Saturday, November 5, 2011

PROCREATION PARTY

Όπως ακριβώς συγκεντρώνονται τα
Φώτα στις άκρες των ανθρώπων και

δημιουργούν μια νέα πόλη

πίσω από τους

καταρράκτες του ονείρου

Έτσι και η σκέψη περισπειρούται σε
Επιλήσμονα φωτιά που κατατρώγει

το υπαρκτό

προς όφελος του

μη ακόμη υπαρκτού,

Σου λέγω, Λυσιφάεσσα , πως τίποτε
Δεν είναι πιο ορατό από το παιγνίδι

των θεών

Πάνω από την τεράστια άβυσσο του
Μηκέτι σχηματισμένου και μηδαμώς

επιφαίνοντος στα

αναφώτιστα 'πό ήλιο στυγνό

λεκανοπέδια του νοείν,

Όπου η θλίψη απέχει μόλις ένα κρίμα
Από την χαρά και όπου η νίκη είναι τι

Σημειογόνο κάλλος των ουρανίων που
Έχει νόημα μόνον εάν απαντάται πάν'

από την επιφάνεια της ξηράς,

Όσο απέχει ένας ήλιος από την λάμψη
Του στον γαλαξία και όσο ακριβώς θα

Απείχε ο θεός από την λέξη του αν ήταν
Ορατός· έλεγε η γλυκεία Αιθυλομάγχη

στην νεαρή κοπέλλα και σε όλη

την ομήγυρη

Που 'χαν συγκεντρωθεί από νωρίς στον
Αιώνα και καταμεσής του ωκεανού για

Να γιορτάσουν έτη πολλά στο φαίνεσθαι
Μιας Δημιουργίας που ορισμένως, λέγαν

οι συνδαιτυμόνες,

Παρηχούσε το όνειρο καθενός ανθρώπου
Ξεχωριστά για χάρη μιας και μόνο κτίσης

συγκεντρωτικής,

Ζούμε πάντοτε στη καρδιά του σύμπαντος,
Είπε ξαφνικά η νεαρή Πραξιθόη ενόσω η

Καμαριέρα πηγαινοερχόταν με τον δίσκο
Αφήνοντας τα ποτά στους καλεσμένους

Μέχρι

Που κάποια στιγμή τον εκσφενδόνισ' έξω
Από το παράθυρο προς τ' απρόσιτα νερά

του ωκεανού

Που φάνταζε οσαύτως ετοιμόγεννος· κι
Ακόμα ζούμε, συνέχιζε να λέει η νεαρή

Πραξιθόη,

Στην

Έκταση που ορίζει η ρίψη ενός δίσκου από
Τα φωτόπηκτα δώματα της αχρονίας προς

το αχανές ενός κυττάρου ή μιας στιγμής

ή μιας λέξης στο μυαλό του ανθρώπου,

Η Δημιουργία όλη, φίλοι μου, δεν είναι τι
Άλλο παρεκτός μιας περισπωμένης λήθης

στα ανάπεδα της περιπέτειας

και μέσα στο όνειρο θεού διψώντος

την αγία ύλη και το χυμώδες όνειρο,

Όμως αλήθεια, μέχρι πού 'φθασε ο δίσκος
Που πέταξες απ' το παράθυρο, Ιλιομυθία,

ρώτησε την καμαριέρα

Η οποία ήταν τόσον όμορφη όσον και δέκα
Χιλιάδες θεές μαζί, και τα ξανθά μαλλιά της

κυμαίνονταν στη σάλα

Σαν έν το λάβαρο της αθανασίας καταμεσής
Βροτών που υποψιάζονταν ελαφρά εκείνο τ'

ασημένιο απόγευμα

πάνω από τα παγκόσμια αρχαία ύδατα

Πως τίποτε δεν πεθαίνει αληθινά και αρκεί
Μια σκέψη, ή μια λέξη μαγική ή ακόμα και

μια

Σκιά

Πυρός αήττητου ωσεί μια λεγεώνα του νοός
Στα κουρασμένα μηνίγγια της ανθρωπότητας

Για να γυρίσει πίσω πάντα τα πράγματα στις
Αφθαρσίες τους· μέχρι πού έφθασε ο δίσκος,

ξαναρώτησε την καμαριέρα,

Ενώ ο Ιστιομάγνης ποιητής εκφωνούσε την
Στιγμή εκείνη τους στίχους του νοητικά και

όχι δια της ομιλίας,

Είπε όμως την λέξη "ροή" η οποία τοσούτον
Εξελήφθη ακουστικώς απ' τους υπολοίπους

Ώστε άρχισαν να ομιλούν σε βαβυλωνιακές
Διαλέκτους ασυναισθήτως λέγοντας πάντα

μία την κατά λέξη

Ασσούρ, Ασσούρ, μα όλα τα όντα κυλήσανε
Σ' αυτόν τον κατάκοιτο κόσμο μέσ' από μια

Ελεγεία βαρβαρότητας και αγάπης μαζί, και
Είναι ο καιρός ν'ανασυλλέξουμε το άνθος της

