Wednesday, October 26, 2011

ΓΩΓ ΚΑΙ ΜΑΓΩΓ ή Η Γένεση του Σωσία

Κάποτε συγκεντρωθήκανε στο ίδιο
Κρυφό σημείο αφού προσπέρασαν

τους

Ολίγους απομείναντες αιώνες που
Αργοπέθαιναν στην καταχνιά των

ήδη νεκρών αυτοκρατοριών,

Πίσω στον χρόνο

Εκεί απ' όπου είχε αρχίσει ο κόσμος
Και η ζωή· ήταν ίδιοι όπως και τότε,

Βλοσυροί και αποφασισμένοι μάγοι
Πάνω από τον ξέχειλο κρατήρα της

Aβύσσου

Και την πρώτη λάβα που επέρεε στα
Μυαλά των αφανέρωτων ανθρώπων

καθώς κοιμόνταν ακόμα

σαν τα έμβρυα

στην αρχαία ομίχλη,

Ας αποστείλουμε ξανά στο χάος το
Σπόρο της ομιλίας, είπανε κάποια

στιγμή,

Ας

Υπάρξουνε τα σώματα μέσ' από τον
Αδρό ύαλο, κι ας κοιμηθεί γλυκά το

φίδι

στη γη του μήλου

και

Τα όνειρά του ας κυλήσουν πυκνά
Σαν ύλη μία, έως τους πυλώνες της

ημέρας και της νυκτός.

Μα η φωτιά, τονίζανε,

η φωτιά του στόματός του,

Ας κυριεύσει πάντα τα έθνη και τον
Ίμερο των ανθρώπων, και την ζωή

ας καταβάλλει·

Ιδού η εποχή

του σωσία,

Φώναξαν, και ακόμα πιο βλοσυροί
Κοιτούσανε τον άδειο ουρανό, που

δεν απαντούσε

σε κανένα κάλεσμά τους

και την

Πρώτη πλάση που ερχόταν κατά μάζες
Μεγάλες ωσεί νύχτα λαλούσα γλώσσες

προανθρώπινες·

Από τα δε βάθη των ουρανίων σπηλαίων
Ακούγονταν ήδη σαν με χίλιους τρόμους

οι βογγές του ζωικού βασιλείου

κι οι οιμωγές μιας μάσκας άδειας

από μορφή,

Και εκείνος, σωσίας ενός πνεύματος πολύ
Μεγάλου, σωσίας του εαυτού του, θέλησε

ξανά στον εαυτό του

μέσα

να ταξιδέψει,

Την ατέρμονη Ιστορία των ανθρώπων
Και τις κραταιές πολιτείες που ήταν να

έλθουν

για άλλη μια φορά

στον κόσμο

Ποτέ μην στέργοντας να εγκαταλείψει,
Καθώς δεν έπαψε ούτε για μια στιγμή

Να περιστρέφεται στα πόδια του πλήθους
Ο ακράτητος, τρελλός κοχλίας· μασώντας

τα σκοτάδια

που αφήνανε στους δρόμους

οι περαστικοί

Και την ελπίδα ολοένα καταπίνοντας
Σαν αίμα, όταν οι άνθρωποι τοσούτον

ήσαν απησχολημένοι

να συντηρούν

Ένα Όνειρο ατέλειωτο κι επίμονο,
Που δεν φάνηκε ποτέ πως είχε την

πρόθεση

Να αποβεί κάτι λιγότερο από μία
Πραγματικότητα

Και κάτι περισσότερο από μία
Λέξη·