Friday, February 27, 2009

ΟΙ ΕΦΗΜΕΡΕΣ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΝΗΘΕΙΑΣ



Αγαμέμνων, σε παρακολουθώ
Από ώρα που πηγαίνεις από το

ένα σημείο

στο άλλο

Δίχως σταματημό,

Του είπε ξαφνικά η Κλυταιμνήστρα
Ενώ συγύριζε με την ηλεκτρική

σκούπα

το ανάκτορο

Που ήταν χωμένο σε μια παλιά
Πολυκατοικία στην άκρη της

λεωφόρου

Ο καταχθόνιος ήχος της συσκευής
Ωστόσο δεν επέτρεπε ακόμα στο

μήνυμά της

να ηχήσει

όπως θα 'πρεπε

Και οι σμπαραλιασμένες από το
Μέγα βουητό επιδράσεις των

λέξεων

Ουδόλως παρενέβησαν στην
Προαποφασισμένη πορεία του

βασιλέως

Κατά μήκος του μεγάλου διαδρόμου
Με κατευθύνση επαναληπτική από

το μπάνιο

προς

την κρεβατοκάμαρα

και αντιστρόφως

Η Κλυταιμνήστρα σταμάτησε τη
Σκούπα και επανέλαβε τα λόγια της

καθαρά

και ανεμπόδιστα

αυτή τη φορά

Όμως ο Αγαμέμνων φάνηκε και πάλι
Να μην ακούει, επιτάχυνε δε το βήμα

με το βλέμμα του

να κοιτάζει περιστροφικώς

τους τοίχους,

Αναρωτιέμαι,

Είπε εν τέλει στον εαυτό του και μόνο,
Αν ο διάδρομος αυτός καίτοι επιρρέει

Σε χώρους ορισμένους ένθεν κακείθεν
Μπορεί να απολήγει κάπου στο νου μου,

για τούτο

σίγουρος

δεν

είμαι

Θαρρώ έτσι κι αλλιώς πως κάθε τι στο
Κόσμο σε ένα διάδρομο θα λάμψει ή

θα χαροπαλέψει

Αλήθεια είναι αυτό και όχι ψέμματα
Και έχω την εντύπωση ακόμα πως

αυτό το κάθε τι

γεννιέται

πάντα καθ'οδόν

Και ουδαμώς εν στάσει, συνεπώς
Η φύση του κόσμου μάλλον είναι

αποδημητική

και απορρέουσα

από το ένα βήμα

στο άλλο

Από τη μια πρόφαση κινήσεως
Στην άλλη και από την μηδεμιά

απόφαση

στη μηδέ άλλη,

Είπε και στάθηκε αμέσως εκεί
Που βρισκόταν μην ξέροντας

πλέον

Ποιο μέρος του διαδρόμου ήταν
Το πρόσθιο και ποιο συνιστούσε

οπισθοχώρηση,

Όχι δεν γνωρίζω, είπε, και αν η
Φύση του κόσμου είναι αμφίδρομη

τότε

Ο κόσμος από μόνος του δεν είναι
Πάρα ένα κερί αναμμένο κι απ' τις

δυο πλευρές

που σιγοφλέγεται

στα έγκατα

Αυτής της παραπαίουσας θλίψης
Της πάντοτε κινουμένης σε μυαλό

ακίνητο

Μα και ο χρόνος είναι ένας διάδρομος
Χωρίς ορατές απολήξεις και από τις

δυο πλευρές του,

συμπλήρωσε,

Περπατάμε συνεχώς σε αυτό το μήκος
Δίχως ποτέ να ξέρουμε ακριβώς αν

πεθαίνουμε

στο παρελθόν

ή στο μέλλον,

'Ενας άνθρωπος που πεθαίνει, πεθαίνει
Με το βλέμμα μπροστά ή πίσω του;

