Saturday, October 1, 2011

ONE LAW FOR THE LION & OX IS OPPRESSION

Ιδού, Γουίλλιαμ, μια νέα νύχτα πέφτει
Πάνω από το Λονδίνο κι εσύ είσαι στο

μέσον της ερημίας

ο ακοίμητος προφήτης

των σπασμών του ουρανού

Και η μία φλόγινη συνείδηση του εγώ
Του θεού όταν κάποτε αποφασίζει να

Μην δημιουργήσει πλέον έτι στο φως
Των γαλαξιών αλλά ν' αφήσει ανοιχτή

μια δίοδο στο μυαλό

Για ν'απέρχεται το συσσωρευμένο από
Αιώνες σκοτάδι· ομιλώ για τον Ισραήλ

στην Αίγυπτο

Ότε φοβούμενος τόσο πολύ την Ιστορία
Απεφάσιζε εν τέλει να την προξενήσει·

Και ομιλώ ακόμα για τον Μωυσή όταν
Φοβούμενος τόσο πολύ τους ουρανούς

Απεφάσισε εν τέλει να τους κατοικήσει
Ενώ το πλήθος έξω από την σκηνή του

Μια οραματική απειρότητα της Εξόδου
Διχοτομούσε σε πίστη και υπολογισμό·

Του έλεγε η γυναίκα του μια μεσημβρία
Καθώς ο ήλιος έξω από την φάτνη του

Φέλφαμ κροτάλιζε το άσπλαγχνο φως
Της αιωνιότητας στα θαμπά μάτια των

Σκιών που βιαστικά περνούσαν στους
Δρόμους να καταφθάσουν έναν χρόνο

όλως θνητό

Που ποτέ δεν προπορευόταν τόσο ώστε
Να μην είναι ορατός και επιθυμητός απ'

το νεκρό

στα κράσπεδα

βλέμμα τους·

Κι εσύ Γουίλλιαμ είσαι ο άνθρωπος που
Ποτέ δεν αναμένει στους πρόποδες του

Σινά,

Συνέχιζε να του λέει,

Αλλά πηγαινοέρχεται στην Μπετ Λέχεμ
Από την βαθύτερη έρημο του Σατανά,

Την ουσία του οικειοποιούμενος σ' ένα
Έργο παναλχημικό του θεού, ω, είσαι,

σου λέγω, τώρα

και για πάντα

Ο τελευταίος δαίμονας και ο πρώτος
Άγγελος που περπατά πάνω στη γη,

Γουίλλιαμ,

Και οι θυγατέρες της Αλβιόνας αναμένουν
Ακόμα στην Μπγιουλά με γυμνά τα λευκά

Και καλλίφωτα στήθη τους να προσφέρουν
Στον ήλιο του γήινου νυμφίου, μια αρπαγή

μανική του έρωτα

εξαργυρώνοντας από το πλευρό του Αδάμ

και τις λαγόνες της Εύας,

Και μία την διαθήκη σφραγίζοντας ανάμεσα
Στα αιέν ρίγη της σαρκός και την φωταγωγία

του κόσμου

ότε, σου δηλώνω,

Πως ο έρωτας δεν είναι παρά ο προθάλαμος
Των ουρανίων μυστηρίων, και οι εκκλησίες

άλλο δεν κάνουν

Παρά

Να χτίζουν μάταια μία παρακαμπτήριο που
Θα οδηγήσει από νύχτα σε νύχτα, για άλλη

μια φορά

Την

Λάμψη ενός αφθάρτου περιγράμματος
Μην ορώντας στην μεγάλη ανάληψη του

κόσμου,

Εκείνη,

Που τούτη η πραγματικότητα σιωπηλά
Ετοιμάζει στους αιώνες, σαν έν το δίχτυ

Που έχει καλύψει όλη την ορατότητα από
Παλαιά τόσο ενώ οι άνθρωποι θα βλέπουν

όπως πάντα

στην θέση του

Τις πόλεις των εθνών και τους υπνοβάτες
Άρχοντές τους καταμεσής πλήθους ενός

Που οι κροτώδεις λάμψεις της ποίησής σου
Είναι ορισμένο να ξυπνήσουν στην νίκη του

