Friday, October 7, 2011

LA COMMUNE PAR LES ASTRES

Λουί, μια επανάσταση δεν είναι τίποτε
Περισσότερο από μια βαθύτερη νύχτα

Σε όλους τους κόσμους και μ΄ένα φως
Καθαρτήριο να φέγγει στη νιογέννητη

καρδιά

του πλήθους,

και

Ανακαλώντας σε όραση ονειρική όλες
Τις χαμένες στην άβυσσο των εποχών

εικόνες

μιας περίφημης άνοιξης

Που μέλλεται πάντοτε σε χρόνο ήδη
Παρόντα, σου λέγω, αλήθεια, πως η

Επανάσταση άλλο δεν κάνει παρά
Ν' αναμιμνήσκεται κάθε φορά τον

Κρατήρα

της

Δημιουργίας

Απ'όπου με ξέφρενη ορμή αναβλύζει
Ανέκαθεν εκείνη η κόκκινη λάβα του

πραγματικού

Μία την μορφή λαμβάνοντας από το
Νηφάλιο τόσο κι ετοιμόγεννο Μηδέν,

Λουί,

Και ιδού ξανά ο λαός του Παρισιού την
Κόκκινη σημαία ανυψώνοντας στο ίδιο

Αρχέγονο χάος της Ιστορίας όταν πια
Δεν ημπορεί να συσσωρεύει το μηδέν

στα επιναπολεόντεια σκότη

της νομιμότητας

και

Μιας ολιγόψυχης δημοκρατίας τόσο
Που σαν ύαινα ποτέ δεν σταματάει

να τρέφεται από την θλίψη

του μέλλοντος,

Τον ίδιο πάντοτε

Κουρελιασμένο νόμο κατεβάζοντας
Από το όρος Σινά των κοινοβουλίων

Και όταν το πλήθος αγναντεύει αντί
Τον Μωυσή, τον Θιέρσο, Λουί, αυτός

Είναι όχι το τέκνο μηδέ κι ο πατέρας
Μιας εποχής, αλλά ο νόθος ανηψιός

της,

Και το πραγματικό είδωλο

κάθε

Ευσυνείδητου Πρώσσου υπαλλήλου,
Γεννημένος Γάλλος, ω μα τι ειρωνεία,

Λουί,

σε σκιώδεις καιρούς

Να είναι ορισμένο στους ανθρώπους
Να κυβερνούν οι καταλληλότεροι των

ακαταλλήλων

Και στις πιο ακατάλληλες εποχές να
Επισυμβαίνουν τα πλέον κατάλληλα

και άριστα των ανθρώπων!

Μα ο Μπλανκί είναι στη φυλακή και
Οι κομμουνάροι νοιώθουν ακόμα πιο

φυλακισμένοι απ' αυτόν

όσο η εξέγερση δεν θα ' ναι

παγκόσμια,

Έλεγε ο άνθρωπος με τα γυαλιά και
Την ιερατική γενειάδα που φαινόταν

Να κουβαλάει στους ώμους του όχι
Ακριβώς την εξέγερση αλλά σίγουρα

Το αναπόφευκτό της, σε έναν Ροσσέλ
Που εντρυφούσε στην πολεοδομία της

Πρώτης αχρονίας του λύεσθαι σε αυτόν
Τον κόσμο μέσ' απ'όλα τα ξενυχτισμένα

οδοφράγματα

της πόλης του Παρισιού,

Ο

Θιέρσος είναι αμετακίνητος, του είπε
Ξανά ο συνομιλητής του, δεν νομίζω

πως θα ελευθερώσει τον Μπλανκί,

Ξεφύσησε με μια στοχαστική λύπη,
Και συμπλήρωσε, θα προτείνω τώρα

να εκτελεστεί

ο Νταρμπουά,

Είναι αλήθεια βέβαια πως

Ένας αιδεσιμότατος λιγότερος στο
Παρίσι δεν πρόκειται να κάνει την

Κοινωνία περισσότερο ανθρώπινη
Ακόμα και αν την κάνει γι' αυτό

λιγότερο θεία,

Όμως ιδού μεταλαμβάνουμε κάθε
Ημέρα το σώμα και το αίμα ενός

Χρόνου που με τις γιορτινές ιαχές
Οδεύει προς την Γεννησαρέτ της

Ιστορίας,

Λουί,

Ότι το δίχως άλλο η κατάληψη της
Πόλης του φωτός συνεπάγεται και

μια σκιά

Στα οδοφράγματα των κομμουνάρων
Όταν αυτοί με αχαλίνωτη την ελπίδα

άλλο δεν κάνουν

Από το να αναμένουν τις ενισχύσεις από
Ένα αύριο που απλώνει ρίζες τόσο αργά

στα μυαλά των ανθρώπων

το λερό δάπεδο της επειγότητας

ποτέ μην καταφθάνοντας εγκαίρως,

Και αν σε αυτή την ταραχή μας μέλλει
Να χαθούμε, Λουί, τουλάχιστον δεν θα

'μαστε πια οι αγνοούμενοι της

Ιστορίας,

του έλεγε,

Και φάνηκε ακόμα στοχαστικότερος
Και με ένα βάρος μόλις σαν να έφυγε

απ' την καρδιά του,

Τι αξίζει περισσότερο, τον ρώτησε με
Τρόπο τέτοιο σα να ρώταγε τον εαυτό

του,

Ο χρόνος μιας ανθρώπινης ζωής ή

η Ιστορία, Λουί,

Η Ιστορία, του απάντησε τότε σχεδόν
Αυτοματικά ο Ροσσέλ όντας βέβαιος

Πως η απόκρισή του ήταν η πρέπουσα
Για το ύψος των φωτεινών περιστάσεων,

Λάθος,

Λουί,

Άκουγε τη φωνή του Φερρέ να έρχεται
Από το σκοτεινότερο βάραθρο ομιλίας

που θα μπορούσε άνθρωπος

να διαπιστώσει στην εμπειρία του·

Λάθος,

Ξανάκουσε την φωνή του συνομιλητή του
Μπροστά στο παράθυρό του και ανέμενε

σιωπηλός μια διευκρίνηση

Την

Ανυπόμονη έξαψη της ζωής κοιτάζοντας
Στους δρόμους της πόλης και τα χαρωπά

Πρόσωπα των οπλισμένων κομμουνάρων
Καθώς επέλυαν τα μυστικά μιας ιερότερης

εξίσωσης

του θανάτου με τη ζωή,

Όταν κάποτε μπορεί η τελευταία τόσο
Πειστικά, σε ό,τι ακόρεστα και άπρεπα

ορέγεται ο καιρός να επιβάλλει,

Τον εαυτό της άλλο

να μην αναβάλλει·