Δεν είναι σαφές, κατέληξε ο Αγαμέμνων
Ενώ δήλωσε αμέσως ότι ο διάδρομος δεν

υπάρχει,

Δεν υπάρχει, είπε, προφανώς βιώνουμε
Μια στένωση στην όρασή μας και μόνο,

Δεν υπάρχει, είπε ξανά με ελεγχόμενη
Μετριοπαθή εξαλλοσύνη κοιτάζοντας

ολόγυρα

μην και δεν τον

άκουγε κανείς

Ενώ δεν τον άκουγε ουδείς άλλος από
Την Κλυταιμνήστρα η οποία δεν τον

άκουγε

ούτε αυτή,

Και ήδη φαινόταν σα ν'αγωνιζόταν
Να βγει από κει, σπρώχνοντας τους

τοίχους

με όχι μεγάλη δύναμη

στην αρχή

Καταλήγοντας κάποια στιγμή ωστόσο
Να τους χτυπάει δυνατότερα και με

όρεξη

Ενώ οι γείτονες από το

διπλανό διαμέρισμα

Ζητούσαν συγγνώμη για τη πιθανή
Φασαρία τους που παρ'όλ'αυτά δεν

αντιλαμβάνονταν

ποια ήταν ακριβώς,

Δεν υπάρχει, τους απάντησε οριστικά
Ο Αγαμέμνων συνεχίζοντας όμως να

πηγαινοέρχεται

με αποφασιστική μοιρολατρεία

στο διάδρομο

Ενώ η Κλυταιμνήστρα με ωμό ίλιγγο
Και με επιδεικτικά μισόκλειστα μάτια

Πατούσε ξανά σταθερά
Το κουμπί της σκούπας

Το βραχνό

και απαιτητικό

βογγητό της

Ελευθερώνοντας από τον σωλήνα
Στην οικουμένη

Γι' άλλη μια φορά


Saturday, February 21, 2009

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΑΜΨΗ


Στην ενδοχώρα της Ανταρκτικής
Στην πιο απόμακρη εσχατιά της

Δούλευε απαύστως η μηχανή
Που συντηρούσε τον κόσμο σε

κίνηση

Γύρω της δεν σημειωνόταν
Παρουσία ανθρώπων ει μη

οι

πάγοι

Οι οποίοι παρακολουθούσαν
Σιωπηλά τις βίαιες εκτινάξεις

Των εμβόλων

Και τις ωθήσεις των πιστονιών
Προς ένα πιθανώς σκοτεινό

αποτέλεσμα

Και ένας γηραιός φύλακας που
Κοιμόταν συνεχώς, λέγανε πως

Είχε την ηλικία αιώνων, ότι δεν
Ήταν πλέον άνθρωπος αλλά

Ξεχασμένη παρουσία από θάνατο
Ζωή και οφθαλμάπατη, "δεν είναι

πραγματικός",

είπαν κάποτε

Και ουδέποτε ασχοληθήκανε ξανά
Μ'αυτόν και τον αφήσανε ελεύθερο

Να σωριάζεται ελαφρά κοντά στη
Μηχανή με τα μάτια του μονίμως

ανοιχτά

Κίτρινα σαν της γάτας και ακίνητα
Σαν λήψη θεού από το υπερπέραν

Παρ'όλ'αυτά ποτέ του δεν ξυπνούσε
Και ας παραμίλαγε κάποιες φορές

στον ύπνο του

Στο δε έκκεντρο της μηχανής υπήρχε
Ένα πελώριο μεταλλικό μάτι που δεν

έκλεινε ποτέ

καθώς

εφώτιζε την

Γύρω επικράτεια με ισχύ ακτινοβολίας
Θα'λεγε κανείς πολλών οράσεων μαζί

Ενώ από τη περιφέρεια το γυμνό τοπίο
Σκοτείνιαζε αφύσικα σε κάθε λάμψη

