσσικό φωτοβολώντας πάνω από το

Μαύρο Δάσος

το συγνεφένιο ομοίωμα του

Χέγκελ,

Αλλά την πυκνή τυφεκιοθάλασσα του
Μιεροσλάβσκι εν αναμονή της μάχης,

Ότι, κι αυτό ακόμα να 'χετε υπ'όψη σας,
Το γερμανικό έθνος, άλλως πώς, δεν θα

'ταν δυνατόν παρά να κύψει

ωσάν ο Γίγαντας του Ονείρου

πάνω στα σπαράγματα

Της πραγματικότητάς του, κι εκεί στην
Θράκα του απάνω ν' ανάψει ξανά μία

Εστία σπονδυλική, φωτιάς που θερμαίνει
Τους επερχόμενους καιρούς όχι πλέον με

το

Φέγγος της αυγερινής φιλοσοφίας του,
Μηδέ και μ' αυτή την άσωτη λάμψη των

ποιητών της,

Αλλά με την αίγλη ενός αιώνα που στο
Τέλος, σας βεβαιώ, θα συγκεντρώσει

Τα σπαρμένα κομμάτια της μοίρας του
Για πρώτη φορά σε έναν παγκόσμιο των

στοχασμών,

άνθρωπο,

Ιδού ο Ζίγκφριντ καταφθάνει! και οι
Πυρές που ανάβουν στον δρόμο του

Δεν είναι παρά τα ίδια απαγορεύμενα
Όνειρα του μέλλοντος που ξεσπούν με

πάθος στις οροφές

της αιέν φωταγωγημένης Ευρώπης,

Έλεγε ο άνθρωπος με το απειλητικότερο
Βλέμμα στην ήπειρο, και με μια σκιά στο

Πρόσωπό του

Να υπομνηματίζει τον ίδιο πάντα αρχαίο
Ίλιγγο του Αγνώστου στις καταδρομές

της Ιστορίας·

Είμαστε,

Χερ Στρούβε, γι' αυτό, οι προπομποί
Ενός χάους πιο αξιοπρεπούς πάνω στην

τωρινή ημιπρέπεια της Ευρώπης,

συνέχιζε να λέει,

Που μήτε οι βασιλιάδες της, μηδέ και οι
Οι κληρικοί της μπορούν να ξορκίσουνε

για ένα καλύτερο παρελθόν,

Υπάρχουμε όσο υπάρχει και μια ελπίδα,
Διαρκούμε όσο διαρκεί και ένας πόθος,

Και μεταβαίνουμε, τέλος, από νύχτα σε
Νύχτα των εθνών σαν φαντάσματα της

εξέγερσης, αλύτρωτοι και

ισχυορρήμονες τυχοδιώκτες

μιας άγνωστης ακόμα ελευθερίας,

Του έλεγε, ενώ ο σάλος στην χώρα όλον
Και απέβαινε πιο εκκωφαντικός, στους

Δρόμους και τις καρδιές ενός πλήθους
Που ενίοτε φοβούμενο και ενίοτε πώς,

ατρόμητο,

απέφασιζε την γρήγορη

αποκαθήλωση του πραγματικού·

Ο δε καιρός εκείνης της ατέλειωτης ημέρας
Ήταν περισσότερο σκοτεινός και από τους

