Friday, March 26, 2010

Η ΒΑΛΠΟΥΡΓΙΑ ΣΚΕΨΗ


Μα δεν καταλαβαίνεις τι σου λέω
Τόσην ώρα Σπενς, έλεγε η φωνή


του


νεκρού Μόρφυ


από μιαν άγνωστη διάσταση


Στον επίσης νεκρό Σπενς ο οποίος

Εκείνη τη στιγμή καθόταν ήρεμα


στο γραφείο του


σα να ήταν ζωντανός ακόμα


συνεχίζοντας να δουλεύει,


Δεν είμαι εγώ η περηφάνεια και η

Θλίψη του σκακιού όπως λες στα


ποιήματά σου

αλλά

μια διαρκέστερη φωτιά

Στα ανθρώπινα που μόλις μπορεί
Να γίνει αντιληπτή από τους αιεί

θορυβώδεις ενοίκους

της ανθρωπίνου

φύσεως,

Τι μας κρατεί κάθε φορά ομήρους
Της στιγμής, αυτό, έχε υπ'όψη σου

Σπενς,

Ότι μπορεί να είναι

Και η βαλπουργία νύχτα του όντος
Καθώς φαίνεται πράγματι ότι δεν

Ήταν προετοιμασμένο για τέτοια
Ξαφνική συσσώρευση παρουσίας

Στους λιμένες της ανάγκης και του
Θανάτου, μα πες μου στα σοβαρά,

Υπάρχει στ' αλήθεια ένας και μόνος
Άνθρωπος που θα μπορούσε να είναι

ένας

ήλιος

για τους άλλους

Όταν ο κόσμος πλέον δείχνει να λύει
Την σιωπή του εδώ και αιώνες και να

Ζητάει τα πάντα από μια ατμομηχανή·
Στις σιδηροτροχιές της Ιστορίας εμείς

Θέλουμε δεν θέλουμε είμαστε, Σπενς,
Ωστόσο, έχω την εντύπωση πως η θέση

Του μηχανοδηγού είναι κενή για πάντα·
Αυτός είναι ο αιώνας της θλίψης και της

Περηφάνειας, Σπενς, και εγώ έως άρτι
Άλλο δεν υπήρξα από την σύνοψή του

Σε ένα τραπέζι με μια σκακιέρα ανοιχτή
Μπροστά σε καρδιές κλειστές· ή μήπως

νόμισες

ότι

ο θεός

Κατεβαίνει αυτοπροσώπως για να κάνει
Χάρη στους ανθρώπους; να εγώ τώρα

Θα ήθελα ένα ουίσκυ με μόνον ένα πάγο,
Αλλά δυστυχώς είμαι νεκρός, Σπενς, όπως

και εσύ

είσαι

και ακόμα

Δεν το έχεις καταλάβει και πήγες στο
Γραφείο σου όπως κάθε άλλη μέρα

Να κάνεις τι ακριβώς; μην και θαρρείς
Ότι η ζωή δεν μπορεί να ζήσει χωρίς

Έναν άνθρωπο, ή σου είναι αλήθεια
Τόσο ανυπόφορη η ιδέα πως μπορεί

Η εφημερίδα να λειτουργήσει χωρίς
Εσένα, άφησε κάτω τα χαρτιά, Σπενς,

Και πήγαινε να κοιμηθείς, νύχτα ήλθαν
Όλα τα πράγματα μεμιάς στην κόψη

του

κόσμου

και έκτοτε

Παραμένουν εκεί παραμονεύοντας σαν
Θηρία κοιμισμένα στο ήρεμο παλμό της

μαγείας

Που κρατάει τα όντα φυλακισμένα στα
Κρατητήρια του χρόνου, είναι ξανά οι

ίδιοι

άνθρωποι

Αυτοί που περπατάνε κάθε φορά στους
Διαδρόμους των εποχών ψάχνοντας σαν

σακάτηδες

μια πιο εξωστρεφή

ειμαρμένη,

Σπασμένοι νιπτήρες στα λουτρά της ύλης
Από τους οποίους στάζει πάντα η σταγών

του

ακάματου