του οφθαλμού

Λες και αυτός απορροφούσε πλήρως
Την ζωή των πληθυσμών της γης για

να μπορέσει

να υπάρξει,

Είναι μια δίκαιη ανταλλαγή, έλεγε στον
Ύπνο του που επαγρυπνούσε ο παλαιός

φύλακας,

Οι άνθρωποι γεννιούνται, μαθαίνουν να
Γράφουν το όνομά τους, πηγαίνουν στα

μουσεία,

Κάθονται γύρω από τις φωτιές, αλλάζουν
Δουλειά και ξαναφεύγουν με το τραίνο

μέσα στη νύχτα

να προλάβουν

τον έρωτα

Όμως κανείς τους δεν αντιλαμβάνεται
Πως ό,τι έζησε και ό,τι θα ζήσει μπορεί

Και να' ναι απλά μια ιδιοτροπία στη
Κίνηση αυτής της μηχανής που ίσως

ρυθμίστηκε

λάθος

εξ αρχής

Και οι τόσες εκατονταετίες

Που σχεδόν κυνηγημένες έφυγαν για
Πάντα από κοντά μας δεν ετελεύτησαν

επιτυχώς

Και ο χρόνος δεν μπόρεσε έως τώρα
Μια εικόνα να βαστήξει στο διηνεκές,

έλεγε

Ενώ τα κίτρινα μάτια του συνέχιζαν
Να κοιτάνε ακίνητα στο πουθενά

των πάγων,

Η τόση συσσώρευση ζωής επάλληλης
Σε στρώματα εποχών και περιόδων,

Η τόση ιστορία, το τόσο πλεόνασμα
Της προσδοκίας καθώς και το αίμα

που ράντισε

τις μεγάλες οικοδομές

της ελπίδας

Ουδόλως διέφεραν από αυτήν εδώ
Την επισυσσωμάτωση πάγου σε

πάγο

που σε χρόνο ύποπτο

επισυνέβη,

Ουδόλως πώς επέστειλαν έστω μία φορά
Την ακτίνα κυριαρχίας επί του οχληρού

θάμβους

της

δημιουργίας

Και κατά κανένα τρόπο δεν έστεψαν
Βασιλέα του χρόνου έστω και έναν

σκαπανέα

εκ των ανθρώπων

Σαν τ' αργά κάτω από την παγωμένη
Επιφάνεια βαρέα ύδατα που ποτέ δεν

καταλήγουν

σε

σπήλαιο

Οριστικώς, η ανθρωπότης χέεται
Από αιώνα σε αιώνα και από ζωή

σε ζωή

Στη ζωή όμως μη καταφθάνοντας
Μηδέ ωστόσο απομακρυνόμενη του

κλέους αυτής

Είναι

φανερό

Πως γρήγορα κατέστησαν οι κυνηγοί
Θηράματα μιας λάμψης που ποτέ δεν

Απεχώρησε απ' την δική τους τρικυμία
Του νου, είπε ο άνθρωπος των πάγων

Και σταμάτησε για λίγο να μιλάει λες
Και οι απότομες επιταχύνσεις της

Μηχανής στη κίνησή της προβλέπετο
Να διακόψουν τον ομιλούντα ύπνο του,

Θηράματα θαρρώ μιας λάμψης που έως
Τώρα απέφευγε να τους καταπιεί εντελώς,

Μονολογούσε πάλι και φάνηκε να
Δυσκολεύεται να αλλάξει πλευρό σε

Έναν έτσι κι αλλιώς δύσκολο ύπνο
Ενώ πιο δίπλα του η μηχανή έδειχνε

Να τραντάζεται ολοσχερώς από μία
Επιτέλεση σκοπού ακόμα άγνωστη

Επιχειρώντας πιθανώς να αποτινάξει
Μια για πάντα από τους βαρείς

