Monday, November 28, 2011

CHOPIN, RACHMANINOFF by Lola Astanova





Εξαιρετικές εκτελέσεις πάνω στα Fantasie Impromptu του Chopin και Moments Musicaux, op.16, No.4 του Rachmaninoff.

Thursday, November 24, 2011

KØBENHAVNS EVIG UDSIGT

Όταν εκόπασε η μεγάλη ταραχή
Και οι άνθρωποι κοιτούσαν από

Τα φινιστρίνια των ουρανών τον
Νεοσχηματισμένο κόσμο, κανείς

Δεν ήταν σίγουρο πως έβλεπε τη
Φλόγα που μαίνετο στα εσώτερα

των κέρινων ωσεί ανθρώπων

μορφών

Οι οποίες και απροσκόπτως τόσον

Πορευόντανε στους δρόμους ωσάν
Οι νύχτες που καταπίναν και άλλην

νύχτα·

Ιδού ο κόσμος, λέγανε, και έδειχναν
Τα χρωματιστά σπίτια στο λιμάνι να

Απλώνονται σαν παιδική ζωγραφιά
Επί της μίας πραγματικότητας, και

τις άλλες

Κέρινες μορφές που παραμιλούσαν
Καθ' όλην την σκοτισμένη διάρκεια

της Δημιουργίας

Και έφτιαχναν με υπνοβατική όρεξη
Πολιτισμό, θρησκεία και φιλοσοφία,

καθώς και τέχνη,

Και μετά ξαναμπαίναν στα σπίτια τα
Χρωματιστά παραμένοντας όμως οι

ίδιες

αχρωμάτιστες,

Σαίρεν, Σαίρεν, ακουγόταν η φωνή
Στα όρια ανάμεσα μνήμη και νύχτα,

Είναι δάνειος ο κόσμος αυτός, έλεγε
Η νεαρή γοργόνα στους περαστικούς

Που είχε ζωντανέψει αλλά παρέμενε
Στην θέση του αγάλματος, είναι σας

λέγω,

δάνειος ο συρφετός του,

Είναι Δανός, δανός και κεκαυμένος
Ηριδανός, Ιορδάνης και ομιλών επί

της πυράς κάθε στιγμή

κατέληγε

Και η ατέρμονη φλόγα του πυρσού
Που σχημάτιζε η πλήρης χώρα στο

χάρτη

Πάνω από τον ηπειρωτικό βωμό της
Ευρώπης, δεν διαπιστώθηκε ακόμα

Τι ακριβώς εφώτιζε·

Ωστόσο,

Ήταν άγρια και υπέροχη η Βόρεια
Θάλασσα, φυσούσε ξανά κόσμους

πάνω σε κόσμους

Που κατέπιπταν σωρηδόν επί των
Δυτικών ακτών της χώρας την μία

Γεωδαιτική φλόγα μεγαλύνοντας
Έως την ολοένα αύξουσα σπορά

Χρωμοσωμάτων σπινθήρων στην
Άλλην άκρη της, ότε είχε υπάρξει

ως εκείνη

η

Πόλις που απελάμβανε υπομονετικά
Το μέγιστο μεσοδιάστημα του χρόνου

Και

Την όψη μιας νέας αθωότητας πάν'
Από τον πολιτισμό που είχε αποβεί

προ πολλού

μια τέφρα στο σύμπαν

Μην στέργοντας ακόμα να δηλώσει
Στα αμέτοχα παιδικά μάτια, που τα

φορούσαν

ολοσχερώς μετέχοντας επί παντός

Τα ανθρώπινα σώματα·


Sunday, November 20, 2011

ΚΑΙΝΗ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ

Ιδού Πετροβοάμ, οι λείες επιφάνειες
Των εθνών στον χάρτη που καίγεται,

Έλεγε η σκιά στο κέντρο του κόσμου
Στον άνθρωπο που παρατηρούσε τον

Πλειστόκαινο ήλιο μέσ' από το άγριο
Κρησφύγετο μυαλό του, ενώ η πάσα

γαία

Είχε καταστεί ένα το αεροδρόμιο με τον
Πύργο ελέγχου να φλέγεται σε πυρκαϊά

Ανυψωμένη τόσον όσον και τα ουράνια
Υπερώα των θεών· έως άρτι γνωρίσαμε

την ήπειρο και τον ωκεανό,

