Sunday, February 15, 2009
Η ΤΡΕΛΛΗ ΜΑΡΙΓΚΟΛΝΤ
Ασφαλώς θυμάμαι καλά, έλεγε
Ο Βελλεροφόντης, μέσα κει στη
στοά
της
ζωής
Πώς οι άνθρωποι σπρώχνονταν
Μεταξύ τους για να βγουν έξω
στον
ήλιο
όλοι μαζί σε
Μια ακατανόητη πομπή αίματος
Που τιναζόταν σπασμικώς στα
λόγια τους
Τα τόσο παρακλητικά, τα τόσο
Άδικα προς κάθε μέλλον και
προοπτική
φυγής
Μα το φως από τον ουρανό ποτέ
Δεν ερχόταν, αντ'αυτού μονάχα
Ο ηλεκτρικός λαμπτήρας μιας
Νιότης που μαραινόταν ήσυχα
στα δώματα
της
Χίμαιρας,
Μα κάπου θα πρέπει να υπάρχει
Ο ήλιος, λέγαν, κάπου θα πρέπει
να
πεθαίνει
και αυτός,
Ποτέ δεν τον είχαν δει, από τότε
Που γεννιόνταν ζούσαν μέσα σε
Μακρείς ελικοειδείς διαδρόμους
Ούτε επί γης μηδέ και υπ'αυτήν
Ό,τι είχαν ακούσει για τον ήλιο
Ήταν κάποιες ασαφείς διηγήσεις
Από τους παλαιοτέρους που είχαν
Μισοτυφλωθεί όταν τολμήσαν να
τον
κοιτάξουν
ευθέως
Μα και η νύχτα φαίνεται ότι τους
Ήταν άγνωστη, ζούσαν μονίμως
Σε ένα λυκόφως επιθυμιών και
Ελπίδων, το ισχνό φως στο κόσμο
Προέκυπτε απ' την ασθενική τους
Σκέψη και την αδυνατισμένη ιλύ
Του σώματός τους
καθώς
Η εκ των έσω φωτιά
Που τους συντηρούσε στη ζωή
Ολοένα έφθινε προς χάριν μιας
εσώκλειστης
τραγωδίας
του χρόνου
Οι βαρείς μονόβροντοι ήχοι που
Ακούγονταν όλοι την ώρα από
Την πλήρη έκταση της στοάς
Παρέπεμπαν σε κάποιες εργασίες
οικοδομήσεων
Που φαίνεται πως δεν τελείωναν
Ποτέ, δεν υπήρξε ποτέ ούτε ένας
άνθρωπος
Που εμφανιζόμενος να βεβαιώσει
Πως το έργο είχε περαιωθεί, ενώ
από
Τα ανοιχτά παράθυρα των τοίχων
Βόγγαγε η τρελλή Μάριγκολντ,
Μην με κοιτάτε, έλεγε, αφήστε με
Nα κοιτάξω εγώ, ότι την επαύριον
Ο κόσμος δεν θα υπάρξει πλέον
Και κάποιος θα πρέπει από νωρίς
Να μαζέψει τα σκουπίδια απ΄τους
Διαδρόμους της στοάς, να πάει τα
παιδιά
για ύπνο
Να κυνηγήσει τα σκυλιά, να πλύνει
Το φεγγάρι και να πέσει να κοιμηθεί
Ότι ένας τουλάχιστον θα πρέπει
Να είναι ζωντανός την κρίσιμη
στιγμή
Όταν μια δύναμη τρελλή από χέρι
Ξένο και οριστικό θα αποσύρει την
εικόνα
του
κόσμου
Και τότε, τα σκυλιά δεν πρέπει να
Είναι στους δρόμους, τα παιδιά
Θα πρέπει να κοιμούνται και το
Φεγγάρι να' ναι φρέσκο σαν ιαχή,
Και θυμάμαι επίσης καλά, συνέχισε
Να λέει ο Βελλεροφόντης, ότι την
Πρώτη νύχτα που πλάγιασα με την
Τρελλή Μάριγκολντ μου ανακοίνωσε
Πως ήταν θεά, όμως μου 'λεγε πως
Όλοι το ξέρανε πια και δεν δίναν
σημασία,
την είδα που
Αφαιρούσε ένα ένα τα άστρα από το
Απόκοσμο πρόσωπό της, και απαλά
Ξερρίζωνε τα σχοινιά από το σώμα
Της και τα άφηνε να φεύγουν σαν
φίδια
της
Εδέμ
Σε πάτωμα που ήταν πατημένο από
Χιλιάδες πόδια των σκιών που θέλαν
το κακό της,
Τους ακούς; μου έλεγε, να πρόσεξε
Τώρα καλύτερα και θα τους δεις
Είναι τρεις οι αρχηγοί τους και αυτοί
Ωθούν τους άλλους να με καταπιούν
ο Λέμφος,
ο Ιστίος
και ο Νοοκράτης,
Τρεις είναι οι κεφαλές του πλήθους
Σαν του τρισώματου Γηρυόνη, που
Θέλουν να μ'αρπάξουνε παντοτινά
Δεμένη να με σύρουνε στη κατηφόρα
της ζωής
και του
θανάτου
Μα κάποιες στιγμές, Βελλεροφών,
Έχω την εντύπωση πως απλά θέλει
Να με τρομάξει ο θεός αυτής της στοάς
Και τίποτ'άλλο, όμως δες με, εγώ από
νωρίς
Συγύρισα το πάτωμα με τις ωοθήκες
Και άφησα τα αιμοσφαίρια να πετούν
Σαν φυσαλλίδες δίπλα στους ανθρώπους
Έπιασα ένα ένα τα κύτταρά μου και τα
ανέκρινα
Όλα τους δεν είχαν να μου πουν παρά
Μια λέξη μόνον, γαστήρ, γαστήρ,
γαστήρ,
Φοβάμαι, Βελλεροφών, πως ο καιόμενος
Μέγας αστήρ που θα ρημάξει το κόσμο
για πάντα
θα γεννηθεί
από τη θλίψη μου
Και απ'τη δική μου κοιλία φωτιάς, α ,
Μην στρέφεις την κεφαλή αλλού! εδώ
είναι
η μεγάλη νύχτα σου
και όχι η ελαχίστη μέρα σου!