βραχίονές της

Την με πλάγιο τρόπο κλεμμένη ζωή
Των ανθρώπων που είχε επικαθήσει

σ' αυτήν ωσεί

χιών

και κρύσταλλοι

του Κακού,

Σαν αρχαίο τοτέμ, ίσως το αρχαιότερο
Του κόσμου και με μια μεγαλοπρεπή

αποστροφή

στην ύπαρξη

Τιναζόταν σύσσωμη και συσπειρώνοταν
Σχεδόν τρέμοντας από ισχύ μεγαλύτερη

Από αυτή που μπορούσε συνήθως να
Αντέξει, οι δε σπασμοί της δεν φαινόταν

Να καταλήγουν σε ένα τέλος οριστικό
Ενώ το τοπίο ολόγυρά της και παντού

στον ορίζοντα

φωτοβολούσε

Μία αίγλη που ποτέ οι άνθρωποι δεν
Είχανε ως τώρα δει, η λάμψη ήταν

ορατή

Από χιλιάδες μίλια μακριά, και οι
Δορυφόροι της γης την κατέγραφαν

λεπτομερώς

από ψηλά

σαν στέμμα του κόσμου

Ενώ ο γηραιός άνθρωπος των πάγων
Εξακολουθούσε να κοιμάται δίπλα

στο

σειόμενο

μέταλλο,

Η μόνη συντροφιά του,
Ο ένας και μόνος

συνεχόμενος

κρότος του θανάτου

Δεν φαινόταν να τον απασχολεί ακόμα
Σοβαρά


Sunday, February 15, 2009

Η ΤΡΕΛΛΗ ΜΑΡΙΓΚΟΛΝΤ


Ασφαλώς θυμάμαι καλά, έλεγε
Ο Βελλεροφόντης, μέσα κει στη

στοά

της

ζωής

Πώς οι άνθρωποι σπρώχνονταν
Μεταξύ τους για να βγουν έξω

στον

ήλιο

όλοι μαζί σε

Μια ακατανόητη πομπή αίματος
Που τιναζόταν σπασμικώς στα

λόγια τους

Τα τόσο παρακλητικά, τα τόσο
Άδικα προς κάθε μέλλον και

προοπτική

φυγής

Μα το φως από τον ουρανό ποτέ
Δεν ερχόταν, αντ'αυτού μονάχα

Ο ηλεκτρικός λαμπτήρας μιας
Νιότης που μαραινόταν ήσυχα

στα δώματα

της

Χίμαιρας,

Μα κάπου θα πρέπει να υπάρχει
Ο ήλιος, λέγαν, κάπου θα πρέπει

να

πεθαίνει

και αυτός,

Ποτέ δεν τον είχαν δει, από τότε
Που γεννιόνταν ζούσαν μέσα σε

Μακρείς ελικοειδείς διαδρόμους
Ούτε επί γης μηδέ και υπ'αυτήν

Ό,τι είχαν ακούσει για τον ήλιο
Ήταν κάποιες ασαφείς διηγήσεις

Από τους παλαιοτέρους που είχαν
Μισοτυφλωθεί όταν τολμήσαν να

τον

κοιτάξουν

ευθέως

Μα και η νύχτα φαίνεται ότι τους
Ήταν άγνωστη, ζούσαν μονίμως

Σε ένα λυκόφως επιθυμιών και
Ελπίδων, το ισχνό φως στο κόσμο

Προέκυπτε απ' την ασθενική τους
Σκέψη και την αδυνατισμένη ιλύ

Του σώματός τους

καθώς

Η εκ των έσω φωτιά

Που τους συντηρούσε στη ζωή
Ολοένα έφθινε προς χάριν μιας

εσώκλειστης

τραγωδίας

του χρόνου

Οι βαρείς μονόβροντοι ήχοι που
Ακούγονταν όλοι την ώρα από

Την πλήρη έκταση της στοάς
Παρέπεμπαν σε κάποιες εργασίες

οικοδομήσεων