Πετροβοάμ,

Τώρα θα καταπλεύσουμε στην αλήθεια·
Του'πε, και τα τείχη του ουρανού είχαν

καταληφθεί

Από τις σκιές πτερώματος αγνώστου με
Πρόθεση να συναρπάξει την επιφάνεια

Της γης προς προορισμό σκοπούμενο
Πέραν των γνωστών συνόρων και των

πόλεων

μιας ήδη συσκοτισμένης οικουμένης·

Ο κόσμος είναι συμπαγής όσο μια λέξη
Και τόσο πτητικός όσον και μια έρημη

πλατεία

μέσα στη νύχτα

Όπου κρύβονται ανήσυχα τα σκυλιά
Πίσ' από τα δένδρα του πραγματικού

Και ο διερχόμενος διαβάτης, ο πρώτος
Σου λέγω, Πετροβοάμ, τυχαίος που θα

περάσει

είναι ο μέλλων θεός,

Κατέληξε ενώ ακουγόταν από παντού
Ο παγκόσμιος βόμβος μιας πτήσης ως

Τα

Απώτερα βάθη του ανθρώπινου μυαλού
Και τις προοπτικές μιας ευρείας νύχτας

που τελείωνε

Στην λευκή ανατολή μιας κτίσης που δεν
Υπήρχε ακόμα· ιδού καινά ποιώ τα πάντα,

έλεγε η σκιά στον άνθρωπο

με τα

Πρασινοχάλκινα μάτια του να λάμπουν
Ως εάν οι κρύσταλλοι μιας ποίησης νέας

Όσον και

Μια φωνή φυγούσα στα εφηβικά σκότη,
Παρατηρώντας νωχελικά και με κάποια

περίσκεψη

τους εκκενωμένους δρόμους

Ενώ η φωταψία από παρακείμενο μαγαζί
Ανοιχτό ακόμα στη προχωρημένη νύχτα,

Έλαμψε στη συνείδησή του ως η μυστική
Είσοδος και έξοδος των πεπρωμένων επί

του κόσμου,

Ένα λημέρι των θεών είναι αυτό,

σκέφτηκε και

Εν τέλει απεφάσισε να μπει μέσα και να
Παραγγείλει· δεν σερβίρουμε τώρα, του

είπε η γυναίκα στο μπαρ,

απογειωνόμαστε,

Και πριν προλάβει να της απαντήσει,
Εκείνη με μιαν απότομη κίνηση στην

μηχανή

του καφέ

Έβαζε μπρος τις τουρμπίνες ήδη·


Thursday, November 17, 2011

CO JE DOMA, TO SE POČITÁ

Πού πήγαν σήμερα οι νεκροί, Έρμυκ,
Μα στα κοιμητήρια δεν υπάρχει παρά

ένα οχληρό μάτι που κοιμάται

σαν βαρειά πέτρα

στο μυαλό μου,

Κι εσύ 'σαι ακόμα εδώ, όμως δεν είναι
Σίγουρο πως είσαι ο ζωντανός, θαρρώ

Πως άκουσα την φωνή σου να βγαίνει
Σαν μέσα από το φρέαρ του θανάτου,

Όταν αυτός μην εθέλοντας να τρομάξει
Τους ανθρώπους, τους τρομάζει γι' αυτό

ακόμα περισσότερο

Προφαίνοντας μια άδεια τόσο παντομίμα
Καθώς φοράει ανασάρκινα τα πρόσωπα

Εκείνων των ψυχών που γελάνε ανάμεσα
Στα άστρα παίζοντας ένα παιγνίδι ακόμα

της ζωής και του θανάτου

μη ορατό

στο πανδαιμόνιο της γης, Έρμυκ,

Του ΄λεγε, η γαλανομάτα Μπέρτα με τα
Ξανθά μαλλιά της να αστράπτουν ωσάν

ήλιος

Μέσα στη νύχτα που αντηχούσε απ' τα
Τραγούδια και τις ζωηρές φωνές όλων

των καλεσμένων,

Έλα μαζί μας Έρμυκ, λέγαν στον άνδρα,
Έλα να γλεντήσουμε μέχρι την επομένη

νύχτα του κόσμου

Όταν οι φωτιές θα καταφάνε τα σωθικά
Του παλατιού κι εμείς θα γυρνάμε με τα

μάτια σκληρά

σαν πέτρες του λιμού

Ζητώντας να βγάλουμε από το μνήμα