ίδιους τους ανθρώπους

Που

Είχαν περιζωθεί την δόξα του Μπάντεν
Μία την πομπή ζωής και θανάτου μαζί

ετοιμάζοντας,

Την μάλιστα γιορτή του μέλλοντος ποτέ
Μην αποφασίζοντας

να αφήσουνε σε χέρια τυχαία,

Και την οιονεί φωτοβολία ενός σκότους
Τέτοιου,

ζωικού, ιεροτάτου στις καρδιές

των ανθρώπων,

Ποτέ μην παρατώντας εύκολα στην
Βαθεία τόσο και εμμένουσα,

Νύχτα της Ιστορίας·




Sunday, October 9, 2011

Η ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΞΙΩΣΗ ΤΗΣ ΤΡΟΙΑΣ

Στη Μεγάλη Δεξίωση της Τροίας
Που γινόταν σε κάθε θάνατο

της αυτοκρατορίας


Οι Τρώες προσήρχοντο με ό,τι
Είχαν καταφέρει να κάνουν

στη ζωή τους

Η διαδεδομένη ρήση τους ήταν παράξενη,
Εγώ στη ζωή μου κόπιασα, λέγανε,

Τίποτα δεν μου χαρίστηκε, ξαναλέγανε,
Και έδειχναν μ'αυτό το τρόπο μάλλον

κάποιο είδος σεβασμού στον εαυτό τους

Προσήρχοντο

Με την πλάτη γυρισμένη στη πόρτα
Και μ'ένα πτώμα να κουβαλάνε στον ώμο

που το αφήναν στην υποδοχή

Η υπηρέτρια το τοποθετούσε προσεκτικά
Στην είσοδο, από δω παρακαλώ, καλούσε,

και οι Τρώες υπακούαν

Σπεύδαν στην κυρίως σάλα άλλωστε
Όπου κι επιχειρηματολογούσανε απαύστως

Για τα επιτεύγματά των

Κάποιος εξηγούσε ότι το πτώμα που'χε
Συνεισφέρει στην ομήγυρη εσήμαινε

ένα γάμο κι έξι σειρήτια

Άλλος δυο βιβλία που του στοίχισαν
Το χωράφι των γονιών του εις την επαρχία

Ο παράλλος εξηγούσε ότι το δικό του πτώμα
Ήτανε εκτίμηση και κύρος

ικανοποιείτο εξ αυτών μονάχα, είπε,

Έτερος ανέλυε τα μυστικά των στίχων του
Που μάγευαν· αυτός δεν είχε φέρει πτώμα, μόνο

αίμα

Κι άλλος έλεγε ότι συνειδητοποίησε
Τις μάζες περί των δικαιωμάτων τους

Αυτουνού το πτώμα γέλαγε· χωρίς την καρδιά του

Υπήρχε μάλιστα και κάποιος που ενίστατο,
Είχα κι άλλα πτώματα να φέρω, τόνιζε,

Του εξήγησαν ευγενικά πως έτσι κι αλλιώς
Ισούνται όλα μ' ένα· ένα μόνον

Είστε όλοι αξιοθαύμαστοι, είπε,
Ο τυφλός γέρων Έκτωρ που σκόνταφτε

Συνεχώς στους μπουφέδες

Σας συγχαίρω για το θάρρος σας, αδελφοί,
Κι ακόμα επιτρέψτε μου να σας συστήσω

την Εκάβη,

Αυτή μέλλει να σας χειροκροτήσει
Αυτή βεβαίως και να σας βραβεύσει

Η νεαρή κοπέλλα εισήλθε λίγο ντροπαλά

στη σάλα

Ωστόσο, όντως χειροκρότησε
Σύμφωνα με την πρόβλεψη του Έκτορος

Οι Τρώες ευχαριστήθηκαν πολύ
Από την αναγνώριση της πολιτείας

την επίσημη

Και κίνησαν να φύγουν

Ποτέ όμως η υπηρέτρια δεν τους επέστρεψε
Τα πτώματα που αφήσαν στην υποδοχή

Δεν υπήρξαν, είπε, δεν είδα τίποτα,
Όχι όχι, διαμαρτύρονταν οι Τρώες,

Τ'αφήσαμε δω πέρα δεσποινίς,
Σας το λέμε τόσοι άνθρωποι μαζί

Λάθος αποκλείεται να κάνουμε!

αποκλείεται

Και όμως, αντέκρουε η υπηρέτρια,
Και φαινότανε πως ήτανε ειλικρινής,

Εγώ ποτέ μου δεν παρέλαβα τίποτα
Από σας, δεν ξέρω γιατί επιμένετε,

Το επανέλαβε τονίζοντας τις λέξεις
Σταθερά μία προς μία

Ποτέ μου δεν παρέλαβα 'πό σας

Και οι Τρώες προς στιγμήν ανατριχιάσαν
Από την αβεβαιότητα και την αιώρηση

Δεν μπορούσανε να συμπεράνουν
Ήταν αδύνατον να καταλήξουν

Αν τα λόγια τούτα ήταν

Απόρριψη

ή

Άφεση




**********************************************************

- έκφραση αιώνιας ευγνωμοσύνης στον Ιωάννη Σεβαστιανό Μπαχ δια χειρός Helmut Walcha,- ιδέα δεν έχω πόσες φορές με σκότωσε και ανέστησε η μουσική του

