Sunday, October 30, 2011

ΤΟ ΦΩΣ ΣΤΟΥΣ ΠΡΟΠΟΔΕΣ ΤΟΥ ΒΟΥΝΟΥ

Το βουνό υψώνοταν σαν μέσα από
Χρόνια μυθικά και ξεχασμένα μιας

Άγνωστης καταδρομής των θεών
Επί των ανθρώπων· τα δε πυκνά

και λευκόφωτα

νέφη

που περιφρουρούσαν

Τις κορυφές του ωσεί οι στέφανοι
Δόξας τοσούτον μοναδιαίας όσον

και

Μια αλήθεια υψίκτητη και δύσκολα
Προσβάσιμη από τα χαμηλά της γης

Επεξετείνοντο βαθμηδόν προς την
Πλήρη ουράνια επικράτεια, ως εάν

Ο καπνός που άφηνε οπίσω της η
Μεγάλη σιωπή του θεού· αργότερα

πιθανολογήθηκε

Πως και

Η εξίσου αφημένη πολιτεία στους
Πρόποδές του, δεν κατοικείτο, ότι

Τα φώτα ήτανε πάντοτε κλειστά
Και μήποτε 'θεάθη άνθρωπος να

Βγαίνει απ' αυτήν στον υπόλοιπο
Κόσμο, μα και ποτέ αχός ή σάλος

δεν ακούστηκε

από μέσα·

Περνούσαν χρόνια κι άλλα, η ζωή
Προχωρούσε, ήλθαν ενιαυτοί και

Κύκλοι εποχών με ορμή και μανία
Αλλάζοντας το αμέτοχο πρόσωπο

της γης,

Όμως το βουνό παρέμενε ίδιο· το
Μόνο που φαινόταν πως είχε πια

αλλάξει

ήταν το ένα φως

μοναδικό

Που 'ρχότανε απ' την παρατημένη
Πολιτεία ωσάν να ξέχασε ο χρόνος

στο πέρασμά του

να το πάρει ξανά μαζί του·

Κάποιος μένει πια εκεί,

Είπανε τότε οι άνθρωποι, δίχως άλλο
Θα πρόκειται για ερημίτη ή ξένο, ας

Υπάγουμε εκεί να τον συναντήσουμε,
Συνέχιζαν να λένε, ας επιχειρήσουμε

Να έλθουμε σ' επαφή μ' αυτόν μήπως
Και μάθουμ' επιτέλους το νέο μυστικό

των ημερών,

Σίγουρα αυτός θα ξέρει, σίγουρα αυτός
Μας παρακολουθεί, υποψιάστηκαν και

τονίζαν ακόμα,

Εφ'όσον μόνος του κατοίκησε την
Έρημη πολιτεία, τότε εμείς πλέον

μόνοι μας

δεν είμαστε,

Λέγανε και κοιτάζανε από δεξιά και
Απ' αριστερά τους πληθυσμούς στις

εκτάσεις της γαίας

Που πληρούσανε με τις φωνές και
Ιαχές τους σαν έν το συμπαντιαίο

γήπεδο του πραγματικού,

Θα περιμένουμε εδώ, προτείναν άλλοι,
Δεν μπορεί, κάτι θα χρειαστεί από μας,

ξαναλέγανε,

και θα'ρθει ο ίδιος να μας βρει,

Και κοιτούσαν με σιγουριά στο βάθος
Σα να διακρίνανε ήδη μια ανθρώπινη

Μορφή

να έρχεται

προς το μέρος τους

Ενώ μια ομάδα απ' τον παγκόσμιο όχλο
Είχε ξεκινήσει ήδη για την πολιτεία στο

βουνό

Το οποίο ακραιφνώς παρέμενε ατάραχο
Στην όλη διακύμανση των γεγονότων με

το φως στους πρόποδές του

να μην σβήνει ποτέ,

Θεός ή διάβολος, άνθρωπος και μάγος
Όποιος και αν υπήρχε εκεί, μπορεί και

κανείς,

Πιστοποιούσε με επιμονή ένα κάποιο
Πλήρωμα του χρόνου· κάτι φαινόταν

διαφορετικό

στην υδρόγειο

σίγουρα

Διαφορετικό όσον και μια αποκάλυψη
Και αναγκαίο όσον και ένας ήλιος στο

στερέωμα

Αν και όχι βέβαιο εξ ίσου πως δεν ήταν
Ολικώς αδιάφορο προς τις ζωηρές των

ανθρώπων κινητοποιήσεις,

που το καλοδέχονταν

Οσαύτως με σπάνια μηχανευόμενη και
Σκόπιμη αισιοδοξία,

Ποτέ μην κρίνοντας ανεπανόρθωτη
Κι οριστική

Την μία, ανησυχητική φιλία

που 'δειχνε

Mονάχα προς τα βουνά·