νόστου

Προς εκείνο που ποτέ δεν έγνωσαν όταν
Ήταν ακόμα ζωντανοί, που δεν αγγίξαν

με την ψυχή τους

όσες φορές και αν το έλαβαν

στα χέρια τους

Και έκτοτε, παραδέρνουν σαν σκυμμένα
Πάνω από το αμφιθέατρο φαντάσματα

Ορώντας με κόκκινα από την αγρύπνια
Του εσώτερου ουρανού τους μάτια το

πλήθος

Που προσέρχεται για να δώσει γραπτές
Εξετάσεις στα φοιτητικά μερίσματα της

ζωής,

Ιδού,

Σπενς,

Ο χρόνος είναι ένα τσακισμένο πολύφωτο
Στο πάτωμα από το οποίο αναρρέουν τα

πελώρια φωτεινά σύμπαντα

των ελαχίστων στιγμών

εκείνων

Που διασπαθίζουν ένα ηλιακό βασίλειο
Σε απομονωμένες κυψέλες σελήνης στα

μηνίγγια

των

κατεχομένων

Από δίψα ζωής και άρνηση θανάτου, που
Σαν τους τυφλούς σκοντάπτουν σε απτές

ροές του παμφάγου είναι

και το προσπερνούν

ως εάν μην είναι,

Σιωπηλοί και έρημοι κρατήρες του ελέους
Προσπαθούν σε μια μοναχική ευκαιρία να

λάμψουν κραταιώς

και αντ'αυτού

πνίγονται στο ίδιο ελάχιστο φως τους

Που τους κατρακυλάει σαν βαρέλια πυρός
Από τους πρόποδες του όρους της ομιλίας

προς

την βωβή εκεχειρία

με τους δαίμονες της ζωής.

Έλεγε ο νεκρός Μόρφυ από την μακρινή
Διάσταση προς τον Σπενς ο οποίος άφησε

τα χαρτιά

εν τέλει

κάτω

Όμως δεν έφυγε από το γραφείο, κοιτώντας
Προς το παράθυρο μόρφαζε επιδοκιμαστικά

αν και

με ταραχή

μεγίστη,

Πωλ, είσαι πάντα κάτι περισσότερο και μαζί
Κάτι λιγότερο από τον εαυτό σου, είπε στον

Μόρφυ,

Και αν είναι γνώρισμα θεού η ασάλευτη και
Ανέκφραστη παύση στους άγριους ωκεανούς

των μορφών

του κόσμου

που θρέφονται από μορφές

Και ίδιον θνητού η οξύλυτος μελαγχολία
Που πυορροεί στους κοιτώνες της εποχής

Τότε ένας τιτάν δεν είναι παρά ο βόμβος
Του απόλυτου στα στενά δρομάκια κάθε

έννοιας

μα

κάθε

Έννοιας, Πωλ, ότι η λέξη είναι φθαρμένο
Ρούχο για τους ανθρώπους μα για εκείνον

τον ποιητή

που πτερούται

κάθε στιγμή

Από τους μαύρους ανέμους του θανάτου
Είναι η στολισμένη φορεσιά της έφηβης

αιωνιότητας

η που ανάμεσα στο θόρυβο

και την πολυλαλία

Των συνωστιζομένων στην αγορά αφήνει
Ένα χαμόγελο και φεύγει νύχτα κρυφά

Για να τρυπώσει στους ολόφυτους τύμβους
Των κροτάφων ενός και μόνον ανθρώπου

που

ενάντια

στο χρόνο

Κείται αλύγιστος σαν φάρος μέσα στην
Θάλασσα του αγνώστου που γι αυτόν

Πωλ

δεν είναι άλλο από το

πρώτο κάποτε γνωστό,

Το να υπάρχεις σημαίνει πως δεν θυμάσαι,
Η ζωή δεν είναι κάτι διαφορετικό από μια