- έκφραση αιώνιας (και μεταθανάτιου) φιλίας στον Ν.Κ. που παρά το ότι ήταν σαράντα χρόνια μεγαλύτερος από μένα τότε, ήταν ανθεκτικότερος στο ποτό

- και τέλος, έκφραση επιείκειας προς τους ανθρώπους



**********************************************************
Από την ποιητική ενότητα "Οι Τρώες", εκδόσεις Πλανόδιον, 2008


Friday, October 7, 2011

LA COMMUNE PAR LES ASTRES

Λουί, μια επανάσταση δεν είναι τίποτε
Περισσότερο από μια βαθύτερη νύχτα

Σε όλους τους κόσμους και μ΄ένα φως
Καθαρτήριο να φέγγει στη νιογέννητη

καρδιά

του πλήθους,

και

Ανακαλώντας σε όραση ονειρική όλες
Τις χαμένες στην άβυσσο των εποχών

εικόνες

μιας περίφημης άνοιξης

Που μέλλεται πάντοτε σε χρόνο ήδη
Παρόντα, σου λέγω, αλήθεια, πως η

Επανάσταση άλλο δεν κάνει παρά
Ν' αναμιμνήσκεται κάθε φορά τον

Κρατήρα

της

Δημιουργίας

Απ'όπου με ξέφρενη ορμή αναβλύζει
Ανέκαθεν εκείνη η κόκκινη λάβα του

πραγματικού

Μία την μορφή λαμβάνοντας από το
Νηφάλιο τόσο κι ετοιμόγεννο Μηδέν,

Λουί,

Και ιδού ξανά ο λαός του Παρισιού την
Κόκκινη σημαία ανυψώνοντας στο ίδιο

Αρχέγονο χάος της Ιστορίας όταν πια
Δεν ημπορεί να συσσωρεύει το μηδέν

στα επιναπολεόντεια σκότη

της νομιμότητας

και

Μιας ολιγόψυχης δημοκρατίας τόσο
Που σαν ύαινα ποτέ δεν σταματάει

να τρέφεται από την θλίψη

του μέλλοντος,

Τον ίδιο πάντοτε

Κουρελιασμένο νόμο κατεβάζοντας
Από το όρος Σινά των κοινοβουλίων

Και όταν το πλήθος αγναντεύει αντί
Τον Μωυσή, τον Θιέρσο, Λουί, αυτός

Είναι όχι το τέκνο μηδέ κι ο πατέρας
Μιας εποχής, αλλά ο νόθος ανηψιός

της,

Και το πραγματικό είδωλο

κάθε

Ευσυνείδητου Πρώσσου υπαλλήλου,
Γεννημένος Γάλλος, ω μα τι ειρωνεία,

Λουί,

σε σκιώδεις καιρούς

Να είναι ορισμένο στους ανθρώπους
Να κυβερνούν οι καταλληλότεροι των

ακαταλλήλων

Και στις πιο ακατάλληλες εποχές να
Επισυμβαίνουν τα πλέον κατάλληλα

και άριστα των ανθρώπων!