ουρανού,

Γουίλλιαμ,

Κι εσύ φυλακισμένος άκαιρα σε μια εποχή
Που εξαργυρώνει την φλεγομένη βάτο των

στίχων σου

προς όφελος

Του

Άννα Βολταίρου και του Καϊάφα Ρουσσώ,
Θα ανακοινώνεις όπως πάντα στα άστρα

Που καταγεμίζουν την σοφίτα σου με τα
Οράματα μιας αγάπης που πάει τόσο πέρα

από τον θάνατο

και από αυτή την γελαστή ζωή

ακόμα πιο πέρα,

Πως εσύ δεν είσαι πια ο Γιουράιζεν αλλά
Ο ανυποτάχτος και ξέφρενος Λος σ' εκείνο

το αμόνι του Νεμρώδ

Όταν πάνω του δεν σφυρηλατούνται πια
Μήτε τα έθνη, μηδέ και οι άλυσοι που τα

κρατούν

δέσμια

Στις πνευματικές φυλακές του Σατανά
Και ενός λόγου που μπορεί και βλέπει

θαυμάσια το προφανές

ωσάν να ήταν αόρατο

και

Με την εγκυρότητα μιας πιο στοχαστικής
Ηλιθιότητας, Γουίλλιαμ, ο άνθρωπος δεν

είναι άλλο

από το νήπιο του ίδιου

του μυαλού του,

Του έλεγε η γυναίκα του και τον κοίταζε
Με πραγματική λατρεία στα μάτια, είσαι

γι' αυτό ο απόστολος όχι των εθνών

αλλά του υπερέθνους της Εδέμ

Κι ένα ξεχειμώνιασμα της Ιστορίας έξ' από
Τις πύλες της Ιερουσαλήμ, την θέρμη ιερή

της Σεχινά φυλάττοντας

για το Αιώνιο Σώμα του Ανθρώπου

Κι ένα χαμόγελο της ανίκητης λαγνείας
Μιας νεαρής Εύας-Φαντασίας μέλλεται

να αποδώσεις ξανά

Στους ιερούς σάρκινους πληθυσμούς και
Στην ωκεάνεια αυτοκρατορία του φωτός

Όχι της ερχομένης αυγής τους, αλλά μιας
Χρυσόκαινης μεσημβρίας, η που άγριους

Τους στήμονες του σκοταδιού θα νέμεται
Στο της καρδιάς ανώτερο φως και έξ' από

τις πύλες

της Ακατονόμαστης Μίας Αλήθειας

Της οποίας τ 'αντίθετα οι άνθρωποι έως
Σήμερα τρέμουν σκιές προτάσσοντας σε

σκιές,

Ότι μένει ακόμα φανερότερο να γίνει
Πως η πόλη των ανθρώπων δεν είναι

παρά

Ένα χαρακτικό αφημένο στο δάπεδο
Της οικουμένης, και η πόλη του θεού

εκείνη η μορφή

που θαυμαστά μεν εικονίζεται

αλλά δεν είναι εκεί,

Του έλεγε και του έδειξε το ζευγάρι
Των πρωτοπλάστων που μόλις είχε

φτιάξει·

Είμαι αλήθεια εγώ η Εύα σου, Γουίλλιαμ,
Τον ρώτησε με κάποια αβεβαιότητα και

με τα μάτια της να στάζουν θάνατο και

αγάπη,

Ενώ εκείνος παρατηρώντας τα
Υπέροχα ξανθά μαλλιά της σαν

Τα αδάμαστα στάχυα

Της αειπάρθενης φαντασίας όλων
Των αμνών του κόσμου τούτου

Και τα πάλλευκα στήθη της που'χε
Ήδη γυμνώσει στον ίμερο μιας

ημέρας

Απευθείας φυτευμένης από τα
Ουράνια στη γη,

την αγκάλιασε περιπαθώς,

Τις σελίδες του τυπωμένου βιβλίου του
Αφήνοντας δίπλα του να χάσκουν σαν

ο θάμνος ενός αγνώστου φωτός

σε μια τακτική και όλως αιθρία

εξοχή του θεού·