μαζική

αμνησία

Και η ποίηση

Μια ξαφνική αφύπνιση στο προθάλαμο
Της αθανασίας, όμως εγώ σου λέγω στα

σίγουρα,

Πωλ,

Πως ένα λεπτό ζωής ενδεδυμένης σάρκα
Είναι ανέκαθεν το ρίγος του παραδείσου

Και πάνω απ'όλα

εγώ αγγέλλω

ότι

Μια μάχη είναι ένας θρίαμβος εξ αρχής
Μηδέν κείται στην ησυχία παρεκτός οι

νεκροί

και

οι λίθοι,

Εμείς λίθοι δεν είμαστε Πωλ, και ακόμα
Δεν πεθάναμε καίτοι τυπικώς νεκροί και

οι δύο

Ότι πρόκειται

για τη μεγάλη λήψη

Της ζωής σε δοχεία ραγισμένα από την
Πολυκαιρία ελικώνων άμμου και πάγου

και

φωτιάς

στα ίχνη της δημιουργίας

Και πάντοτε όταν ο τρόμος λυμαίνεται
Την πλάση, είναι ένα κύτταρο σωτηρίας

Που νέμει την ζωντανή ποίηση σε όλα
Τα κουρέλια της πραγματικότητας, είναι

η

Αλήθεια

Πωλ

Ο άνθρωπος χωρίς ψωμί μπορεί να ζήσει
Χωρίς όμως την λέξη ψωμί, αποκλείεται,

Ότι τα πάντα καλύπτει το φως με τον όρο
Να έχουν υπάρξει πρώτα στο σκοτάδι, ότι

Ο κρουνός της ζωής είναι για εκείνους που
Τον ανοίγουν εν θερμώ χωρίς δεύτερη την

σκέψη·

Κι ας ήλθε ήδη η εποχή των τιτάνων και
Ας συστενάζουν τα όρη του καθαρότερου

λόγου

Κάτω από τις πατημασιές τους, κι ακόμη,
Ας μαστιγώνουν το κορμί της υδρογείου

Οι ράγες των τραίνων, αν ο άνθρωπος δεν
Εννοήσει ότι αυτός ο ίδιος είναι ο νόμος

όλος,

αυτός και η μοναχική του

τρέλλα,

Τότε μηδέν απολήγει στους θύλακες του
Μέλλοντος ει μη μια παλιά εφημερίδα

Που θα χτυπιέται στα κράσπεδα τυχαία
Πεταμένη από τον ίδιο τον θεό μόλις την

διαβάσει,

Είπε ο Σπενς και έκανε νόημα σε έναν
Συντάκτη του να αφήσει τα κείμενά του

και

να

φύγει,

Γουώλτ, του'πε τότε απότομα ο Μόρφυ
Καλώντας τον με το μικρό του όνομα

αυτή τη φορά,

Εγώ άλλη επιλογή

δεν έχω από

Το να περιστρέφομαι σαν σφαίρα μνήμης
Πάνω από τα πεδία του θανάτου, και πάνω

Από τα ατημέλητα έτη που αναδιαφεύγουν
Βιαστικά μπροστά από τα μάτια μου, κείνη

την κλονική στιγμή

γυρεύοντας

να ξαναμπώ σε σώμα ανθρώπου

Και λέοντος ψυχή, όμως είμαστε ακόμα οι
Κληρονόμοι, Γουώλτ, μιας ελεγείας του

πυλώνα ήλιου

στα αστραία θρίμματα

του λόγου ανά

Εκατομμύρια ζωές που παρωθούνται σε
Κάθε άνοιξη των αιώνων να κοιτούν έξω

από τα παράθυρα

προς τους δρόμους

Μήπως φανεί

Ο αίρων τον λήθαργο της ζωής τους και
Θραύσει σε ιαχή ελευθερίας το σκεύος

του

ανοικειοτέρου

πεπρωμένου τους,

Τα πλήρη, σύσσωμα πλήθη, Σπενς, απαρχής
Της Νινευή και της Βαβυλώνος μέχρι σήμερα