Η ρομφαία σου θα σκοτώσει μεν την
Χίμαιρά μου, επιβεβαίωσε τότε η
ολόφωτη
Μάριγκολντ,
Όμως αυτό δεν θα'ναι το τέλος των
Καιρών για σένα, ότι είσαι αυστηρός
Βελλεροφόντη,
τόσο
Που όταν θα σύρεις τ'άδειο πτώμα της
Κατάχαμα μες στα νεκράμπελα και τους
ριζώνες
της
πασιφάης λήθης
Καταραμένος θα'σαι που από φλόγα
Εαυτού ισόθεη και κρίμα νυχτός
ιωβηλαίας
τόπο άφησες
Σε χίμαιρα μα πιο μεγάλη απ' αυτή
Που σκότωσες, τα νεογέννητα ηλιακά
Ερίφιά της να σωριάσει μόνα τους
Στους εξακόσιους δρόμους να μιλούν
με γλώσσες
των ανθρώπων
γιατί
Άνθρωπος λέγεται το ζώο που με ανοιχτά
Τα μάτια και κλειστά τα παράθυρα του
θαμπού κόσμου
ονειρεύεται,
Βελλεροφών,
Που με κλειστά τα όνειρά του και ακόμα
Πιο κλειστά τα δάκρυά του, πάλι θα
συνεχίσει
να ονειρεύεται
Και εσύ είσαι δαίμονας, Βελλεροφών,
Ότι από έλξη εαυτού προς εαυτόν και
μόνον
θέλεις να συντρίψεις
το όνειρο
Ότι από βαθεία κλίση ισχύος στον
Εσώτερο παλμό σου απλώνεσαι
μέχρι
την
αιωνιότητα
Την ελικοφόρα των θεών αγρύπνια
Γύρω από τους βροτούς αψηφώντας
Και ιδού πλέον καθίστασαι ο ένας
Και μόνος ένοχος του πραγματικού
Ότι τον κόσμο αυτό νενίκηκας, όμως,
Σε άλλο βασίλειο δεν κατίσχυσες και
Μένεις πάλι εδώ ο δαίμονας μες στους
Δαίμονες να φλέγεσαι από πυρά νοός
θηριότροπα
και
διασταυρούμενα
Μα ό,τι πέθανε αρνείται να πεθάνει
Και ό,τι ζει ακόμα δεν μπορεί να ζήσει
Βελλεροφών,
Πρώιμη φωτιά του εσπέρου κι ύστερη
Στάχτη της σοφίας, καλείσαι για αυτό
ο ζων,
Και δεν μπορείς να ζήσεις γιατί είσαι
Ο ζων, Βελλεροφών, και η ζωή πάντα
Θα απαιτεί τα μνήματα στα ρόδα της
Για να υπάρξει, αλλά εσύ θα χάνεσαι
Μέσα στο ερημωμένο φως σου την
Αδύναμη φλόγα του κόσμου μην
στέργοντας
να αποσώσεις
οριστικά,
Είπε η Μάριγκολντ και έπεσε ξανά σε
Μια ενήμερη άβυσσο του μυαλού της
ενώ
ο Βελλεροφόντης
Σηκωνόταν αργά και δύσθυμα να πάει
Ν' ανάψει το πρώτο φως μέσα στο σκότος
της ερμούπολης των ενιαυτών
Καθώς ο Πήγασος συνέχιζε λίγο πιο μακριά
Να τρώει αμέριμνος
από τη κριθή
των διστακτικών ανθρώπων