Του κόσμου έξω τον νέο βασιλιά μας,

Του λέγανε

Και ολοένα ευθυμούσανε περισσότερο
Απ' τα ίδια τους λόγια και τις ξέφρενες

προτροπές

Προς τους παρισταμένους να ενωθούνε
Μαζί τους στην άναρχη μάζα του χορού

και

Καταμεσής της σάλας του ερημωμένου
Από παλιά μεγάρου που' σφυζε απ΄τις

ανέστιες, απάτριδες σκιές τους

σε μια νύχτα μόλις·

Όμως εκείνος δίσταζε να πιεί μαζί τους,
Και μια κοιτούσε τα χρυσαφένια μαλλιά

της Μπέρτα

Και μια τ' αθρόα ξεφαντώματα στο μέσον
Της παγκόσμιας ερημίας που επεκύκλωνε

την εύφημη βοημική γιορτή·

Πού είναι ο πληθυσμός της γης, ερώτησε,
Δεν φαίνεται κανείς στην οικουμένη, και

Πρότεινε στην γυναίκα να έλθει μαζί του σε
Μια άδεια κάμαρα και εκεί να περάσουν τη

μεγάλη νύχτα του κόσμου,

Μπέρτα, της είπε, ας δημιουργήσουμε ξανά
Το γένος των ανθρώπων και ας κυριεύσουνε

την γη,

Ναι ναι, φωνάζανε οι καλεσμένοι, αυτό θα
Είναι το καλύτερο, μα εσύ θα γίνεις ο νέος

βασιλιάς μας, Έρμυκ,

Συμπλήρωναν έξαλλοι από χαρά και μέθη
Και ολοένα περιεστρέφονταν γύρω απ΄τα

τραπέζια

Και

Σκοντάφταν σε αυτά, και πέφταν κάτω,
Και προσπαθούσανε τρεκλίζοντας μέσα

Στην

Προσμονή ενός ουρανού καινού και της
Γης καινής, την οικειότητα της παλαιάς

ζωής των

Ακόμα να μην απωλέσουν

Μα κι ό,τι θα έφθανε δεν έδειχναν πως
Δεν θα το καλοδέχονταν· αρκεί να μην

Χαλούσε την εύθυμη θέρμη της βραδιάς,
Ας έλθει, επανελάμβαναν, για τώρα όμως

όχι,

Όχι όμως τώρα,

Ξαναλέγανε με μια σκιά στα πρόσωπά
Τους, την θαλπωρή της εκκρεμότητας

έτι περισσότερο αναζητώντας·

Όχι όμως τώρα·


Monday, November 14, 2011

ΤΟ ΑΣΦΑΛΙΣΤΗΡΙΟ

Εμείς θα σας ασφαλίσουμε κύριε, του
'λεγε ο αιφνίδιος άνθρωπος φορώντας

ένα κοστούμι του 19ου αιώνα,

Θα σας ασφαλίσουμε τόσο καλά που
Δεν θα νοιώσετε ποτέ καμμιά επιθυμία

Να απασφαλιστείτε, ούτε καν από την
Ζώνη του αυτοκινήτου σας αφού θα το

παρκάρετε,

και ούτ' επίσης

Από την ζώνη υψηλού κινδύνου στην
Οποία εσείς δεν ανήκετε κακώς ακόμα,

καθώς και

Από την ζώνη ελέγχου την οποία πιθανώς
Και θεωρείτε ως ουδέτερη ζώνη στην ζωή

σας,

κύριε,

Ούτε ούτε θα έχετε ποτέ την τάση να
Απασφαλιστείτε κι από την εύκρατη

ζώνη του πλανήτη

και να πέσετε

στο διάστημα,

Αληθώς αγγέλω, θα σας ασφαλίσουμε
Τόσο καλά, ώστε δεν θα το κουνήσετε

πια από τη θέση σας

Και αν ποτέ νοιώσετε άγαλμα, ακόμα
Και τότε το ασφαλιστήριο πρόκειται

να σας καλύψει

Μ' ένα μεγάλο πανί για να μην φαίνεστε,
Μα και στ' αποκαλυπτήρια της προτομής

σας

κύριε,

Θα σας καλύψουν αν όχι τα ασφαλιστήρια
Τότε σίγουρα οι επευφημίες του πλήθους,

Φωτιά και παγετός, ατύχημα κι αρρώστεια,
Όλες οι περιπτώσεις είναι σαν σε παρέλαση