ουδέν άλλο είναι,

πίστεψέ με,

απ' ένα σαστισμένο βρέφος

Ενώπιον αγνώστων γονέων, και έως άρτι
Μηδεμιά Ιστορία έτερον δεν σημαίνει

πάρεξ

την προσπάθειά του

να περπατήσει,

Και η διαθήκη του ανθρώπου με τον
Άνθρωπο αυτή τη φορά ας είναι τούτη,

Δεν είμαστε

Ποτέ δεν είμασταν μονάδες τύχης στα
Ρηχά νερά πεταμένες κι επιπλέοντας με

Μια

Θολή πίστη στη συνέχεια των ημερών
Είμαστε ξανά για τώρα και για πάντα

εκείνοι

οι

τιτάνες

Που θα δαμάσουνε οριστικά τα φώτα
Της ζωής και του θανάτου προς ιδίαν

τρέλλαν

και

μόνον

Ό,τι είναι απεριόριστο ανήκει στον
Άνθρωπο μονάχα και το ορισμένο

Τίποτε ελκυστικότερο απ' όσο είναι
ο τυφλοπόντικας για τον αετό των

ορέων,

Ιδού η λύτρωση, φώναξε ο Μόρφυ, στα
Εντοιχισμένα μάγματα του νου, σ' αυτά

Τα προπύργια της θεϊκής αράχνης που
Προσδένει θεούς και ανθρώπους μαζί

Σε αδιέξοδες σπείρες της πείρας, και στη
Ορμητική φωτιά της ανάγκης για εκείνο

το

εγώ

που τολμάει να προφέρει τον εαυτό του

Γιατί είναι αλήθεια πως τίποτε αδύνατον
Για τον άνθρωπο όταν αποφασίζει πλέον

Να σχίσει το πέπλο που χωρίζει την λέξη
Από το ον, και όταν κατανοεί βαθύτερα

πως

Άλλη αλήθεια από τη λέξη δεν υπάρχει
Στο κόσμο και η δύναμή της ας είναι

επιτέλους

η νέα διαθήκη εν αρχή

των πολλών σε ολίγα αυτών καιρών,

Έλεγε ο Μόρφυ και η φωνή του άρχιζε
Να χάνεται σιγά σιγά από την κάμαρα

Ενώ ο συντάκτης χτυπούσε την πόρτα
Διακριτικά και ρωτούσε με ένα τόνο

ανήσυχο

στην ομιλία

του,

Δεν θα φύγετε κύριε Σπενς; είπε στην
Παράξενη φιγούρα μπροστά του που

λες

Και την έβλεπε για πρώτη φορά, είναι
Αργά κύριε Σπενς, σπάνια κάθεστε έως

αυτή την ώρα,

Τι ώρα είναι Εμίλ, τον ρώτησε τότε με
Σχεδόν φωνή τρέμουσα, φοβούμενος

Μήπως ο συντάκτης του καταλάβει ότι
Είναι νεκρός, ναι θα καθήσω σήμερα

λίγο

ακόμη,

του είπε,

Λίγο ακόμη ναι, και κοντοστάθηκε για
Μια στιγμή πάνω από ένα έγγραφο στο

οποίο

άγνωστο για ποιο λόγο
διέκρινε ευκρινέστερα από τις άλλες

την λέξη


m o v e ,

Μπορεί και λίγο περισσότερο, Εμίλ,
Είπε ξανά, μπορεί και λίγο παραπάνω

τώρα που το σκέφτομαι

καλύτερα,

Και με μια απαλή κίνηση που μιμείτο
Όσο πειστικότερα την διάθεση ενός

ζωντανού

άναψε ένα πούρο

καπνίζοντας το ωστόσο

Με ειλικρινέστατη ζωντάνια και σχεδόν
Αόρατο χαμόγελο στα χείλη του·




Thursday, March 18, 2010

