Monday, September 22, 2008

Ο ΜΕΛΛΩΝ ΕΠΙΣΤΡΕΨΑΙ

Τρία χρόνια συνεχομένων αναρτήσεων είναι αρκετά ώστε το ιστολόγιό μου να ...ζητήσει διακοπές (και μάλιστα χειμερινές). Νοιώθω ότι και οι δυο περίοδοι του ιστολογίου ήταν πολύ παραγωγικές όσον αφορά την ποιητική μου, ιδιαίτερα η δεύτερη. Θα "επιστρέψω" μάλλον κατά τις αρχές του νέου έτους, καλώς εχόντων των πραγμάτων. Εκτάκτως μπορεί να αναρτώνται διάφορα κείμενα στα άλλα δύο ιστολόγιά μου. Ευχαριστώ όλους τους φίλους και αναγνώστες για το ειλικρινές ενδιαφέρον τους επ'αυτού του ιστολογίου. Θα τα ξαναπούμε σχετικώς σύντομα.

Κατ'εξαίρεσιν, και για αυτή την ανάρτηση τα σχόλια θα είναι ανοιχτά για όποιον θα ήθελε είτε τώρα είτε προϊόντος του χρόνου να εκφράσει κάποια σκέψη.


Friday, September 19, 2008

Ο ΚΡΙΚΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΛΕΙΨΕ


Είμαστε όλοι ερωτευμένοι με τη
Ζωή, Αγαμέμνων, έλεγε ο μέσος

Μυκηναίος

μπροστά στον βασιλιά του

Που βαριόταν εκείνη τη στιγμή
Θανάσιμα· τούτο βέβαια της

προσοχής σου

δεν θα 'χει διαφύγει,

Συνέχισε

Ο εξομολογούμενος άνθρωπος που
Κοιτούσε τον συνομιλητή του με

πλάγιο

καχύποπτο

βλέμμα,

Εσύ όμως Αγαμέμνων φαντάζεις σα να
Είσαι ερωτευμένος όχι με τη ζωή αλλά

με κάτι

Πέραν αυτής χωρίς να είναι ο θάνατος
Ωστόσο· σ'ελκύει το απαλό θρόισμα

του πέπλου

πάνω στη πραγματικότητα

Αν είσαι εικονοκλάστης, Αγαμέμνων,
Τότε κακώς είσαι βασιλιάς μου και

με διοικείς

Λάβε υπ'όψιν σοβαρώς ότι σκοπεύω
Να σε ανατρέψω και άλλον άρχοντα

στη θέση σου

να εγκαταστήσω

-ελπίζω ότι με καταλαβαίνεις,

Οι δυο άντρες στέκονταν όρθιοι στο
Περίπτερο ενός λούνα παρκ, πετούσαν

κρίκους

στα μπουκάλια,

Προσπαθώ

Να κερδίσω εκείνο το Chateau Margaux
Που βλέπεις, είπε ο Αγαμέμνων ενώ η

προσοχή του

ήταν τεταμένη

σαν χορδή σε τόξο οπλίτου,

Όμως, παπαί, δεν γίνεται, οι κρίκοι
Επιπίπτουν παραπλεύρως και ο

ο οίνος

διαφεύγει εισέτι

της αρπαγής,

Γιατί μου τα λες αυτά Αγαμέμνων;
Ρώτησε ο άλλος δοκιμάζοντας

ανεπιτυχώς

να σκοπεύσει την ίδια

μποτίλια,

Βλέπω πως κι εσύ δεν έχεις καλύτερη
Τύχη, είπε τότε ο Ατρείδης, είναι

Πιθανώς η μποτίλια αυτή το όριό μας
Μεταξύ ημών και του κόσμου,

Άρα ματαίως επιζητείς την βασιλεία,
Ματαίως, επανέλαβε ο Αγαμέμνων,

Δες εμένα, του είπε, καίτοι βασιλεύς
Δεν δύναμαι ωστόσο να βασιλεύσω

σε μια επικράτεια

μεγαλύτερη της σκέψεώς μου

Τα πάντα γύρω μου αλλάζουνε με
Εμμένουσα βλακεία, όμως δεν

βλέπω

λόγο

Να αναδιανέμομαι και να χορηγούμαι
Στη πραγματικότητα με ρυθμό μίας

φωσφοριζούσης

αλυσίδας

αλλαγών,

Λέγω αθώε υπήκοε τελικά, κάτι το
Τόσο απλό: προσπαθώ να γίνω η

μποτίλια

του Chateau Margaux

Επί της οποίας κρίκος στην αλυσίδα
Των γεγονότων δεν στρέφεται ποτέ

Και αυτήν ουδόλως εμπλέκει·

Ο Μυκηναίος τον κοιτούσε παράξενα·
Και οι δυο κάποια στιγμή άρχισαν

να κοιτάζουν

ο ένας τον άλλον

μην αρθρώνοντας λέξη

Μονάχα μια απορία στα νοήματα
