Thursday, November 17, 2011

CO JE DOMA, TO SE POČITÁ

Πού πήγαν σήμερα οι νεκροί, Έρμυκ,
Μα στα κοιμητήρια δεν υπάρχει παρά

ένα οχληρό μάτι που κοιμάται

σαν βαρειά πέτρα

στο μυαλό μου,

Κι εσύ 'σαι ακόμα εδώ, όμως δεν είναι
Σίγουρο πως είσαι ο ζωντανός, θαρρώ

Πως άκουσα την φωνή σου να βγαίνει
Σαν μέσα από το φρέαρ του θανάτου,

Όταν αυτός μην εθέλοντας να τρομάξει
Τους ανθρώπους, τους τρομάζει γι' αυτό

ακόμα περισσότερο

Προφαίνοντας μια άδεια τόσο παντομίμα
Καθώς φοράει ανασάρκινα τα πρόσωπα

Εκείνων των ψυχών που γελάνε ανάμεσα
Στα άστρα παίζοντας ένα παιγνίδι ακόμα

της ζωής και του θανάτου

μη ορατό

στο πανδαιμόνιο της γης, Έρμυκ,

Του ΄λεγε, η γαλανομάτα Μπέρτα με τα
Ξανθά μαλλιά της να αστράπτουν ωσάν

ήλιος

Μέσα στη νύχτα που αντηχούσε απ' τα
Τραγούδια και τις ζωηρές φωνές όλων

των καλεσμένων,

Έλα μαζί μας Έρμυκ, λέγαν στον άνδρα,
Έλα να γλεντήσουμε μέχρι την επομένη

νύχτα του κόσμου

Όταν οι φωτιές θα καταφάνε τα σωθικά
Του παλατιού κι εμείς θα γυρνάμε με τα

μάτια σκληρά

σαν πέτρες του λιμού

Ζητώντας να βγάλουμε από το μνήμα
Του κόσμου έξω τον νέο βασιλιά μας,

Του λέγανε

Και ολοένα ευθυμούσανε περισσότερο
Απ' τα ίδια τους λόγια και τις ξέφρενες

προτροπές

Προς τους παρισταμένους να ενωθούνε
Μαζί τους στην άναρχη μάζα του χορού

και

Καταμεσής της σάλας του ερημωμένου
Από παλιά μεγάρου που' σφυζε απ΄τις

ανέστιες, απάτριδες σκιές τους

σε μια νύχτα μόλις·

Όμως εκείνος δίσταζε να πιεί μαζί τους,
Και μια κοιτούσε τα χρυσαφένια μαλλιά

της Μπέρτα

Και μια τ' αθρόα ξεφαντώματα στο μέσον
Της παγκόσμιας ερημίας που επεκύκλωνε

την εύφημη βοημική γιορτή·

Πού είναι ο πληθυσμός της γης, ερώτησε,
Δεν φαίνεται κανείς στην οικουμένη, και

Πρότεινε στην γυναίκα να έλθει μαζί του σε
Μια άδεια κάμαρα και εκεί να περάσουν τη

μεγάλη νύχτα του κόσμου,

Μπέρτα, της είπε, ας δημιουργήσουμε ξανά
Το γένος των ανθρώπων και ας κυριεύσουνε

την γη,

Ναι ναι, φωνάζανε οι καλεσμένοι, αυτό θα
Είναι το καλύτερο, μα εσύ θα γίνεις ο νέος

βασιλιάς μας, Έρμυκ,

Συμπλήρωναν έξαλλοι από χαρά και μέθη
Και ολοένα περιεστρέφονταν γύρω απ΄τα

τραπέζια

Και

Σκοντάφταν σε αυτά, και πέφταν κάτω,
Και προσπαθούσανε τρεκλίζοντας μέσα

Στην

Προσμονή ενός ουρανού καινού και της
Γης καινής, την οικειότητα της παλαιάς

ζωής των

Ακόμα να μην απωλέσουν

Μα κι ό,τι θα έφθανε δεν έδειχναν πως
Δεν θα το καλοδέχονταν· αρκεί να μην

Χαλούσε την εύθυμη θέρμη της βραδιάς,
Ας έλθει, επανελάμβαναν, για τώρα όμως

όχι,

Όχι όμως τώρα,

Ξαναλέγανε με μια σκιά στα πρόσωπά
Τους, την θαλπωρή της εκκρεμότητας

έτι περισσότερο αναζητώντας·

Όχι όμως τώρα·