Που φαίνεται πως δεν τελείωναν
Ποτέ, δεν υπήρξε ποτέ ούτε ένας

άνθρωπος

Που εμφανιζόμενος να βεβαιώσει
Πως το έργο είχε περαιωθεί, ενώ

από

Τα ανοιχτά παράθυρα των τοίχων
Βόγγαγε η τρελλή Μάριγκολντ,

Μην με κοιτάτε, έλεγε, αφήστε με
Nα κοιτάξω εγώ, ότι την επαύριον

Ο κόσμος δεν θα υπάρξει πλέον
Και κάποιος θα πρέπει από νωρίς

Να μαζέψει τα σκουπίδια απ΄τους
Διαδρόμους της στοάς, να πάει τα

παιδιά

για ύπνο

Να κυνηγήσει τα σκυλιά, να πλύνει
Το φεγγάρι και να πέσει να κοιμηθεί

Ότι ένας τουλάχιστον θα πρέπει
Να είναι ζωντανός την κρίσιμη

στιγμή

Όταν μια δύναμη τρελλή από χέρι
Ξένο και οριστικό θα αποσύρει την

εικόνα

του

κόσμου

Και τότε, τα σκυλιά δεν πρέπει να
Είναι στους δρόμους, τα παιδιά

Θα πρέπει να κοιμούνται και το
Φεγγάρι να' ναι φρέσκο σαν ιαχή,

Και θυμάμαι επίσης καλά, συνέχισε
Να λέει ο Βελλεροφόντης, ότι την

Πρώτη νύχτα που πλάγιασα με την
Τρελλή Μάριγκολντ μου ανακοίνωσε

Πως ήταν θεά, όμως μου 'λεγε πως
Όλοι το ξέρανε πια και δεν δίναν

σημασία,

την είδα που

Αφαιρούσε ένα ένα τα άστρα από το
Απόκοσμο πρόσωπό της, και απαλά

Ξερρίζωνε τα σχοινιά από το σώμα
Της και τα άφηνε να φεύγουν σαν

φίδια

της

Εδέμ

Σε πάτωμα που ήταν πατημένο από
Χιλιάδες πόδια των σκιών που θέλαν

το κακό της,

Τους ακούς; μου έλεγε, να πρόσεξε
Τώρα καλύτερα και θα τους δεις

Είναι τρεις οι αρχηγοί τους και αυτοί
Ωθούν τους άλλους να με καταπιούν

ο Λέμφος,

ο Ιστίος

και ο Νοοκράτης,

Τρεις είναι οι κεφαλές του πλήθους
Σαν του τρισώματου Γηρυόνη, που

Θέλουν να μ'αρπάξουνε παντοτινά
Δεμένη να με σύρουνε στη κατηφόρα

της ζωής

και του

θανάτου

Μα κάποιες στιγμές, Βελλεροφών,
Έχω την εντύπωση πως απλά θέλει

Να με τρομάξει ο θεός αυτής της στοάς
Και τίποτ'άλλο, όμως δες με, εγώ από

νωρίς

Συγύρισα το πάτωμα με τις ωοθήκες
Και άφησα τα αιμοσφαίρια να πετούν

Σαν φυσαλλίδες δίπλα στους ανθρώπους
Έπιασα ένα ένα τα κύτταρά μου και τα

ανέκρινα

Όλα τους δεν είχαν να μου πουν παρά
Μια λέξη μόνον, γαστήρ, γαστήρ,

γαστήρ,

Φοβάμαι, Βελλεροφών, πως ο καιόμενος
Μέγας αστήρ που θα ρημάξει το κόσμο

για πάντα

θα γεννηθεί

από τη θλίψη μου

Και απ'τη δική μου κοιλία φωτιάς, α ,
Μην στρέφεις την κεφαλή αλλού! εδώ

είναι

η μεγάλη νύχτα σου

και όχι η ελαχίστη μέρα σου!

