Friday, March 26, 2010

Η ΒΑΛΠΟΥΡΓΙΑ ΣΚΕΨΗ


Μα δεν καταλαβαίνεις τι σου λέω
Τόσην ώρα Σπενς, έλεγε η φωνή


του


νεκρού Μόρφυ


από μιαν άγνωστη διάσταση


Στον επίσης νεκρό Σπενς ο οποίος

Εκείνη τη στιγμή καθόταν ήρεμα


στο γραφείο του


σα να ήταν ζωντανός ακόμα


συνεχίζοντας να δουλεύει,


Δεν είμαι εγώ η περηφάνεια και η

Θλίψη του σκακιού όπως λες στα


ποιήματά σου

αλλά

μια διαρκέστερη φωτιά

Στα ανθρώπινα που μόλις μπορεί
Να γίνει αντιληπτή από τους αιεί

θορυβώδεις ενοίκους

της ανθρωπίνου

φύσεως,

Τι μας κρατεί κάθε φορά ομήρους
Της στιγμής, αυτό, έχε υπ'όψη σου

Σπενς,

Ότι μπορεί να είναι

Και η βαλπουργία νύχτα του όντος
Καθώς φαίνεται πράγματι ότι δεν

Ήταν προετοιμασμένο για τέτοια
Ξαφνική συσσώρευση παρουσίας

Στους λιμένες της ανάγκης και του
Θανάτου, μα πες μου στα σοβαρά,

Υπάρχει στ' αλήθεια ένας και μόνος
Άνθρωπος που θα μπορούσε να είναι

ένας

ήλιος

για τους άλλους

Όταν ο κόσμος πλέον δείχνει να λύει
Την σιωπή του εδώ και αιώνες και να

Ζητάει τα πάντα από μια ατμομηχανή·
Στις σιδηροτροχιές της Ιστορίας εμείς

Θέλουμε δεν θέλουμε είμαστε, Σπενς,
Ωστόσο, έχω την εντύπωση πως η θέση

Του μηχανοδηγού είναι κενή για πάντα·
Αυτός είναι ο αιώνας της θλίψης και της

Περηφάνειας, Σπενς, και εγώ έως άρτι
Άλλο δεν υπήρξα από την σύνοψή του

Σε ένα τραπέζι με μια σκακιέρα ανοιχτή
Μπροστά σε καρδιές κλειστές· ή μήπως

νόμισες

ότι

ο θεός

Κατεβαίνει αυτοπροσώπως για να κάνει
Χάρη στους ανθρώπους; να εγώ τώρα

Θα ήθελα ένα ουίσκυ με μόνον ένα πάγο,
Αλλά δυστυχώς είμαι νεκρός, Σπενς, όπως

και εσύ

είσαι

και ακόμα

Δεν το έχεις καταλάβει και πήγες στο
Γραφείο σου όπως κάθε άλλη μέρα

Να κάνεις τι ακριβώς; μην και θαρρείς
Ότι η ζωή δεν μπορεί να ζήσει χωρίς

Έναν άνθρωπο, ή σου είναι αλήθεια
Τόσο ανυπόφορη η ιδέα πως μπορεί

Η εφημερίδα να λειτουργήσει χωρίς
Εσένα, άφησε κάτω τα χαρτιά, Σπενς,

Και πήγαινε να κοιμηθείς, νύχτα ήλθαν
Όλα τα πράγματα μεμιάς στην κόψη

του

κόσμου

και έκτοτε

Παραμένουν εκεί παραμονεύοντας σαν
Θηρία κοιμισμένα στο ήρεμο παλμό της

μαγείας

Που κρατάει τα όντα φυλακισμένα στα
Κρατητήρια του χρόνου, είναι ξανά οι

ίδιοι

άνθρωποι

Αυτοί που περπατάνε κάθε φορά στους
Διαδρόμους των εποχών ψάχνοντας σαν

σακάτηδες

μια πιο εξωστρεφή

ειμαρμένη,

Σπασμένοι νιπτήρες στα λουτρά της ύλης
Από τους οποίους στάζει πάντα η σταγών

του

ακάματου

νόστου

Προς εκείνο που ποτέ δεν έγνωσαν όταν
Ήταν ακόμα ζωντανοί, που δεν αγγίξαν

με την ψυχή τους

όσες φορές και αν το έλαβαν

στα χέρια τους

Και έκτοτε, παραδέρνουν σαν σκυμμένα
Πάνω από το αμφιθέατρο φαντάσματα

Ορώντας με κόκκινα από την αγρύπνια
Του εσώτερου ουρανού τους μάτια το

πλήθος

Που προσέρχεται για να δώσει γραπτές
Εξετάσεις στα φοιτητικά μερίσματα της

ζωής,

Ιδού,

Σπενς,

Ο χρόνος είναι ένα τσακισμένο πολύφωτο
Στο πάτωμα από το οποίο αναρρέουν τα

πελώρια φωτεινά σύμπαντα

των ελαχίστων στιγμών

εκείνων

Που διασπαθίζουν ένα ηλιακό βασίλειο
Σε απομονωμένες κυψέλες σελήνης στα

μηνίγγια

των

κατεχομένων

Από δίψα ζωής και άρνηση θανάτου, που
Σαν τους τυφλούς σκοντάπτουν σε απτές

ροές του παμφάγου είναι

και το προσπερνούν

ως εάν μην είναι,

Σιωπηλοί και έρημοι κρατήρες του ελέους
Προσπαθούν σε μια μοναχική ευκαιρία να

λάμψουν κραταιώς

και αντ'αυτού

πνίγονται στο ίδιο ελάχιστο φως τους

Που τους κατρακυλάει σαν βαρέλια πυρός
Από τους πρόποδες του όρους της ομιλίας

προς

την βωβή εκεχειρία

με τους δαίμονες της ζωής.