Μα ο Μπλανκί είναι στη φυλακή και
Οι κομμουνάροι νοιώθουν ακόμα πιο

φυλακισμένοι απ' αυτόν

όσο η εξέγερση δεν θα ' ναι

παγκόσμια,

Έλεγε ο άνθρωπος με τα γυαλιά και
Την ιερατική γενειάδα που φαινόταν

Να κουβαλάει στους ώμους του όχι
Ακριβώς την εξέγερση αλλά σίγουρα

Το αναπόφευκτό της, σε έναν Ροσσέλ
Που εντρυφούσε στην πολεοδομία της

Πρώτης αχρονίας του λύεσθαι σε αυτόν
Τον κόσμο μέσ' απ'όλα τα ξενυχτισμένα

οδοφράγματα

της πόλης του Παρισιού,

Ο

Θιέρσος είναι αμετακίνητος, του είπε
Ξανά ο συνομιλητής του, δεν νομίζω

πως θα ελευθερώσει τον Μπλανκί,

Ξεφύσησε με μια στοχαστική λύπη,
Και συμπλήρωσε, θα προτείνω τώρα

να εκτελεστεί

ο Νταρμπουά,

Είναι αλήθεια βέβαια πως

Ένας αιδεσιμότατος λιγότερος στο
Παρίσι δεν πρόκειται να κάνει την

Κοινωνία περισσότερο ανθρώπινη
Ακόμα και αν την κάνει γι' αυτό

λιγότερο θεία,

Όμως ιδού μεταλαμβάνουμε κάθε
Ημέρα το σώμα και το αίμα ενός

Χρόνου που με τις γιορτινές ιαχές
Οδεύει προς την Γεννησαρέτ της

Ιστορίας,

Λουί,

Ότι το δίχως άλλο η κατάληψη της
Πόλης του φωτός συνεπάγεται και

μια σκιά

Στα οδοφράγματα των κομμουνάρων
Όταν αυτοί με αχαλίνωτη την ελπίδα

άλλο δεν κάνουν

Από το να αναμένουν τις ενισχύσεις από
Ένα αύριο που απλώνει ρίζες τόσο αργά

στα μυαλά των ανθρώπων

το λερό δάπεδο της επειγότητας

ποτέ μην καταφθάνοντας εγκαίρως,

Και αν σε αυτή την ταραχή μας μέλλει
Να χαθούμε, Λουί, τουλάχιστον δεν θα

'μαστε πια οι αγνοούμενοι της

Ιστορίας,

του έλεγε,

Και φάνηκε ακόμα στοχαστικότερος
Και με ένα βάρος μόλις σαν να έφυγε

απ' την καρδιά του,

Τι αξίζει περισσότερο, τον ρώτησε με
Τρόπο τέτοιο σα να ρώταγε τον εαυτό

του,

Ο χρόνος μιας ανθρώπινης ζωής ή

η Ιστορία, Λουί,

Η Ιστορία, του απάντησε τότε σχεδόν
Αυτοματικά ο Ροσσέλ όντας βέβαιος

Πως η απόκρισή του ήταν η πρέπουσα
Για το ύψος των φωτεινών περιστάσεων,

Λάθος,

Λουί,

Άκουγε τη φωνή του Φερρέ να έρχεται
Από το σκοτεινότερο βάραθρο ομιλίας

που θα μπορούσε άνθρωπος

να διαπιστώσει στην εμπειρία του·

Λάθος,

Ξανάκουσε την φωνή του συνομιλητή του
Μπροστά στο παράθυρό του και ανέμενε

σιωπηλός μια διευκρίνηση

Την

Ανυπόμονη έξαψη της ζωής κοιτάζοντας
Στους δρόμους της πόλης και τα χαρωπά

Πρόσωπα των οπλισμένων κομμουνάρων
Καθώς επέλυαν τα μυστικά μιας ιερότερης

εξίσωσης

του θανάτου με τη ζωή,

Όταν κάποτε μπορεί η τελευταία τόσο
Πειστικά, σε ό,τι ακόρεστα και άπρεπα

ορέγεται ο καιρός να επιβάλλει,

Τον εαυτό της άλλο

να μην αναβάλλει·


Wednesday, October 5, 2011

GEORG PHILIPP TELEMANN : Concerto In D Minor for Oboe, Strings and Continuo

Από τα (πολλά) αριστουργήματα του Georg Philipp Telemann και γραμμένο για ένα από τα ευγενέστερα και πνευματικότερα όργανα της ορχήστρας.
Ο ήχος του oboe, είναι αλήθεια ότι φαντάζει κάποτε να ανήκει σε μια παντελώς ανεξερεύνητη περιοχή της ανθρωπότητας...

Καίτοι αφοσιωμένος ακροατής της μουσικής της baroque περιόδου, εν τούτοις θα εκπλήσσομαι πάντοτε από το συναισθηματικό (κυρίως συναισθητικό) και οραματικό εκτόπισμα πολλών συνθέσεων εκείνης της εποχής... Όπως ακριβώς σε αυτό το κονσέρτο, το οποίο και μπορείτε να ακούσετε από το βίντεο που παρατίθεται κατωτέρω.