Που κάναν με τα χέρια και με τα

μάτια γελαστά

για να συνεννοηθούν

όσον αφορά

Το ποιος θα σκοπεύσει ξανά πρώτος
Την μποτίλια


Monday, September 15, 2008

Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΡΗΜΟΣ


Ώστε πρόκειται για έρημο, είπαν
Οι αρχάριοι στο κόσμο καθώς

τον αγναντεύαν

προσεχτικά,

Όχι απαραίτητα, τους τονίστηκε,
Σκεφθείτε πόσο αραιοκατοικημένoι

είναι μέσα τους

οι ίδιοι οι άνθρωποι

σκεφθείτε το,

Μην λογίζετε λοιπόν αυτό που βλέπετε
Ως έρημο, μπορεί βεβαίως οι αιτούμενες

μορφές

να εμφανίζονται σπάνια

αλλά κάποτε κάποιος περνάει από δω

Και από μόνος του αρκεί, ακούτε που
Σας λέμε, λέγαν στους αρχάριους, ένας

μονάχα

είναι

ο ζητούμενος

Οι πολλοί είναι μι'αυταπάτη, ποτέ δεν
Υπήρχαν, δεν ζήσαν ποτέ, δεν πληρώθη

ο κόσμος

από τη παρουσία τους

Το πολύ πολύ να ήταν το ντεκόρ μιας
Και μόνον απουσίας, ένας αμήχανος

μηχανισμός

αναμονής

ρυθμισμένος σε τέρμα ένταση,

Τους λέγαν,και έσβηναν σιγά σιγά
Οι φωνές τους αφήνοντας τους

αρχάριους

μόνους τους,

Γυρισμένος μέχρι τέρμα, τους ξανάπαν,
Και ζωή μαθές καλείται ακριβώς αυτό:

ότι ως τώρα

κατέβαζε

το διακόπτη των πολλών

Χωρίς ποτέ να τους διακόπτει,

Είπαν οι φωνές και ευθύς αφανιστήκαν
Αφήνοντας τα γέλια να ακούγονται και

τις βοές

Εκατομμυρίων καμηλιέρηδων, που αίφνης
Ανεφάνησαν εκ της κοιλίας της γης και

Χαράζαν ήδη πορεία

διακριτικά ανυποψίαστοι

και

διακριτικά υποψιασμένοι

Αντέχοντας την έρημο ωστόσο
Διακριτικότερα ακόμη

Με κάθε κόστος, πάση θυσία




Wednesday, September 10, 2008

Ο ΛΕΙΨΟΣ ΦΩΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΥ


Δεν είναι δουλειά του αιώνα αλλά και
Κανενός ν' αποτιμήσει την κατάσταση

στη πόλη,

Είπε

Ο ναύτης της Κρονστάνδης στο Λάμα
Που διάβαζε μια σκονισμένη σούτρα

εκείνη τη στιγμή,

Η Κρονστάνδη

Είναι η απόκλιση του πραγματικού
Εναντι της επιθυμίας, η ξαφνική

Κατολίσθηση στο πατάρι των ονείρων
Μα υπήρχε στ'αλήθεια από πάντα που

υπήρξανε

οι άνθρωποι,

Ουδείς γνωρίζει

Αν θα συμπέσει κάποτε το ευκταίο με το
Επισυμβαίνον, όμως δως μου και μένα

να διαβάσω

ό,τι διαβάζεις,

είπε ξαφνικά στο Λάμα

Ο οποίος πέταξε το βιβλίο μακριά, να με
Συγχωρείς, του είπε, δεν σε άκουσα, μισό

λεπτό

να σου το φέρω

πάλι,

Και κίνησε να το μαζέψει από κάτω, άστο
Του είπε ο ναύτης, άστο, βλέπεις κι εσύ

ο ίδιος

Πόσο διίστανται οι γνώμες χρόνου και
Επιθυμίας, πόσο αντιδρομεί το αίτημα

με την στιγμή

πόσο

Μάταια απλώνει δίχτυα η ανθρωπότητα
Σ' ένα πέλαγος μυθικής ιστορίας, η που

υπάρχει

στο μυαλό και μόνον

Και δρώσα έξω ας φαίνεται μες απ' τα
Γεγονότα που πληρούν τα μυριάδες

Ανθρώπινα τεύχη τα εφ'όρου ζωής
Ημιτελή και απλωμένα στους ξηρούς

βράχους του πραγματικού

Καθώς

Φτερακίζουν άγρια οι σελίδες τους
Η μια την άλλην μαστιγώνοντας

στο τρελλό παγωμένο

αέρα του κόσμου,

Μα αυτό ακριβώς που την αναχαιτίζει, ίσως
Είναι κι ο σωτήρας της, τον διέκοψε ο Λάμα,