έννοιας

Από

Τις επάλληλες συσσωρεύσεις χρόνου σε όλες
Τις κοιτίδες του ζην, σου δηλώνω, Πραξιθόη,

Έλεγε η γλυκυτάτη Αιθυλομάγχη ενώ εφάνη
Να ζυμώνει ένα καινούργιο σύμπαν μέσ' από

την θέρμη

των μαύρων ματιών της

Που νότιζαν την σάλα με το υγρό θήλυ φως
Μιας άγνωστης συμπόνοιας για τα πρόδηλα

σε ύπαρξη απτή,

Σου λέγω, πως αυτός ο κόσμος δεν είναι παρά
Καλούπι ονείρου· εκείθε η φιλοσοφία επί του

ατμού και της πέτρας

Και αν εμείς ηρακλειτίως ελαύνουμε από τα
Γεγονότα, τότε παρμενιδίως εξαντιπίπτουμε

στα πνεύματά μας

ενώ οι ζωές μας

Που

Ακόμα κυματίζουνε μπροστά στα μάτια μας
Ως οι ληθαργικές φυτείες του πραγματικού,

Ορίζουν μονάχα το αίμα μιας επιλογής, ιδού η
Πληθυσμιαία μάζα των θνητών, Πραξιθόη, κι

Όσο και αν τους καταπίει και εκβάλλει η αιεί
Κλονισμένη από ανασπασμούς και πυρετούς

αβυσσαία επιθυμία της ζωής,

Οι ίδιοι παραμένουν ανά τους αιώνες ένα το
Υπόβαθρον της Ομιλίας συνιστώντας· όμως

από

Χιλιάδες ενιαυτούς και χρόνους απομένει
Μονάχα η στιγμή και εκ των ανθρώπων ο

ένας

μόνον,

Της έλεγε, ενώ τα κύματα του ωκεανού είχαν
Αρχίσει σαν από μαγεία μυστική να ξεσπούν

Ορμητικά στους βράχους απέξω·

Μην αφήνετε τα σταχτοδοχεία κάτω, είπε σε
Μια στιγμή η Λυσιφάεσσα, σκόνταψα σε ένα

μόλις,

Σκόνταψα στον κόσμο μόλις, ξαναείπε,

και έκανε νόημα στον Ιστιομάγνη

να την

Συντροφεύσει προς το παράθυρο για να
'γναντέψει τον ταραγμένο ωκεανό· κοίτα

προς τον ορίζοντα,

του έλεγε,

Ένας κόσμος νέος ετοιμάζεται να έλθει,
Να είναι άραγε σαν κι αυτόν που φεύγει

ή μήπως κάτι τόσο νέο και παλαιό μαζί,

όσο και η λέξη άκμων ,

Εκείνος την παρατηρούσε σιωπηλός και
Θαύμαζε την ακατάσχετη ομορφιά της

Που θα μπορούσε να προσφέρει μια καλή
Αιτιολόγηση σε οποιονδήποτε των κόσμων

Να υπάρξει αρκεί να την συμπεριελάμβανε
Στα ηφαιστειώδη μητρώα της δημιουργίας

του·

Εσύ Ιστιομάγνη, του είπε ξανά, είσαι σαν ο
Στίχος που αναμένει χιλιετηρίδες κενές για

να γίνει φως καθαρό

από Λόγο,

Ειπέ μου, του ψιθύρισε, ενώ το μεθυστικό
Άρωμά της τον ετύλιγε σαν ηλιοβασίλεμα

των οριζόντων

Πάνω από τους πυρρούς κρατήρες μιας
Σάρκας που σιγοεφλέγετο στην επαφή

των κορμών

Από

Τις συνωθήσεις που επέβαλε το αίτημα
Για μια καλύτερη θέα από το παράθυρο·

Υπήρχαν ακόμα οι λήκυθοι των εποχών
Και των πανανθρωπίνων σωμάτων στην

αποθήκη του σύμπαντος

Ως επεφάνταζε εκείνη τη στιγμή η όλη
Οικία

Και πόθοι ρόδινοι από τα κατακόκκινα
Χείλη βεβαίως, όπως επίσης και τέτοιες

αβυσσομονάδες λέξεων έτοιμες

να περιστραφούν ως πηνία φωτιάς

μέσα στην γήινη κόλαση,

Μα και μύρια ονόματα αιωρούμενα 'πό τον
Ουρανό σαν θεατρικά κουκλάκια που όλως

Αιφνίδιως επευφημούσαν με ιαχές τα σκοτία
Ύδατα στις ογκώδεις μετατοπίσεις τους προς

την ξηρά,

Το ένα μυστικό ρίγος της εκ του μηδενός
Νέας Δημιουργίας

Και την μία ελπίδα για έναν κόσμο όπου
Ο καθένας θα ήταν μόνον αυτός με τους

φίλους του εκεί

Μην φανερώνοντας ακόμα στην διαρκή
Αύξουσα εκκρεμότητα των απειλητικών

παφλασμών·