Saturday, October 1, 2011

ONE LAW FOR THE LION & OX IS OPPRESSION

Ιδού, Γουίλλιαμ, μια νέα νύχτα πέφτει
Πάνω από το Λονδίνο κι εσύ είσαι στο

μέσον της ερημίας

ο ακοίμητος προφήτης

των σπασμών του ουρανού

Και η μία φλόγινη συνείδηση του εγώ
Του θεού όταν κάποτε αποφασίζει να

Μην δημιουργήσει πλέον έτι στο φως
Των γαλαξιών αλλά ν' αφήσει ανοιχτή

μια δίοδο στο μυαλό

Για ν'απέρχεται το συσσωρευμένο από
Αιώνες σκοτάδι· ομιλώ για τον Ισραήλ

στην Αίγυπτο

Ότε φοβούμενος τόσο πολύ την Ιστορία
Απεφάσιζε εν τέλει να την προξενήσει·

Και ομιλώ ακόμα για τον Μωυσή όταν
Φοβούμενος τόσο πολύ τους ουρανούς

Απεφάσισε εν τέλει να τους κατοικήσει
Ενώ το πλήθος έξω από την σκηνή του

Μια οραματική απειρότητα της Εξόδου
Διχοτομούσε σε πίστη και υπολογισμό·

Του έλεγε η γυναίκα του μια μεσημβρία
Καθώς ο ήλιος έξω από την φάτνη του

Φέλφαμ κροτάλιζε το άσπλαγχνο φως
Της αιωνιότητας στα θαμπά μάτια των

Σκιών που βιαστικά περνούσαν στους
Δρόμους να καταφθάσουν έναν χρόνο

όλως θνητό

Που ποτέ δεν προπορευόταν τόσο ώστε
Να μην είναι ορατός και επιθυμητός απ'

το νεκρό

στα κράσπεδα

βλέμμα τους·

Κι εσύ Γουίλλιαμ είσαι ο άνθρωπος που
Ποτέ δεν αναμένει στους πρόποδες του

Σινά,

Συνέχιζε να του λέει,

Αλλά πηγαινοέρχεται στην Μπετ Λέχεμ
Από την βαθύτερη έρημο του Σατανά,

Την ουσία του οικειοποιούμενος σ' ένα
Έργο παναλχημικό του θεού, ω, είσαι,

σου λέγω, τώρα

και για πάντα

Ο τελευταίος δαίμονας και ο πρώτος
Άγγελος που περπατά πάνω στη γη,

Γουίλλιαμ,

Και οι θυγατέρες της Αλβιόνας αναμένουν
Ακόμα στην Μπγιουλά με γυμνά τα λευκά

Και καλλίφωτα στήθη τους να προσφέρουν
Στον ήλιο του γήινου νυμφίου, μια αρπαγή

μανική του έρωτα

εξαργυρώνοντας από το πλευρό του Αδάμ

και τις λαγόνες της Εύας,

Και μία την διαθήκη σφραγίζοντας ανάμεσα
Στα αιέν ρίγη της σαρκός και την φωταγωγία

του κόσμου

ότε, σου δηλώνω,

Πως ο έρωτας δεν είναι παρά ο προθάλαμος
Των ουρανίων μυστηρίων, και οι εκκλησίες

άλλο δεν κάνουν

Παρά

Να χτίζουν μάταια μία παρακαμπτήριο που
Θα οδηγήσει από νύχτα σε νύχτα, για άλλη

μια φορά

Την

Λάμψη ενός αφθάρτου περιγράμματος
Μην ορώντας στην μεγάλη ανάληψη του

κόσμου,

Εκείνη,

Που τούτη η πραγματικότητα σιωπηλά
Ετοιμάζει στους αιώνες, σαν έν το δίχτυ

Που έχει καλύψει όλη την ορατότητα από
Παλαιά τόσο ενώ οι άνθρωποι θα βλέπουν

όπως πάντα

στην θέση του

Τις πόλεις των εθνών και τους υπνοβάτες
Άρχοντές τους καταμεσής πλήθους ενός

Που οι κροτώδεις λάμψεις της ποίησής σου
Είναι ορισμένο να ξυπνήσουν στην νίκη του