Αν όλα είναι ένα αντικαθρέφτισμα νοός
Τότε η αναδιάταξή τους από μια καινούργια

σκέψη

Είναι ζήτημα πειθούς του νου πάνω στον
Εαυτό του, κατέληξε ενώ άνοιγε τα παράθυρα

μέσα στο βουδδιστικό

μοναστήρι

έξω από τη Λάσα,

Ο ναύτης της Κρονστάνδης από την άλλη
Άκρη της κάμαρας ευρισκόμενος μέσα

στο λεβητοστάσιο της Ιστορίας

στη παγωμένη Βαλτική

Προσπαθούσε κι αυτός ν'ανοίξει
Ένα παράθυρο στην εποχή του

Μέσα σε ήχους απρόσμενους, συχνά
Κι εφιαλτικούς, είμαστε κυκλωμένοι,

φώναζαν στους δρόμους,

είμαστε χαμένοι,

ξαναφώναζαν,

Ενώ οι πάγοι έξω αδιαπραγμάτευτοι
Υπενθυμίζαν με το απαράβατό τους

πως η πραγματικότητα

δεν έλειωσε ποτέ

ποτέ δεν πρόκειται να λειώσει

Από πραγματικότητα εξ ίσου·
Όσο για το αποτελεσματικό

του ονείρου

τούτο ακόμα αιωρείται

Σε αγαθή εκκρεμότητα χωρίς ποτέ
Να γίνεται φανερό πως όντως κάτι

χορεύει πέρα δώθε

μέσα στην ακραία του κόσμου

ακινησία


Friday, September 5, 2008

ΑΝΑΔΥΣΗ ΚΑΙ ΕΙΔΩΛΟΦΑΝΕΙΑ


Ενώπιον της Μεγάλης Σκιάς που
Μορφοποιείτο διαρρέοντας σε

σάρκες αδιάγνωστες

κι απορροφούσε

ήλιο και φόβο

Τα πλήθη στην μεσημβρινή μητρόπολη
Που οι αιώνες είχαν ξεχάσει μέσα στη

ζούγκλα

Μακριά απ'τον λοιπό τακτικό κόσμο
Προσήρχοντο κρατώντας τα επίμονα

δώρα τους

Άλλος προσήγαγε τα μάτια του, έτερος
Τα χέρια του, διάφορος τα μαλλιά και

τα νύχια του,

Τέταρτος, πέμπτος και έκτος, λαιμό
Πόδια και σκέψη αντιστοίχως,

Επιθυμούμε να μην πεθάνουν, δηλώναν
Και σπρώχναν με μεγάλες φτυαριές τα

αποκόμματά τους

προς την σκιά

που κατεβρόχθιζε και κατεβρόχθιζε,

Δεν συνέρχεται εύκολα από τον ύπνο
Αιώνων, είπαν, μα θα συνέλθει, θα το

δείτε

περιμένετε μόνο,

Κατανοούσαν και βεβαίωναν, ενώ
Η ζωή της πόλης άρχιζε πολλώς

Να συρρικνούται συγκεντρωμένη
Περίξ της βλασφήμου απόπειρας

αφυπνίσεως,

Είναι μάλλον άνθρωπος, λέγαν όχι με
Δίχως έκπληξη και αγγίζανε το ισχνό

περίγραμμα

Σκότος επίθραυστο

Μορφής ανθρώπινης ολοένα εγειρομένης
Σε αδύναμη επικυριαρχία
· κάποια στιγμή

Φάνηκε πως κίνησε το άτονο χέρι της
Σε δυσανάγνωστο χαιρετισμό, έρχου,

της έλεγαν,

και

Ολοένα σάλευε η μορφή επιχειρώντας
Να υπάρξει, η αγωνία στο πρόσωπό της

ήταν μεγίστη

όπως επίσης και εκείνη

των προσφερόντων,

Έρχου, της λέγανε ξανά, έρχου εν τω μέσω
Της ζωής αυτής και βασίλευε, προφέραν

εκστατικοί

κάνοντας νόημα στον ουρανό

να μην τους βλέπει,

Όμως η μορφή συνεχώς υποχωρούσε
Πάλι σε σκιά, σαν να μην επαρκούσε

το ήδη προσφερόμενο