Η ρομφαία σου θα σκοτώσει μεν την
Χίμαιρά μου, επιβεβαίωσε τότε η

ολόφωτη

Μάριγκολντ,

Όμως αυτό δεν θα'ναι το τέλος των
Καιρών για σένα, ότι είσαι αυστηρός

Βελλεροφόντη,

τόσο

Που όταν θα σύρεις τ'άδειο πτώμα της
Κατάχαμα μες στα νεκράμπελα και τους

ριζώνες

της

πασιφάης λήθης

Καταραμένος θα'σαι που από φλόγα
Εαυτού ισόθεη και κρίμα νυχτός

ιωβηλαίας

τόπο άφησες

Σε χίμαιρα μα πιο μεγάλη απ' αυτή
Που σκότωσες, τα νεογέννητα ηλιακά

Ερίφιά της να σωριάσει μόνα τους
Στους εξακόσιους δρόμους να μιλούν

με γλώσσες

των ανθρώπων

γιατί

Άνθρωπος λέγεται το ζώο που με ανοιχτά
Τα μάτια και κλειστά τα παράθυρα του

θαμπού κόσμου

ονειρεύεται,

Βελλεροφών,

Που με κλειστά τα όνειρά του και ακόμα
Πιο κλειστά τα δάκρυά του, πάλι θα

συνεχίσει

να ονειρεύεται

Και εσύ είσαι δαίμονας, Βελλεροφών,
Ότι από έλξη εαυτού προς εαυτόν και

μόνον

θέλεις να συντρίψεις

το όνειρο

Ότι από βαθεία κλίση ισχύος στον
Εσώτερο παλμό σου απλώνεσαι

μέχρι

την

αιωνιότητα

Την ελικοφόρα των θεών αγρύπνια
Γύρω από τους βροτούς αψηφώντας

Και ιδού πλέον καθίστασαι ο ένας
Και μόνος ένοχος του πραγματικού

Ότι τον κόσμο αυτό νενίκηκας, όμως,
Σε άλλο βασίλειο δεν κατίσχυσες και

Μένεις πάλι εδώ ο δαίμονας μες στους
Δαίμονες να φλέγεσαι από πυρά νοός

θηριότροπα

και

διασταυρούμενα

Μα ό,τι πέθανε αρνείται να πεθάνει
Και ό,τι ζει ακόμα δεν μπορεί να ζήσει

Βελλεροφών,

Πρώιμη φωτιά του εσπέρου κι ύστερη
Στάχτη της σοφίας, καλείσαι για αυτό

ο ζων,

Και δεν μπορείς να ζήσεις γιατί είσαι
Ο ζων, Βελλεροφών, και η ζωή πάντα

Θα απαιτεί τα μνήματα στα ρόδα της
Για να υπάρξει, αλλά εσύ θα χάνεσαι

Μέσα στο ερημωμένο φως σου την
Αδύναμη φλόγα του κόσμου μην

στέργοντας

να αποσώσεις

οριστικά,

Είπε η Μάριγκολντ και έπεσε ξανά σε
Μια ενήμερη άβυσσο του μυαλού της

ενώ

ο Βελλεροφόντης

Σηκωνόταν αργά και δύσθυμα να πάει
Ν' ανάψει το πρώτο φως μέσα στο σκότος

της ερμούπολης των ενιαυτών

Καθώς ο Πήγασος συνέχιζε λίγο πιο μακριά
Να τρώει αμέριμνος

από τη κριθή

των διστακτικών ανθρώπων





Tuesday, February 10, 2009

ALLE GEGEN ALLE


Ιδού εμείς, είπαν ξαφνικά
Στον εργάτη του δικτύου

των αποχετεύσεων,

Ιδού και οι άλλοι, του είπαν
Ακόμα ξαφνικότερα, χωρίς

το βλέμμα τους

να μετακινηθεί αλλού

τον κοιτάζαν στα μάτια

σταθερά,

Εξ ορισμού είναι εχθροί μας
Ακόμα και αν δεν γνωρίζουμε

το γιατί

Ακόμη και αν δεν ξέρουμε σε τι
Συνίσταται εν τέλει ένας εχθρός

Και πάν' απ'όλα

Ουδόλως πράγματι μας νοιάζει
Αν τον θέλουμε για να πληρώσει

τα σπασμένα

ή

τη νύφη

Έτσι κι αλλιώς τόσο τα σπασμένα
Όσο και η νύφη δημιούργησαν

τον κόσμο αυτό

εν δραματική

πιστώσει

