Thursday, February 5, 2009
THE PRIDE AND SORROW OF CHESS
Κατά τη διάρκεια εκείνης της
Συμπαντικής εσπέρας η τράπεζα
με τους
πεσσούς
Είχε μεταμορφωθεί σε ημέρα
Οργής, δεν έμοιαζε πλέον με
σκακιέρα,
Τα κομμάτια έδειχναν πως είχαν
Φωταγωγηθεί από εσώτερους
κραδασμούς
φώτων
και
Πηγαινοέρχονταν μόνα τους
Εδώ και εκεί, ενώ o ουρανός
είχε σκοτεινιάσει
τόσο πολύ
που ο ήλιος
Πλέον είχε γίνει ένα βουστάσιο
Ονείρων που αιμορροούσε στο
στερέωμα,
Στάνλεϋ,
Φώναξε τότε στον συμπαίκτη του
Ο Μόρφυ, εκείνο το αίμα που μας
οδήγησε
εδώ
σε τούτη τη σκακιέρα
Φαίνεται πως επιστρέφει ξανά,
Κοίτα τους πεσσούς πώς αίφνης
ζωντανέψαν
και με πύρινα μυαλά
γυρνούν σαν ήδη χορτασμένοι
έλικες
Να καταπιούν τον κόσμο οριστικά,
Δες τα μάτια τους πώς κοιτάζουν
γύρω γύρω
με τροπαιούχο δίψα
αφανισμού
Με μνήμη σαρωτική των γενεών
Και φωτιά που δεν είναι, λέγω,
του δικού μας
νου,
Μα λες να μ' έχουν εντοπίσει ήδη
Στάνλεϋ, θυμάμαι όταν ήμουνα
παιδί
πως
Δεν χωρούσε στο δικό μου κόσμο
Ο κόσμος, μόλις και μετά βίας
Στριμωχνόταν στην άκρη μήπως
Βρει λίγη τροφή απ'τα δικά μου
όνειρα
Ότι πλήρως μου ανήκε και εντός
Αυτού σκότος ζωής ουχ ευρέθη
Μονάχα
ο της αθανασίας λίθος,
Τώρα όμως εγώ ανήκω σε αυτόν
Τον κόσμο, είμαι πια δικός του,
κατάδικός του,
αν με εννοείς,
Ενώ ο συμπαίκτης του πρότεινε
Ήδη ισοπαλία καθώς έβλεπε τα
κομμάτια
της
σκακιέρας
Να καταβροχθίζουν το ένα το άλλο
Με τον ουρανό από πάνω τους να
Έχει πια ξεσπάσει σε άγρια μπόρα,
Πάμε να φύγουμε, του είπε τότε ο
Μόρφυ,
Γίναμε μούσκεμα εδώ, μην μαζέψεις
Τα κομμάτια, άσ'τα να γυρίζουν σαν
τρελλά
μέχρι το τέλος
των αιώνων
Ίσως εμάς δεν προλάβουν να μας
Καταπιούν, Στάνλεϋ, ίσως, λέγω
και πρόσεξέ με
καλά
Η τέχνη μας να είναι όχι άλλο τι
Απ' αυτό εδώ, ζούμε την ζωή των
πεσσών
φίλε μου,
την δική μας ζωή
Αρνούμενοι να δώσουμε θήραμα
Στην ώχρα της πραγματικότητας
Το σκάκι είναι μια ανώτερη τέχνη
Για να πιάνουν επί τέλους τόπο η
περηφάνεια
και
η θλίψη μας
Και να μην γίνονται αξιοπερίεργα
Στις μυρμηγκοφωλιές των δούλων
Ο κόσμος αυτός είναι τόσο μακριά
Από εμάς όσο απέχει ο χρόνος από
ένα
ρολόι
Στάνλεϋ,
Όσο η νύχτα από τον άνθρωπο που
Κοιμάται, όσο η ομιλία από τις λέξεις,
Είναι μεγάλη η απόσταση, πίστεψέ με,
Του είπε, και του έκανε πάλι νόημα να
φύγουν
Ενώ από πολύ μακριά δύο ήταν οι
Επιτύμβιες πλάκες που αργά αργά
τους
παρακολουθούσαν,
Κρεμασμένες
Από τις στέγες του ορίζοντα με τους
Τύμβους στο έδαφος να χάσκουνε
ανοιχτοί
Και σώματα εν αυτοίς
ουχ ευρέθησαν
Μονάχα χρυσά στάχυα απλωμένα
Σαν ωκεανός μέχρι την άκρη του
μοναδικού γκρεμού
της γης
Και δύο
Ήταν τα ονόματα που ανασύρονταν
Στο ηλιακό ξέφωτο του θανάτου
Charles Henry Stanley, 1819 - 1901
Paul Charles Morphy, 1837 - 1884
με
μια
Λευκή
Κουκουβάγια που είχε ανακαθήσει
Στην μία πλάκα κοιτάζοντας με μάτι
νυσταγμένο μπροστά της
τα αμέτρητα φωτεινά λειβάδια
της ερημίας