CAROUSEL


Μα ας βρεθεί κάποιος επιτέλους
Να σταματήσει αυτόν τον κύκλο,

Έλεγε ολόκληρη η ανθρωπότητα
Ανεβασμένη στ' αλογάκια, καθώς

Περιδινίζοταν σε ταχείες στροφές
Γύρω από το ίδιο πάντα σημείο

αποφυγής

Και τινάζοταν σε αποστροφές από
Τις παιδικές σέλες από τις οποίες

όμως

Κρατείτο γερά για να μην φύγει στο
Κενό, το οποίο κενό είναι αλήθεια

Έμοιαζε να είναι ανέκαθεν γεμάτο
Από θεατές ,όχι πολλούς, ίσως δυο

τρεις

αφοσιωμένους στον καθένα

ξεχωριστά,

Σταματήστε πια τη μηχανή, ωρύονταν,
Μα δεν ακούτε τι σας λέμε, είναι πλέον

Προφανές ότι μηδείς ο επιβλέπων σε
Αυτόν τον γύρο της κατ'εθισμόν ζωής

και του ανέθιστου θανάτου

μηδείς ωστόσο

και ο απουσιάζων

Πάντα κάποιος βρίσκεται στο μάτι
Του κυκλώνα αυτού να πατάει τα

κουμπιά

σε θεία αταραξία,

Ιδού η απλότης, λέγανε,

Όμως εμείς γυρίζουμε, όχι το μάτι του,
Ούτε βέβαια και το δικό μας, τα έχουμε

αληθώς

τετρακόσια

Αν και το πλεόνασμα αυτό, πια είμαστε
Βέβαιοι πως δεν αρκεί για ένα και μόνο

βλέμμα

πάνω

στη ζωή μας

Ούτε όμως και πάνω στο θάνατό μας
Που μας έχει βάλει στο μάτι εξαρχής,

Είπανε και ακούστηκε ο γδούπος ενός
Πεσόντος από το αλογάκι του, πού πας,

του λέγανε

γύρνα πίσω,

του ξαναλέγανε,

Η δε κενή θέση του επιβαίνοντος όμως
Ήταν ένα θέαμα θα έλεγε κανείς που

Καίτοι όχι τόσο ασυνήθιστο για όλους
Τους υπόλοιπους, εν τούτοις έμοιαζε

Να είναι πρωτοφανές κάθε φορά, ο δε
Πεσών απομακρυνόταν γρήγορα προς

τους

θεατές

Και

Ελάμβανε μια αιώνια θέση μεταξύ τους,
Σαν ασάλευτη φωτογραφία τεθνεώτος

πάνω σε

Μπουφέ σε σάλο εορταστικής συνάξεως,
Το δε μοναχικό αλογάκι στην περαιτέρω

πορεία του

Φάνταζε να μην ψάχνει πια για αναβάτη
Αλλά σάρωνε σαν σπασμένη σειρήνα από

περιπολικό

του

θεού

Όλο τον κύκλο κάνοντάς τον να δείχνει
Πιο άδειος και πιο γεμάτος ταυτόχρονα·

Ενώ οι υπόλοιποι θέλοντας και μη ήταν
Σε αιώνια καταδίωξή του, και εκείνο σε

πιθανώς ακόμη σφοδροτέρα

καταδίωξη αυτών,

Ακόμα έναν γύρο, λέγανε, ακόμη έναν,
Ίσως κατ' ελπίδα είναι ο τελευταίος και

Μπορέσουμε πλέον να κατέβουμε, ίσως
Μπορέσουμε 'πιτέλους να χλιμιντρίσουμε,

να

χλιμιντρίσουμε,

επανελάμβαναν,

Αν όχι ως άνθρωποι τουλάχιστον ως άλογα,
Αν όχι, τονίζαν εμφατικώς, προσέξτε καλά,

Αν όχι έλλογα τότε τουλάχιστον ούτε τόσο
Παράλογα, ξέρουμε τι σας λέμε, βεβαίωναν