Έναντι μικρής προκαταβολής ζωής
Μέχρι τη συντέλεια των καιρών,α,

δεν δύναται

το ποσόν αυτό

ν' ανέλθει

Πέραν του προσδόκιμου του βίου
Δυστυχώς, εξήντα κι εβδομήντα

χρόνια

Δεν πληρωθήκανε τοις μετρητοίς
Ποτέ, μάλλον ο υπερπληθωρισμός

των

ονείρων

Δεν βρήκε αντίκρυσμα ακόμα σε
Χρυσό στην τράπεζα του θεού,

Κάποιος όμως θα πρέπει να δώσει
Εξηγήσεις, ένας τουλάχιστον από

τον ουρανό

θα πρέπει

να μιλήσει

Ουρανοκατέβατο παρ'όλ'αυτά δεν
Θα τον θεωρήσουμε, σίγουρα όχι

περισσότερο

απ'όσο την ίδια

την ζωή

Γι'αυτό χωρίς εχθρό φαντάζει
Μάλλον δύσκολο να υπάρξουμε,

Εφ' όσον εξαρχής διαλέξαμε να
Συνομιλούμε με έναν καθρέπτη

του βίου

κατά μήκος

της ψυχής μας

Εφ' όσον

Κάποιος τρόπος θα πρέπει να
Υπάρχει ώστε τα σπασμένα του

καθρέπτη

και

η νύφη

Που περιμένει στην εκκλησία
Ως χρέη να παραγράφονται

Τότε μας μένει το καθαρό, ατόφιο
Κέρδος ενός εχθρού που είναι ίσως

πιο αμήχανος

απ'όσο εμείς

Δεν ξέρει από πού ν' αρχίσει

Ούτε την καλημέρα λέει φυσικά
Ούτε την καληνύχτα να ψελλίσει

δεν μπορεί

αυτός

Αδιάφορο το ποιος, αμελητέο
Το πώς, σημασία έχει το ως

Είναι αυτός

πάει και τελείωσε

Να ξέρουμε πλέον τι μας γίνεται!
Συνηθίσαμε να λέμε και αυτό, μα

Το ζητούμενο βεβαίως είναι ένα
Τροποποιημένο αντίθετο, να μην

μάθουμε ποτέ

τι δεν μας γίνεται

Όμως εκείνο που μας μέλλει
Και περισσότερο απ'όλα

πρόκειται επάνω του

να επενδύσουμε

είναι πως

Θα 'ναι δικός μας, σκέφτηκαν,
Και προσέφεραν τσιγάρο

στο εργάτη

ο εχθρός, σου λέμε,

θα είναι ολόδικός μας

Ίσως το μόνο πράγμα που θα 'ναι
Πράγματι δικό μας σε αυτόν τον

κόσμο

'Εστω και αν ένας εχθρός είναι
Μάλλον ό,τι πιο εχθρικό εξ

ορισμού

Κάποιος θα πρέπει παρ'όλ'αυτά
Το βάρος του δικού μας εαυτού

να αναλάβει

Κάποιος

Που

Θα πρέπει την δική μας παράσταση
Ζωής να φέρει εις πέρας μα κυρίως

σε

κάποια

αρχή,

Κυρίως σε κάποια αρχή, είπαν ξανά
Και παρατήρησαν ότι ο αναπτήρας

Δεν άναβε, ενώ ο εργάτης περίμενε
Στοχαστικά με το τσιγάρο στο στόμα,

Τι ακριβώς περιμένεις; του είπαν
Δεν υπάρχει φωτιά, δεν ανάβει,

στρίβε,

του ανακοίνωσαν εν τέλει,

Αλλά ουδείς εκ των δύο πλευρών
Δεν αποφάσιζε να μετακινηθεί

από

την μεταξύ τους απόσταση

Το δε τσιγάρο συνέχιζε να κυμαίνεται
Στον άερα

άκαπνο

Αν και ήταν φανερό ότι από κάπου
Προέκυπτε μαρμαρυγή φωτιάς

άγνωστο

από πού


Thursday, February 5, 2009

THE PRIDE AND SORROW OF CHESS


Κατά τη διάρκεια εκείνης της
Συμπαντικής εσπέρας η τράπεζα

με τους

πεσσούς

Είχε μεταμορφωθεί σε ημέρα
Οργής, δεν έμοιαζε πλέον με

σκακιέρα,

Τα κομμάτια έδειχναν πως είχαν
Φωταγωγηθεί από εσώτερους

κραδασμούς

φώτων

και

