Ιδού Πετροβοάμ, οι λείες επιφάνειες
Των εθνών στον χάρτη που καίγεται,
Έλεγε η σκιά στο κέντρο του κόσμου
Στον άνθρωπο που παρατηρούσε τον
Πλειστόκαινο ήλιο μέσ' από το άγριο
Κρησφύγετο μυαλό του, ενώ η πάσα
γαία
Είχε καταστεί ένα το αεροδρόμιο με τον
Πύργο ελέγχου να φλέγεται σε πυρκαϊά
Ανυψωμένη τόσον όσον και τα ουράνια
Υπερώα των θεών· έως άρτι γνωρίσαμε
την ήπειρο και τον ωκεανό,
Πετροβοάμ,
Τώρα θα καταπλεύσουμε στην αλήθεια·
Του'πε, και τα τείχη του ουρανού είχαν
καταληφθεί
Από τις σκιές πτερώματος αγνώστου με
Πρόθεση να συναρπάξει την επιφάνεια
Της γης προς προορισμό σκοπούμενο
Πέραν των γνωστών συνόρων και των
πόλεων
μιας ήδη συσκοτισμένης οικουμένης·
Ο κόσμος είναι συμπαγής όσο μια λέξη
Και τόσο πτητικός όσον και μια έρημη
πλατεία
μέσα στη νύχτα
Όπου κρύβονται ανήσυχα τα σκυλιά
Πίσ' από τα δένδρα του πραγματικού
Και ο διερχόμενος διαβάτης, ο πρώτος
Σου λέγω, Πετροβοάμ, τυχαίος που θα
περάσει
είναι ο μέλλων θεός,
Κατέληξε ενώ ακουγόταν από παντού
Ο παγκόσμιος βόμβος μιας πτήσης ως
Τα
Απώτερα βάθη του ανθρώπινου μυαλού
Και τις προοπτικές μιας ευρείας νύχτας
που τελείωνε
Στην λευκή ανατολή μιας κτίσης που δεν
Υπήρχε ακόμα· ιδού καινά ποιώ τα πάντα,
έλεγε η σκιά στον άνθρωπο
με τα
Πρασινοχάλκινα μάτια του να λάμπουν
Ως εάν οι κρύσταλλοι μιας ποίησης νέας
Όσον και
Μια φωνή φυγούσα στα εφηβικά σκότη,
Παρατηρώντας νωχελικά και με κάποια
περίσκεψη
τους εκκενωμένους δρόμους
Ενώ η φωταψία από παρακείμενο μαγαζί
Ανοιχτό ακόμα στη προχωρημένη νύχτα,
Έλαμψε στη συνείδησή του ως η μυστική
Είσοδος και έξοδος των πεπρωμένων επί
του κόσμου,
Ένα λημέρι των θεών είναι αυτό,
σκέφτηκε και
Εν τέλει απεφάσισε να μπει μέσα και να
Παραγγείλει· δεν σερβίρουμε τώρα, του
είπε η γυναίκα στο μπαρ,
απογειωνόμαστε,
Και πριν προλάβει να της απαντήσει,
Εκείνη με μιαν απότομη κίνηση στην
μηχανή
του καφέ
Έβαζε μπρος τις τουρμπίνες ήδη·