τολμώντας ντροπαλά

τις πρώτες αφύσικες

ιαχές

Και επωθούντο σαν από δύναμη άγνωστη
Μέσα από τον εαυτό τους να συνεχίζουνε

Μέχρι τελικής πτώσεως η οποία ωστόσο
Ποτέ δεν ερχόταν, το μόνο που σαφώς

όλοι

θεώνταν

ήταν

Το άδειο από αναβάτη και σταθερό
Στη πορεία του άλογο που άγνωστο

για

ποιο

λόγο

Και όντας όλοι ομού σε κύκλο
Έδειχνε πάντα

να προπορεύεται

Με αξιοσημείωτη αδιαφορία ωστόσο·





Saturday, March 13, 2010

Η ΚΕΦΑΛΗ ΤΟΥ ΔΡΑΚΟΝΤΑ

Και το ξενοδοχείο ήταν κτισμένο στις
Όχθες μιας λίμνης που έβγαζε φωτιά

Σαν ένα μεγάλο στόμιο της δημιουργίας
Που άχνιζε λόγο και πλάσμα ανθρώπου

από τα καυτά έγκατα

του

θεού

Ενώ τα νούφαρα και τα λουλούδια που
Επέρρεαν κρουνηδόν στα νερά φεύγαν

Από την περιοχή των ανθρώπων προς την
Περιοχή της καθαρής σκέψης της φύσης

Μέσ' από 'να κρατήρα της υδρόβιας λήθης
Και κάτω από τον σκληρό, άκαμπτο ήλιο

της

προσμονής

Ο οποίος και διέρρεε σιγά σιγά σε μιαν
Κρεμασμένη αράχνη φωτός στο πυρρό

στερέωμα

που έγερνε ευλαβικά

προς την σάλευση

Προς εκείνες τις ανέμελες έξεις των ισοβίων
Ενοίκων του, οι οποίοι είχαν ήδη πληρώσει

Την σάλα με έγερση μισόκλειστης ζωής σε
Κυτταρικό ημίφως· οι δε αθρόοι ήχοι των

Φλυτζανιών προέκυπταν σαν παράπλευρη
Αναδιάταξη της ομαλής ροής του κόσμου

δίπλα στo αιέν νεκροζώντανo

μυστήριo

της ομιλίας,

ΛεΜπόργκ, έλεγε ο Ντράγκο στη φιγούρα
Που τον κοιτούσε από την είσοδο και είχε

Ήδη βγάλει φτερά στη πλάτη έτοιμος να
Φύγει για τη χώρα των θεών, ΛεΜπόργκ,

εδώ

Είναι η συντόμευση της αλήθειας, κι αυτό
Το σώμα δεν είναι άλλο παρά η σφραγίδα

της σταματημένης

αθανασίας

στο κάτεργο του λόγου

Στις

Συρτές κοιλάδες των ονειρικών οφθαλμών
Όπου και συνωστίζονται οι άδειοι θρόνοι

του ουρανού

Και σε αυτόν

τον θνητό ανθρώπου κορμό

Όπου διαπτύσσεται το ελιξήριο του θανάτου
Το που μετράει την αντοχή του θεού μέσα

Από την αντοχή του ανθρώπου, φαντάζει το
Όλο θέαμα, ΛεΜπόργκ, μια μακρά ανά τους

αιώνες

αφύπνιση

ενός δράκοντα, να,

Αυτή τη στιγμή ανοίγουν τα μάτια του και
Μας κοιτάζουν, του' λεγε και το αργόψυχο

βλέμμα του

Εστιάζονταν ανήσυχα προς την μεριά της
Λίμνης μέσ' από τις κατεβασμένες γρίλλιες

Των παραθύρων που μοιάζανε σαν κλειστά
Νοήματα μιας πιο άγριας οικουμένης,ενώ ο

ίδιος

είχε

Σωριαστεί στο μεγάλο καθιστικό της σάλας
Του ξενοδοχείου πειράζοντας νευρικά τα

φύλλα

Των παρακειμένων σκυθρωπών φυτών, που
Είχανε ήδη γείρει επικίνδυνα προς ένα είδος

Θανάτου σχεδόν πανομοιότυπου με εκείνη
Την παγερή κατατονία που παρουσιάζουν

Οι άνθρωποι όταν εκκινούν το πρωί για τις
Δουλειές τους, και ο γύρω χώρος φαινόταν

