Thursday, November 24, 2011

KØBENHAVNS EVIG UDSIGT

Όταν εκόπασε η μεγάλη ταραχή
Και οι άνθρωποι κοιτούσαν από

Τα φινιστρίνια των ουρανών τον
Νεοσχηματισμένο κόσμο, κανείς

Δεν ήταν σίγουρο πως έβλεπε τη
Φλόγα που μαίνετο στα εσώτερα

των κέρινων ωσεί ανθρώπων

μορφών

Οι οποίες και απροσκόπτως τόσον

Πορευόντανε στους δρόμους ωσάν
Οι νύχτες που καταπίναν και άλλην

νύχτα·

Ιδού ο κόσμος, λέγανε, και έδειχναν
Τα χρωματιστά σπίτια στο λιμάνι να

Απλώνονται σαν παιδική ζωγραφιά
Επί της μίας πραγματικότητας, και

τις άλλες

Κέρινες μορφές που παραμιλούσαν
Καθ' όλην την σκοτισμένη διάρκεια

της Δημιουργίας

Και έφτιαχναν με υπνοβατική όρεξη
Πολιτισμό, θρησκεία και φιλοσοφία,

καθώς και τέχνη,

Και μετά ξαναμπαίναν στα σπίτια τα
Χρωματιστά παραμένοντας όμως οι

ίδιες

αχρωμάτιστες,

Σαίρεν, Σαίρεν, ακουγόταν η φωνή
Στα όρια ανάμεσα μνήμη και νύχτα,

Είναι δάνειος ο κόσμος αυτός, έλεγε
Η νεαρή γοργόνα στους περαστικούς

Που είχε ζωντανέψει αλλά παρέμενε
Στην θέση του αγάλματος, είναι σας

λέγω,

δάνειος ο συρφετός του,

Είναι Δανός, δανός και κεκαυμένος
Ηριδανός, Ιορδάνης και ομιλών επί

της πυράς κάθε στιγμή

κατέληγε

Και η ατέρμονη φλόγα του πυρσού
Που σχημάτιζε η πλήρης χώρα στο

χάρτη

Πάνω από τον ηπειρωτικό βωμό της
Ευρώπης, δεν διαπιστώθηκε ακόμα

Τι ακριβώς εφώτιζε·

Ωστόσο,

Ήταν άγρια και υπέροχη η Βόρεια
Θάλασσα, φυσούσε ξανά κόσμους

πάνω σε κόσμους

Που κατέπιπταν σωρηδόν επί των
Δυτικών ακτών της χώρας την μία

Γεωδαιτική φλόγα μεγαλύνοντας
Έως την ολοένα αύξουσα σπορά

Χρωμοσωμάτων σπινθήρων στην
Άλλην άκρη της, ότε είχε υπάρξει

ως εκείνη

η

Πόλις που απελάμβανε υπομονετικά
Το μέγιστο μεσοδιάστημα του χρόνου

Και

Την όψη μιας νέας αθωότητας πάν'
Από τον πολιτισμό που είχε αποβεί

προ πολλού

μια τέφρα στο σύμπαν

Μην στέργοντας ακόμα να δηλώσει
Στα αμέτοχα παιδικά μάτια, που τα

φορούσαν

ολοσχερώς μετέχοντας επί παντός

Τα ανθρώπινα σώματα·