Πηγαινοέρχονταν μόνα τους
Εδώ και εκεί, ενώ o ουρανός

είχε σκοτεινιάσει

τόσο πολύ

που ο ήλιος

Πλέον είχε γίνει ένα βουστάσιο
Ονείρων που αιμορροούσε στο

στερέωμα,

Στάνλεϋ,

Φώναξε τότε στον συμπαίκτη του
Ο Μόρφυ, εκείνο το αίμα που μας

οδήγησε

εδώ

σε τούτη τη σκακιέρα

Φαίνεται πως επιστρέφει ξανά,
Κοίτα τους πεσσούς πώς αίφνης

ζωντανέψαν

και με πύρινα μυαλά

γυρνούν σαν ήδη χορτασμένοι

έλικες

Να καταπιούν τον κόσμο οριστικά,
Δες τα μάτια τους πώς κοιτάζουν

γύρω γύρω

με τροπαιούχο δίψα

αφανισμού

Με μνήμη σαρωτική των γενεών
Και φωτιά που δεν είναι, λέγω,

του δικού μας

νου,

Μα λες να μ' έχουν εντοπίσει ήδη
Στάνλεϋ, θυμάμαι όταν ήμουνα

παιδί

πως

Δεν χωρούσε στο δικό μου κόσμο
Ο κόσμος, μόλις και μετά βίας

Στριμωχνόταν στην άκρη μήπως
Βρει λίγη τροφή απ'τα δικά μου

όνειρα

Ότι πλήρως μου ανήκε και εντός
Αυτού σκότος ζωής ουχ ευρέθη

Μονάχα

ο της αθανασίας λίθος,

Τώρα όμως εγώ ανήκω σε αυτόν
Τον κόσμο, είμαι πια δικός του,

κατάδικός του
,

αν με εννοείς,

Ενώ ο συμπαίκτης του πρότεινε
Ήδη ισοπαλία καθώς έβλεπε τα

κομμάτια

της

σκακιέρας

Να καταβροχθίζουν το ένα το άλλο
Με τον ουρανό από πάνω τους να

Έχει πια ξεσπάσει σε άγρια μπόρα,
Πάμε να φύγουμε, του είπε τότε ο

Μόρφυ,

Γίναμε μούσκεμα εδώ, μην μαζέψεις
Τα κομμάτια, άσ'τα να γυρίζουν σαν

τρελλά

μέχρι το τέλος

των αιώνων

Ίσως εμάς δεν προλάβουν να μας
Καταπιούν, Στάνλεϋ, ίσως, λέγω

και πρόσεξέ με

καλά

Η τέχνη μας να είναι όχι άλλο τι
Απ' αυτό εδώ, ζούμε την ζωή των

πεσσών

φίλε μου,

την δική μας ζωή

Αρνούμενοι να δώσουμε θήραμα
Στην ώχρα της πραγματικότητας

Το σκάκι είναι μια ανώτερη τέχνη
Για να πιάνουν επί τέλους τόπο η

περηφάνεια

και

η θλίψη μας

Και να μην γίνονται αξιοπερίεργα
Στις μυρμηγκοφωλιές των δούλων

Ο κόσμος αυτός είναι τόσο μακριά
Από εμάς όσο απέχει ο χρόνος από

ένα

ρολόι

Στάνλεϋ,

Όσο η νύχτα από τον άνθρωπο που
Κοιμάται, όσο η ομιλία από τις λέξεις,

Είναι μεγάλη η απόσταση, πίστεψέ με,
Του είπε, και του έκανε πάλι νόημα να

φύγουν

Ενώ από πολύ μακριά δύο ήταν οι
Επιτύμβιες πλάκες που αργά αργά

τους

παρακολουθούσαν,

Κρεμασμένες

Από τις στέγες του ορίζοντα με τους
Τύμβους στο έδαφος να χάσκουνε

ανοιχτοί

Και σώματα εν αυτοίς

ουχ ευρέθησαν

Μονάχα χρυσά στάχυα απλωμένα
Σαν ωκεανός μέχρι την άκρη του

μοναδικού γκρεμού

της γης

Και δύο

Ήταν τα ονόματα που ανασύρονταν
Στο ηλιακό ξέφωτο του θανάτου

Charles Henry Stanley, 1819 - 1901
Paul Charles Morphy, 1837 - 1884

με

μια

Λευκή

Κουκουβάγια που είχε ανακαθήσει
Στην μία πλάκα κοιτάζοντας με μάτι

νυσταγμένο μπροστά της

τα αμέτρητα φωτεινά λειβάδια

της ερημίας