άδειος

ξαφνικά

Σα να είχαν ήδη φύγει οι ένοικοι από το
Ξενοδοχείο για να τ' αφήσουν πίσω τους

έρημο

Στα αρπακτικά νύχια αγνώστου θεού που
Προετοίμαζε μια θηριώδη αποκάλυψη για

έναν

άνθρωπο

μόνο,

Και

Ποιος θα κυβερνάει τώρα τη γη, μπόρεσε
Να επιρωτήσει ο Ντράγκο επιτέλους την

Μεγαλειώδη μαύρη φιγούρα μπροστά του
Που προέβαλε με τ' ανθρώπινο πτέρωμά της

Σε αχανή έκταση, σκεπάζοντας σχεδόν την
Ημέρα σε μνημειώδη νύχτα εκτός ωρολογίου

Και προτείνοντας την όλη πλάση σαν χείλος
Ενός γκρεμού στο οποίο είχαν μαζευτεί όλες

οι ψυχές

των κατοίκων

της ζωής,

Πόσοι είναι,

Μπορείς να τους μετρήσεις όλους; ρωτούσε
Ξανά ο Ντράγκο τον άνθρωπο της αργής

μεταμόρφωσης,

Πόσες ψυχές περιμένουν από την αρχή της
Λιτανείας της σάρκας να πεθάνουν οριστικά

Και πόσες να ζήσουν για πάντα , και πόσο η
Κάθε μια δεν ξέρει ότι αυτή η φυγή είναι μια

λάμψη ενός δευτερολέπτου

στον σπηλαιώδη εγκέφαλο

του ουρανού,

Είναι αλήθεια, ΛεΜπόργκ, ο κόσμος , η ζωή,
Οι άνθρωποι διήρκεσαν όσο ένα φυτευμένο

δευτερόλεπτο

στις φυτείες

του μήποτε υπαρκτού χρόνου,

Και μέσα σε ένα δευτερόλεπτο εξετοξεύθη
Και καρφώθηκε στο έδαφος του πουθενά

Η αιώνια κύμανση των επιγόνων, είμαστε
Πίσω πάλι, στην αφετηρία με μια σκληρή

υπόσχεση

απτότητας και αναπαραγωγής

να εμφανίζεται ξανά, όμως,

Ο Κύριος των δυνάμεων πλέον ποιος; και
Αν είναι θεός, ή διάβολος ή άνθρωπος δεν

Ορίζεται πια από τους τρόπους του, είναι
Όλοι αυτοί μαζί και μηδείς εξ αυτών, είναι

η

άνοδος

ΛεΜπόργκ

Σε δίδυμους κόσμους, σ' αυτόν της δύσης
Και σ'εκείνον της ανατολής του ημερησίου

φωτός

Ωστόσο

και οι δυο

Έχουν να κάνουν πάντοτε με τον ίδιο ήλιο
Και αυτός ο ήλιος καλείται αλλιώς η Κατοχή,

ΛεΜπόργκ,

Απτός κάτω από τον ήλιο της ανθρωπότητας
Σημαίνει έκθετος στο καύμα του χρόνου, και

Οι θεοί κι οι δαίμονες εδώ από παλιά τίποτε
Άλλο από μηχανουργοί της φωταψίας και της

Εξαπάτησης σε άδεια νοητική λήκυθο, εγώ
Σου λέγω ΛεΜπόργκ πως ό,τι απ' άνθρωπο

Αγγίζεται από άνθρωπο ακριβώς θνήσκει γι'
Αυτό, ο απτός μας όγκος είναι το μαυσωλείο

της εξαντλημένης χαράς

Μια ξεχασμένη αθωότητα

στα καθάρια υάλινα τείχη της ομιλίας

Που κάποτε μπορεί να ξαναζήσει σαν μικρός
Σπινθήρας στο βόρειο σέλας της παγωνιάς

του ακατοίκητου

πλέον

αιώνα,

Ποιος μένει πια εδώ, ΛεΜπόργκ, σε αυτό το
Ήσυχο και απόμερο ξενοδοχείο της θνητής

μαγείας των σιωπηλών οριζόντων

πέρα από τη λίμνη της φωτιάς,

και ποιος όχι;

Σα να θρόισε ανήσυχα η ίδια η ιστορία, το
Βλέμμα μας πέφτει παντού στους άδειους

διαδρόμους

της

βαρειάς ύλης

Και ιδού, σε έναν μόνον θερισμό ανηγέρθη
Ο κόσμος στα φώτα ενός έτι πιο σκοτεινού