ουρανού,

Γουίλλιαμ,

Κι εσύ φυλακισμένος άκαιρα σε μια εποχή
Που εξαργυρώνει την φλεγομένη βάτο των

στίχων σου

προς όφελος

Του

Άννα Βολταίρου και του Καϊάφα Ρουσσώ,
Θα ανακοινώνεις όπως πάντα στα άστρα

Που καταγεμίζουν την σοφίτα σου με τα
Οράματα μιας αγάπης που πάει τόσο πέρα

από τον θάνατο

και από αυτή την γελαστή ζωή

ακόμα πιο πέρα,

Πως εσύ δεν είσαι πια ο Γιουράιζεν αλλά
Ο ανυποτάχτος και ξέφρενος Λος σ' εκείνο

το αμόνι του Νεμρώδ

Όταν πάνω του δεν σφυρηλατούνται πια
Μήτε τα έθνη, μηδέ και οι άλυσοι που τα

κρατούν

δέσμια

Στις πνευματικές φυλακές του Σατανά
Και ενός λόγου που μπορεί και βλέπει

θαυμάσια το προφανές

ωσάν να ήταν αόρατο

και

Με την εγκυρότητα μιας πιο στοχαστικής
Ηλιθιότητας, Γουίλλιαμ, ο άνθρωπος δεν

είναι άλλο

από το νήπιο του ίδιου

του μυαλού του,

Του έλεγε η γυναίκα του και τον κοίταζε
Με πραγματική λατρεία στα μάτια, είσαι

γι' αυτό ο απόστολος όχι των εθνών

αλλά του υπερέθνους της Εδέμ

Κι ένα ξεχειμώνιασμα της Ιστορίας έξ' από
Τις πύλες της Ιερουσαλήμ, την θέρμη ιερή

της Σεχινά φυλάττοντας

για το Αιώνιο Σώμα του Ανθρώπου

Κι ένα χαμόγελο της ανίκητης λαγνείας
Μιας νεαρής Εύας-Φαντασίας μέλλεται

να αποδώσεις ξανά

Στους ιερούς σάρκινους πληθυσμούς και
Στην ωκεάνεια αυτοκρατορία του φωτός

Όχι της ερχομένης αυγής τους, αλλά μιας
Χρυσόκαινης μεσημβρίας, η που άγριους

Τους στήμονες του σκοταδιού θα νέμεται
Στο της καρδιάς ανώτερο φως και έξ' από

τις πύλες

της Ακατονόμαστης Μίας Αλήθειας

Της οποίας τ 'αντίθετα οι άνθρωποι έως
Σήμερα τρέμουν σκιές προτάσσοντας σε

σκιές,

Ότι μένει ακόμα φανερότερο να γίνει
Πως η πόλη των ανθρώπων δεν είναι

παρά

Ένα χαρακτικό αφημένο στο δάπεδο
Της οικουμένης, και η πόλη του θεού

εκείνη η μορφή

που θαυμαστά μεν εικονίζεται

αλλά δεν είναι εκεί,

Του έλεγε και του έδειξε το ζευγάρι
Των πρωτοπλάστων που μόλις είχε

φτιάξει·

Είμαι αλήθεια εγώ η Εύα σου, Γουίλλιαμ,
Τον ρώτησε με κάποια αβεβαιότητα και

με τα μάτια της να στάζουν θάνατο και

αγάπη,

Ενώ εκείνος παρατηρώντας τα
Υπέροχα ξανθά μαλλιά της σαν

Τα αδάμαστα στάχυα

Της αειπάρθενης φαντασίας όλων
Των αμνών του κόσμου τούτου

Και τα πάλλευκα στήθη της που'χε
Ήδη γυμνώσει στον ίμερο μιας

ημέρας

Απευθείας φυτευμένης από τα
Ουράνια στη γη,

την αγκάλιασε περιπαθώς,

Τις σελίδες του τυπωμένου βιβλίου του
Αφήνοντας δίπλα του να χάσκουν σαν

ο θάμνος ενός αγνώστου φωτός

σε μια τακτική και όλως αιθρία

εξοχή του θεού·