υλικό,

Και σπεύδαν να τη συνεφέρουν με
Συντονισμένες κινήσεις διάσωσης

και πράγματι

φαινόταν ν'αχνολάμπει ξανά

ανακαταβροχθίζοντας

Όμως και πάλι έσβηνε μετ' από λίγο
Καθώς οι αρχαϊκές αλυσίδες των δούλων

συσφίγγονταν

περισσότερο

Καθώς ο σφριγηλός αέρας των ελευθέρων
Ίσως για μια στιγμή έπαυε να φυσάει

σε μεσοδιάστημα

αμηχανίας

Ξαναρχίζοντας ωστόσο να μεταφέρει την
Βαρειά διστακτική ομιλία των ανθρώπων

που ήταν και δεν ήταν η ίδια

Οι φωνές τους καίτοι αναγνωρίσιμες
Ακόμα, θα 'παιρνε όρκο κανείς πως

δεν ήταν δικές τους

αν και ήταν,

Οι δε κινήσεις των οι γνώριμες μάλλον
Ήταν αυτές οι ίδιες αν και με σημαντική

απόκλιση

που σίγουρα

Σίγουρα δεν έμοιαζε να οφείλεται στα
Εκλιπόντα

Μέρη των σωμάτων τους


Monday, September 1, 2008

Η ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ


Αγαμέμνων, έλεγε η Κλυταιμνήστρα,
Δεν είσαι ποτέ στην ώρα σου μα

ποτέ,

Ορίστε οι καλεσμένοι σε περιμέναν,
Ήλθαν, φάγαν, ήπιαν, φύγαν, ζήσαν

και πεθάναν,

Δεν προλάβαν καν να σου ευχηθούν
Για την ονομαστική σου εορτή, μα

τι άνθρωπος είσαι συ

τέλος πάντων;

Η βασίλισσα είχε πράγματι αγανακτήσει
Δίπλα οι πυρσοί που κρατούσαν το

φως ανοιχτό

στο παλάτι

είχαν γείρει από την πολυκαιρία

Ενώ το ψυγείο αχοβολούσε κύματα
Αρκτικού ψύχους από την μισάνοιχτη

πόρτα του,

Δεν είμαι ποτέ στην ώρα μου, σκέφθηκε
Ο Αγαμέμνων, σάμπως να έχεις δίκιο

της είπε,

Ωστόσο κι η ζωή στην ώρα της ποτέ
Δεν είναι, ερευνάται κατά πόσο ο

περίφημος

ωρολογιακός

μηχανισμός της

Είναι ακριβής ή έστω προσεγγίζων την
Φθήνεια αν όχι την ακρίβεια, ή μάλλον

θα έλεγα αυτό:

Τα γεγονότα είναι της ώρας πάντοτε
Ωστόσο είναι οι άνθρωποι προσώρας

Ανέκαθεν· δεν μπορούμε να αιτούμε
Αξιώσεις ακινησίας από ένα κόσμο

ασταθή

Μα ούτε και εύσημα κινητικότητας
Από ένα κόσμο εξ ίσου παγιωμένο,

Λέγω εν τέλει Κλυταιμνήστρα, πως
Η Σκύλλα και η Χάρυβδη είναι μύθος·

Τα που στη πραγματικότητα υπάρχουν
Κι εκτελούν το ρόλο τους εξίσου άψογα

Είναι η στιγμή και η διάρκεια, δύο
Τα κρατούμενα, είπε ο Αγαμέμνων

και το μάτι του κατάστραψε,

εκ των οποίων όλοι οι άλλοι

υπόλοιποι κρατούμενοι,

Δύο τα κατακρατούμενα, επανέλαβε
Φωνάζοντας σα τρελλός ενώ ολοένα

Η Κλυταιμνήστρα άνοιγε πιο δυνατά
Την τηλεόραση καλύπτοντας την

φωνή του,

όλοι οι άλλοι κρατούμενοι, ξανάπε

πιο χαμηλόφωνα,

Καθώς ο ίδιος φρόντιζε να κλείσει
Την πόρτα του ψυγείου όσο πιο

καλά μπορούσε

που

Παρ'όλ' αυτά έχασκε μισάνοιχτη