από τον ίδιον

μυστήριο,

Και σε μια κλονισμένη μειοψηφία ελπίδας
Αγωνίζεται ακόμα ο ετοιμοθάνατος να μην

παραδώσει

το

πνεύμα

Που τον σκοτώνει από άνθρωπο σε άνθρωπο
Και από γενιά σε γενιά, οδηγώντας τον στην

έκλειψη του πραγματικού

προς όφελος

μια σκοτεινής κυριαρχίας,

Ποιος κυβερνά μιαν ανθρωπότητα που δεν
Υπάρχει πλέον, ρώτησε ξανά ο Ντράγκο, και

ποια

η

βασιλεία

Που αναμένει τον εσόμενο στο τέλος αυτού
Του βηματισμού μέσα στα ανάκτορα της

επιθυμίας

για χρόνο,

Είπε ο Ντράγκο και η μορφή του φαινόταν
Πλέον σα να βούλιαζε σε ευγενικό σκοτάδι

Ενώ η φιγούρα με τα φτερά δεν υπήρχε πια
Μπροστά του, και σα να είχε λήξει όνειρο ή

οπτασία

Έβλεπε μονάχα τον πρωτότοκο στη θέση της
Να είναι εκείνος που πάντοτε γνώριζε, αν και

Κάτι στην απόπειρα ομιλίας του έμοιαζε να
Θέλει να αποκρύψει και μαζί να φανερώσει

μια νέα αλήθεια των καιρών

Που λες και απαρχής κόσμου ετοιμάστηκε
Με τέτοιο τρόπο για να μένει πάντοτε μια

αιώρηση

ανάμεσα υποψία και βεβαίωση

Ένας αργός και βαρύς κύλινδρος φωτιάς
Που κατρακυλούσε ήδη σαν δαιμονισμένη

μηχανή του θανάτου

ανάμεσα στους γοργά πληθυνόμενους

ανθρώπους

Που για κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο ήτανε
Όλοι πεπεισμένοι πως θα τους έφερνε την

ζωή

έστω και σαν

Μιαν ακόμη ίδιαν ημέρα που απλά θα
Έρχόταν να προστεθεί διακριτικά στις

αιώνιες άλλες που παρέμεναν

σιωπηλά στη σειρά


Monday, March 8, 2010

Η ΑΙΩΝΙΑ ΣΤΑΘΕΡΑ ΤΟΥ ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΥ





Το Κονσέρτο για Βιολί και Ορχήστρα Νο.1 του Max Bruch είναι βέβαια ένα από τα πλέον δημοφιλή έργα στο ρεπερτόριο των απανταχού βιολονιστών. Δείγμα και έκφραση της πιο οξείας και αχαλίνωτης σε πάθος και ρομαντισμό περιόδου της κλασσικής μουσικής, αποτυπώνει με το πλέον μουσικά "εύγλωττο" τρόπο την αντίληψη που είχαν οι ρομαντικοί συνθέτες του 19ου αιώνα για τα ζητήματα-κλειδιά της ανθρώπινης ψυχής, όπως ο έρωτας, ο θάνατος και το όνειρο.

Έχω την εντύπωση ωστόσο πως αυτή η (όχι και τόσο αδικαιολόγητη σε κάθε περίπτωση) εμμονή κοινού και βιολονιστών με το συγκεκριμένο κονσέρτο, αδικεί το υπόλοιπο έργο του συνθέτη.
Από αυτό το τελευταίο διαλέγω επίσης το αριστουργηματικό "Odysseus" του για σόλο φωνές, χορωδία και ορχήστρα και το οποίο μπορείτε να ακούσετε από το podbean δεξιά (δύο cds, στο player ακούγονται τα 7 από τα συνολικά 12 μέρη του έργου).

Την Ραδιοφωνική Ορχήστρα του Αννόβερου διευθύνει ο Leon Botstein, ενώ στο video από το youtube, η νέα και ανερχόμενη Janine Jansen στο βιολί σε μια εξαιρετική εκτέλεση του πρώτου movement του Κονσέρτου για Βιολί και Ορχήστρα Νο.1 (Vorspiel-allegro moderato)
.