Friday, February 27, 2009

ΟΙ ΕΦΗΜΕΡΕΣ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΝΗΘΕΙΑΣ



Αγαμέμνων, σε παρακολουθώ
Από ώρα που πηγαίνεις από το

ένα σημείο

στο άλλο

Δίχως σταματημό,

Του είπε ξαφνικά η Κλυταιμνήστρα
Ενώ συγύριζε με την ηλεκτρική

σκούπα

το ανάκτορο

Που ήταν χωμένο σε μια παλιά
Πολυκατοικία στην άκρη της

λεωφόρου

Ο καταχθόνιος ήχος της συσκευής
Ωστόσο δεν επέτρεπε ακόμα στο

μήνυμά της

να ηχήσει

όπως θα 'πρεπε

Και οι σμπαραλιασμένες από το
Μέγα βουητό επιδράσεις των

λέξεων

Ουδόλως παρενέβησαν στην
Προαποφασισμένη πορεία του

βασιλέως

Κατά μήκος του μεγάλου διαδρόμου
Με κατευθύνση επαναληπτική από

το μπάνιο

προς

την κρεβατοκάμαρα

και αντιστρόφως

Η Κλυταιμνήστρα σταμάτησε τη
Σκούπα και επανέλαβε τα λόγια της

καθαρά

και ανεμπόδιστα

αυτή τη φορά

Όμως ο Αγαμέμνων φάνηκε και πάλι
Να μην ακούει, επιτάχυνε δε το βήμα

με το βλέμμα του

να κοιτάζει περιστροφικώς

τους τοίχους,

Αναρωτιέμαι,

Είπε εν τέλει στον εαυτό του και μόνο,
Αν ο διάδρομος αυτός καίτοι επιρρέει

Σε χώρους ορισμένους ένθεν κακείθεν
Μπορεί να απολήγει κάπου στο νου μου,

για τούτο

σίγουρος

δεν

είμαι

Θαρρώ έτσι κι αλλιώς πως κάθε τι στο
Κόσμο σε ένα διάδρομο θα λάμψει ή

θα χαροπαλέψει

Αλήθεια είναι αυτό και όχι ψέμματα
Και έχω την εντύπωση ακόμα πως

αυτό το κάθε τι

γεννιέται

πάντα καθ'οδόν

Και ουδαμώς εν στάσει, συνεπώς
Η φύση του κόσμου μάλλον είναι

αποδημητική

και απορρέουσα

από το ένα βήμα

στο άλλο

Από τη μια πρόφαση κινήσεως
Στην άλλη και από την μηδεμιά

απόφαση

στη μηδέ άλλη,

Είπε και στάθηκε αμέσως εκεί
Που βρισκόταν μην ξέροντας

πλέον

Ποιο μέρος του διαδρόμου ήταν
Το πρόσθιο και ποιο συνιστούσε

οπισθοχώρηση,

Όχι δεν γνωρίζω, είπε, και αν η
Φύση του κόσμου είναι αμφίδρομη

τότε

Ο κόσμος από μόνος του δεν είναι
Πάρα ένα κερί αναμμένο κι απ' τις

δυο πλευρές

που σιγοφλέγεται

στα έγκατα

Αυτής της παραπαίουσας θλίψης
Της πάντοτε κινουμένης σε μυαλό

ακίνητο

Μα και ο χρόνος είναι ένας διάδρομος
Χωρίς ορατές απολήξεις και από τις

δυο πλευρές του,

συμπλήρωσε,

Περπατάμε συνεχώς σε αυτό το μήκος
Δίχως ποτέ να ξέρουμε ακριβώς αν

πεθαίνουμε

στο παρελθόν

ή στο μέλλον,

'Ενας άνθρωπος που πεθαίνει, πεθαίνει
Με το βλέμμα μπροστά ή πίσω του;

Δεν είναι σαφές, κατέληξε ο Αγαμέμνων
Ενώ δήλωσε αμέσως ότι ο διάδρομος δεν

υπάρχει,

Δεν υπάρχει, είπε, προφανώς βιώνουμε
Μια στένωση στην όρασή μας και μόνο,

Δεν υπάρχει, είπε ξανά με ελεγχόμενη
Μετριοπαθή εξαλλοσύνη κοιτάζοντας

ολόγυρα

μην και δεν τον

άκουγε κανείς

Ενώ δεν τον άκουγε ουδείς άλλος από
Την Κλυταιμνήστρα η οποία δεν τον

άκουγε

ούτε αυτή,

Και ήδη φαινόταν σα ν'αγωνιζόταν
Να βγει από κει, σπρώχνοντας τους

τοίχους

με όχι μεγάλη δύναμη

στην αρχή

Καταλήγοντας κάποια στιγμή ωστόσο
Να τους χτυπάει δυνατότερα και με

όρεξη

Ενώ οι γείτονες από το

διπλανό διαμέρισμα

Ζητούσαν συγγνώμη για τη πιθανή
Φασαρία τους που παρ'όλ'αυτά δεν

αντιλαμβάνονταν

ποια ήταν ακριβώς,

Δεν υπάρχει, τους απάντησε οριστικά
Ο Αγαμέμνων συνεχίζοντας όμως να

πηγαινοέρχεται

με αποφασιστική μοιρολατρεία

στο διάδρομο

Ενώ η Κλυταιμνήστρα με ωμό ίλιγγο
Και με επιδεικτικά μισόκλειστα μάτια

Πατούσε ξανά σταθερά
Το κουμπί της σκούπας

Το βραχνό

και απαιτητικό

βογγητό της

Ελευθερώνοντας από τον σωλήνα
Στην οικουμένη

Γι' άλλη μια φορά