Saturday, February 21, 2009
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΑΜΨΗ
Στην ενδοχώρα της Ανταρκτικής
Στην πιο απόμακρη εσχατιά της
Δούλευε απαύστως η μηχανή
Που συντηρούσε τον κόσμο σε
κίνηση
Γύρω της δεν σημειωνόταν
Παρουσία ανθρώπων ει μη
οι
πάγοι
Οι οποίοι παρακολουθούσαν
Σιωπηλά τις βίαιες εκτινάξεις
Των εμβόλων
Και τις ωθήσεις των πιστονιών
Προς ένα πιθανώς σκοτεινό
αποτέλεσμα
Και ένας γηραιός φύλακας που
Κοιμόταν συνεχώς, λέγανε πως
Είχε την ηλικία αιώνων, ότι δεν
Ήταν πλέον άνθρωπος αλλά
Ξεχασμένη παρουσία από θάνατο
Ζωή και οφθαλμάπατη, "δεν είναι
πραγματικός",
είπαν κάποτε
Και ουδέποτε ασχοληθήκανε ξανά
Μ'αυτόν και τον αφήσανε ελεύθερο
Να σωριάζεται ελαφρά κοντά στη
Μηχανή με τα μάτια του μονίμως
ανοιχτά
Κίτρινα σαν της γάτας και ακίνητα
Σαν λήψη θεού από το υπερπέραν
Παρ'όλ'αυτά ποτέ του δεν ξυπνούσε
Και ας παραμίλαγε κάποιες φορές
στον ύπνο του
Στο δε έκκεντρο της μηχανής υπήρχε
Ένα πελώριο μεταλλικό μάτι που δεν
έκλεινε ποτέ
καθώς
εφώτιζε την
Γύρω επικράτεια με ισχύ ακτινοβολίας
Θα'λεγε κανείς πολλών οράσεων μαζί
Ενώ από τη περιφέρεια το γυμνό τοπίο
Σκοτείνιαζε αφύσικα σε κάθε λάμψη
του οφθαλμού
Λες και αυτός απορροφούσε πλήρως
Την ζωή των πληθυσμών της γης για
να μπορέσει
να υπάρξει,
Είναι μια δίκαιη ανταλλαγή, έλεγε στον
Ύπνο του που επαγρυπνούσε ο παλαιός
φύλακας,
Οι άνθρωποι γεννιούνται, μαθαίνουν να
Γράφουν το όνομά τους, πηγαίνουν στα
μουσεία,
Κάθονται γύρω από τις φωτιές, αλλάζουν
Δουλειά και ξαναφεύγουν με το τραίνο
μέσα στη νύχτα
να προλάβουν
τον έρωτα
Όμως κανείς τους δεν αντιλαμβάνεται
Πως ό,τι έζησε και ό,τι θα ζήσει μπορεί
Και να' ναι απλά μια ιδιοτροπία στη
Κίνηση αυτής της μηχανής που ίσως
ρυθμίστηκε
λάθος
εξ αρχής
Και οι τόσες εκατονταετίες
Που σχεδόν κυνηγημένες έφυγαν για
Πάντα από κοντά μας δεν ετελεύτησαν
επιτυχώς
Και ο χρόνος δεν μπόρεσε έως τώρα
Μια εικόνα να βαστήξει στο διηνεκές,
έλεγε
Ενώ τα κίτρινα μάτια του συνέχιζαν
Να κοιτάνε ακίνητα στο πουθενά
των πάγων,
Η τόση συσσώρευση ζωής επάλληλης
Σε στρώματα εποχών και περιόδων,
Η τόση ιστορία, το τόσο πλεόνασμα
Της προσδοκίας καθώς και το αίμα
που ράντισε
τις μεγάλες οικοδομές
της ελπίδας
Ουδόλως διέφεραν από αυτήν εδώ
Την επισυσσωμάτωση πάγου σε
πάγο
που σε χρόνο ύποπτο
επισυνέβη,
Ουδόλως πώς επέστειλαν έστω μία φορά
Την ακτίνα κυριαρχίας επί του οχληρού
θάμβους
της
δημιουργίας
Και κατά κανένα τρόπο δεν έστεψαν
Βασιλέα του χρόνου έστω και έναν
σκαπανέα
εκ των ανθρώπων
Σαν τ' αργά κάτω από την παγωμένη
Επιφάνεια βαρέα ύδατα που ποτέ δεν
καταλήγουν
σε
σπήλαιο
Οριστικώς, η ανθρωπότης χέεται
Από αιώνα σε αιώνα και από ζωή
σε ζωή
Στη ζωή όμως μη καταφθάνοντας
Μηδέ ωστόσο απομακρυνόμενη του
κλέους αυτής
Είναι
φανερό
Πως γρήγορα κατέστησαν οι κυνηγοί
Θηράματα μιας λάμψης που ποτέ δεν
Απεχώρησε απ' την δική τους τρικυμία
Του νου, είπε ο άνθρωπος των πάγων
Και σταμάτησε για λίγο να μιλάει λες
Και οι απότομες επιταχύνσεις της
Μηχανής στη κίνησή της προβλέπετο
Να διακόψουν τον ομιλούντα ύπνο του,
Θηράματα θαρρώ μιας λάμψης που έως
Τώρα απέφευγε να τους καταπιεί εντελώς,
Μονολογούσε πάλι και φάνηκε να
Δυσκολεύεται να αλλάξει πλευρό σε
Έναν έτσι κι αλλιώς δύσκολο ύπνο
Ενώ πιο δίπλα του η μηχανή έδειχνε
Να τραντάζεται ολοσχερώς από μία
Επιτέλεση σκοπού ακόμα άγνωστη
Επιχειρώντας πιθανώς να αποτινάξει
Μια για πάντα από τους βαρείς
βραχίονές της
Την με πλάγιο τρόπο κλεμμένη ζωή
Των ανθρώπων που είχε επικαθήσει
σ' αυτήν ωσεί
χιών
και κρύσταλλοι
του Κακού,
Σαν αρχαίο τοτέμ, ίσως το αρχαιότερο
Του κόσμου και με μια μεγαλοπρεπή
αποστροφή
στην ύπαρξη
Τιναζόταν σύσσωμη και συσπειρώνοταν
Σχεδόν τρέμοντας από ισχύ μεγαλύτερη
Από αυτή που μπορούσε συνήθως να
Αντέξει, οι δε σπασμοί της δεν φαινόταν
Να καταλήγουν σε ένα τέλος οριστικό
Ενώ το τοπίο ολόγυρά της και παντού
στον ορίζοντα
φωτοβολούσε
Μία αίγλη που ποτέ οι άνθρωποι δεν
Είχανε ως τώρα δει, η λάμψη ήταν
ορατή
Από χιλιάδες μίλια μακριά, και οι
Δορυφόροι της γης την κατέγραφαν
λεπτομερώς
από ψηλά
σαν στέμμα του κόσμου
Ενώ ο γηραιός άνθρωπος των πάγων
Εξακολουθούσε να κοιμάται δίπλα
στο
σειόμενο
μέταλλο,
Η μόνη συντροφιά του,
Ο ένας και μόνος
συνεχόμενος
κρότος του θανάτου
Δεν φαινόταν να τον απασχολεί ακόμα
Σοβαρά