Μπροστά 'π' τα μάτια σας, και πάνω απ' όλα
Σε περίπτωση θανάτου, το τομάρι σας θα το

Πουλήσετε ακριβότερα μονάχα σε μας, κύριε,
Του είπε και έπαυσε για λίγο κοιτάζοντάς τον

με ζωηρή υπνηλία,

Ενώ εκείνος

Δίσταζε για λίγο, αλλά τελικώς απετόλμησε
Την ερώτηση καθώς κοιτούσε το πάτωμα,

Και τι

καλύπτουν τα ασφαλιστήρια

σε περίπτωση ζωής,

Του είπε και

Σκεφτόταν σοβαρά να υπογράψει από
Καθαρή έλλειψη ενδιαφέροντος μόνον,

Σε περίπτωση ζωής τι καλύπτουν,

ξαναρώτησε,

Αν και λιγότερο ανησυχώντας αυτή την
φορά

Όχι όμως και ανεπίστρεπτα αδιάφορος·


Thursday, November 10, 2011

JOHANN STAMITZ - Symphony In A Major, "Mannheim"

Η πρωτοπορεία του Mannheim υπήρξε ακριβώς εκείνος ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στην εποχή του μπαρόκ και την όντως ούσα "κλασσική" μουσική, έτσι όπως την λογίζουμε μέσα από τα έργα του Haydn, του Mozart ,και ακόμα, την πρώιμη ρομαντική νοοτροπία του ιερού Beethoven.

Είναι πραγματικά μεγαλειώδες το τι επέτυχαν λαμπρά εμπνευσμένοι συνθέτες όπως ο κορυφαίος Johann Stamitz (και οι δυο γιοι του Carl και Anton, που ανήκουν ορισμένως στην δεύτερη "γενιά του Mannheim"), οι Christian Cannabich, Franz Ignaz Beck, Ignaz Holzbauer κ.ά.

Ούτε λίγο ούτε πολύ, και στην κυριολεξία, την γένεση ενός νέου κόσμου.

Πράγμα που το οφείλει κάθε τέχνη και σε κάθε εποχή, αλλιώς δεν έχει, κατά τη γνώμη μου, κανένα λόγο υπάρξης.

Για μένα, ο καλλιτέχνης οφείλει να παρουσιάζει έναν νέο κόσμο κάθε φορά, και τουλάχιστον το ίδιο πλούσιο με τον υπάρχοντα, στην ανθρώπινη συνείδηση, αλλιώς η τελευταία δεν θα είχε κανένα λόγο να προστρέξει στη τέχνη για να δει με διαφορετικό μάτι ακόμα και αυτόν τον κόσμο στον οποίο κυμαίνεται και αντιλαμβάνεται τα πράγματα.

Στο βίντεο που παρατίθεται κατωτέρω, μπορείτε να ακούσετε το πρώτο μέρος από την αριστουργηματική "Symphony In A Major" του Johann Stamitz.



Saturday, November 5, 2011

PROCREATION PARTY

Όπως ακριβώς συγκεντρώνονται τα
Φώτα στις άκρες των ανθρώπων και

δημιουργούν μια νέα πόλη

πίσω από τους

καταρράκτες του ονείρου

Έτσι και η σκέψη περισπειρούται σε
Επιλήσμονα φωτιά που κατατρώγει

το υπαρκτό

προς όφελος του

μη ακόμη υπαρκτού,

Σου λέγω, Λυσιφάεσσα , πως τίποτε
Δεν είναι πιο ορατό από το παιγνίδι

των θεών

Πάνω από την τεράστια άβυσσο του
Μηκέτι σχηματισμένου και μηδαμώς

επιφαίνοντος στα

αναφώτιστα 'πό ήλιο στυγνό

λεκανοπέδια του νοείν,

Όπου η θλίψη απέχει μόλις ένα κρίμα
Από την χαρά και όπου η νίκη είναι τι

Σημειογόνο κάλλος των ουρανίων που
Έχει νόημα μόνον εάν απαντάται πάν'

από την επιφάνεια της ξηράς,

Όσο απέχει ένας ήλιος από την λάμψη
Του στον γαλαξία και όσο ακριβώς θα

Απείχε ο θεός από την λέξη του αν ήταν
Ορατός· έλεγε η γλυκεία Αιθυλομάγχη

στην νεαρή κοπέλλα και σε όλη

την ομήγυρη

Που 'χαν συγκεντρωθεί από νωρίς στον
Αιώνα και καταμεσής του ωκεανού για

Να γιορτάσουν έτη πολλά στο φαίνεσθαι
Μιας Δημιουργίας που ορισμένως, λέγαν

οι συνδαιτυμόνες,

Παρηχούσε το όνειρο καθενός ανθρώπου
Ξεχωριστά για χάρη μιας και μόνο κτίσης

συγκεντρωτικής,

Ζούμε πάντοτε στη καρδιά του σύμπαντος,
Είπε ξαφνικά η νεαρή Πραξιθόη ενόσω η

Καμαριέρα πηγαινοερχόταν με τον δίσκο
Αφήνοντας τα ποτά στους καλεσμένους

Μέχρι

Που κάποια στιγμή τον εκσφενδόνισ' έξω
Από το παράθυρο προς τ' απρόσιτα νερά

του ωκεανού

Που φάνταζε οσαύτως ετοιμόγεννος· κι
Ακόμα ζούμε, συνέχιζε να λέει η νεαρή

Πραξιθόη,

Στην

Έκταση που ορίζει η ρίψη ενός δίσκου από
Τα φωτόπηκτα δώματα της αχρονίας προς

το αχανές ενός κυττάρου ή μιας στιγμής

ή μιας λέξης στο μυαλό του ανθρώπου,

Η Δημιουργία όλη, φίλοι μου, δεν είναι τι
Άλλο παρεκτός μιας περισπωμένης λήθης

στα ανάπεδα της περιπέτειας

και μέσα στο όνειρο θεού διψώντος

την αγία ύλη και το χυμώδες όνειρο,

Όμως αλήθεια, μέχρι πού 'φθασε ο δίσκος
Που πέταξες απ' το παράθυρο, Ιλιομυθία,

ρώτησε την καμαριέρα

Η οποία ήταν τόσον όμορφη όσον και δέκα
Χιλιάδες θεές μαζί, και τα ξανθά μαλλιά της

κυμαίνονταν στη σάλα

Σαν έν το λάβαρο της αθανασίας καταμεσής
Βροτών που υποψιάζονταν ελαφρά εκείνο τ'

ασημένιο απόγευμα

πάνω από τα παγκόσμια αρχαία ύδατα

Πως τίποτε δεν πεθαίνει αληθινά και αρκεί
Μια σκέψη, ή μια λέξη μαγική ή ακόμα και

μια

Σκιά

Πυρός αήττητου ωσεί μια λεγεώνα του νοός
Στα κουρασμένα μηνίγγια της ανθρωπότητας

Για να γυρίσει πίσω πάντα τα πράγματα στις
Αφθαρσίες τους· μέχρι πού έφθασε ο δίσκος,

ξαναρώτησε την καμαριέρα,

Ενώ ο Ιστιομάγνης ποιητής εκφωνούσε την
Στιγμή εκείνη τους στίχους του νοητικά και

όχι δια της ομιλίας,

Είπε όμως την λέξη "ροή" η οποία τοσούτον
Εξελήφθη ακουστικώς απ' τους υπολοίπους

Ώστε άρχισαν να ομιλούν σε βαβυλωνιακές
Διαλέκτους ασυναισθήτως λέγοντας πάντα

μία την κατά λέξη

Ασσούρ, Ασσούρ, μα όλα τα όντα κυλήσανε
Σ' αυτόν τον κατάκοιτο κόσμο μέσ' από μια

Ελεγεία βαρβαρότητας και αγάπης μαζί, και
Είναι ο καιρός ν'ανασυλλέξουμε το άνθος της

έννοιας

Από

Τις επάλληλες συσσωρεύσεις χρόνου σε όλες
Τις κοιτίδες του ζην, σου δηλώνω, Πραξιθόη,

Έλεγε η γλυκυτάτη Αιθυλομάγχη ενώ εφάνη
Να ζυμώνει ένα καινούργιο σύμπαν μέσ' από

την θέρμη

των μαύρων ματιών της

Που νότιζαν την σάλα με το υγρό θήλυ φως
Μιας άγνωστης συμπόνοιας για τα πρόδηλα

σε ύπαρξη απτή,

Σου λέγω, πως αυτός ο κόσμος δεν είναι παρά
Καλούπι ονείρου· εκείθε η φιλοσοφία επί του

ατμού και της πέτρας

Και αν εμείς ηρακλειτίως ελαύνουμε από τα
Γεγονότα, τότε παρμενιδίως εξαντιπίπτουμε

στα πνεύματά μας

ενώ οι ζωές μας

Που

Ακόμα κυματίζουνε μπροστά στα μάτια μας
Ως οι ληθαργικές φυτείες του πραγματικού,

Ορίζουν μονάχα το αίμα μιας επιλογής, ιδού η
Πληθυσμιαία μάζα των θνητών, Πραξιθόη, κι

Όσο και αν τους καταπίει και εκβάλλει η αιεί
Κλονισμένη από ανασπασμούς και πυρετούς

αβυσσαία επιθυμία της ζωής,

Οι ίδιοι παραμένουν ανά τους αιώνες ένα το
Υπόβαθρον της Ομιλίας συνιστώντας· όμως

από

Χιλιάδες ενιαυτούς και χρόνους απομένει
Μονάχα η στιγμή και εκ των ανθρώπων ο

ένας

μόνον,

Της έλεγε, ενώ τα κύματα του ωκεανού είχαν
Αρχίσει σαν από μαγεία μυστική να ξεσπούν

Ορμητικά στους βράχους απέξω·

Μην αφήνετε τα σταχτοδοχεία κάτω, είπε σε
Μια στιγμή η Λυσιφάεσσα, σκόνταψα σε ένα

μόλις,

Σκόνταψα στον κόσμο μόλις, ξαναείπε,

και έκανε νόημα στον Ιστιομάγνη

να την

Συντροφεύσει προς το παράθυρο για να
'γναντέψει τον ταραγμένο ωκεανό· κοίτα

προς τον ορίζοντα,

του έλεγε,

Ένας κόσμος νέος ετοιμάζεται να έλθει,
Να είναι άραγε σαν κι αυτόν που φεύγει

ή μήπως κάτι τόσο νέο και παλαιό μαζί,

όσο και η λέξη άκμων ,

Εκείνος την παρατηρούσε σιωπηλός και
Θαύμαζε την ακατάσχετη ομορφιά της

Που θα μπορούσε να προσφέρει μια καλή
Αιτιολόγηση σε οποιονδήποτε των κόσμων

Να υπάρξει αρκεί να την συμπεριελάμβανε
Στα ηφαιστειώδη μητρώα της δημιουργίας

του·

Εσύ Ιστιομάγνη, του είπε ξανά, είσαι σαν ο
Στίχος που αναμένει χιλιετηρίδες κενές για

να γίνει φως καθαρό

από Λόγο,

Ειπέ μου, του ψιθύρισε, ενώ το μεθυστικό
Άρωμά της τον ετύλιγε σαν ηλιοβασίλεμα

των οριζόντων

Πάνω από τους πυρρούς κρατήρες μιας
Σάρκας που σιγοεφλέγετο στην επαφή

των κορμών

Από

Τις συνωθήσεις που επέβαλε το αίτημα
Για μια καλύτερη θέα από το παράθυρο·

Υπήρχαν ακόμα οι λήκυθοι των εποχών
Και των πανανθρωπίνων σωμάτων στην

αποθήκη του σύμπαντος

Ως επεφάνταζε εκείνη τη στιγμή η όλη
Οικία

Και πόθοι ρόδινοι από τα κατακόκκινα
Χείλη βεβαίως, όπως επίσης και τέτοιες

αβυσσομονάδες λέξεων έτοιμες

να περιστραφούν ως πηνία φωτιάς

μέσα στην γήινη κόλαση,

Μα και μύρια ονόματα αιωρούμενα 'πό τον
Ουρανό σαν θεατρικά κουκλάκια που όλως

Αιφνίδιως επευφημούσαν με ιαχές τα σκοτία
Ύδατα στις ογκώδεις μετατοπίσεις τους προς

την ξηρά,

Το ένα μυστικό ρίγος της εκ του μηδενός
Νέας Δημιουργίας

Και την μία ελπίδα για έναν κόσμο όπου
Ο καθένας θα ήταν μόνον αυτός με τους

φίλους του εκεί

Μην φανερώνοντας ακόμα στην διαρκή
Αύξουσα εκκρεμότητα των απειλητικών

παφλασμών·