Έλεγε ο νεκρός Μόρφυ από την μακρινή
Διάσταση προς τον Σπενς ο οποίος άφησε

τα χαρτιά

εν τέλει

κάτω

Όμως δεν έφυγε από το γραφείο, κοιτώντας
Προς το παράθυρο μόρφαζε επιδοκιμαστικά

αν και

με ταραχή

μεγίστη,

Πωλ, είσαι πάντα κάτι περισσότερο και μαζί
Κάτι λιγότερο από τον εαυτό σου, είπε στον

Μόρφυ,

Και αν είναι γνώρισμα θεού η ασάλευτη και
Ανέκφραστη παύση στους άγριους ωκεανούς

των μορφών

του κόσμου

που θρέφονται από μορφές

Και ίδιον θνητού η οξύλυτος μελαγχολία
Που πυορροεί στους κοιτώνες της εποχής

Τότε ένας τιτάν δεν είναι παρά ο βόμβος
Του απόλυτου στα στενά δρομάκια κάθε

έννοιας

μα

κάθε

Έννοιας, Πωλ, ότι η λέξη είναι φθαρμένο
Ρούχο για τους ανθρώπους μα για εκείνον

τον ποιητή

που πτερούται

κάθε στιγμή

Από τους μαύρους ανέμους του θανάτου
Είναι η στολισμένη φορεσιά της έφηβης

αιωνιότητας

η που ανάμεσα στο θόρυβο

και την πολυλαλία

Των συνωστιζομένων στην αγορά αφήνει
Ένα χαμόγελο και φεύγει νύχτα κρυφά

Για να τρυπώσει στους ολόφυτους τύμβους
Των κροτάφων ενός και μόνον ανθρώπου

που

ενάντια

στο χρόνο

Κείται αλύγιστος σαν φάρος μέσα στην
Θάλασσα του αγνώστου που γι αυτόν

Πωλ

δεν είναι άλλο από το

πρώτο κάποτε γνωστό,

Το να υπάρχεις σημαίνει πως δεν θυμάσαι,
Η ζωή δεν είναι κάτι διαφορετικό από μια

μαζική

αμνησία

Και η ποίηση

Μια ξαφνική αφύπνιση στο προθάλαμο
Της αθανασίας, όμως εγώ σου λέγω στα

σίγουρα,

Πωλ,

Πως ένα λεπτό ζωής ενδεδυμένης σάρκα
Είναι ανέκαθεν το ρίγος του παραδείσου

Και πάνω απ'όλα

εγώ αγγέλλω

ότι

Μια μάχη είναι ένας θρίαμβος εξ αρχής
Μηδέν κείται στην ησυχία παρεκτός οι

νεκροί

και

οι λίθοι,

Εμείς λίθοι δεν είμαστε Πωλ, και ακόμα
Δεν πεθάναμε καίτοι τυπικώς νεκροί και

οι δύο

Ότι πρόκειται

για τη μεγάλη λήψη

Της ζωής σε δοχεία ραγισμένα από την
Πολυκαιρία ελικώνων άμμου και πάγου

και

φωτιάς

στα ίχνη της δημιουργίας

Και πάντοτε όταν ο τρόμος λυμαίνεται
Την πλάση, είναι ένα κύτταρο σωτηρίας

Που νέμει την ζωντανή ποίηση σε όλα
Τα κουρέλια της πραγματικότητας, είναι

η

Αλήθεια

Πωλ

Ο άνθρωπος χωρίς ψωμί μπορεί να ζήσει
Χωρίς όμως την λέξη ψωμί, αποκλείεται,

Ότι τα πάντα καλύπτει το φως με τον όρο
Να έχουν υπάρξει πρώτα στο σκοτάδι, ότι

Ο κρουνός της ζωής είναι για εκείνους που
Τον ανοίγουν εν θερμώ χωρίς δεύτερη την

σκέψη·

Κι ας ήλθε ήδη η εποχή των τιτάνων και
Ας συστενάζουν τα όρη του καθαρότερου

λόγου

Κάτω από τις πατημασιές τους, κι ακόμη,
Ας μαστιγώνουν το κορμί της υδρογείου

Οι ράγες των τραίνων, αν ο άνθρωπος δεν
Εννοήσει ότι αυτός ο ίδιος είναι ο νόμος

όλος,

αυτός και η μοναχική του

τρέλλα,

Τότε μηδέν απολήγει στους θύλακες του
Μέλλοντος ει μη μια παλιά εφημερίδα

Που θα χτυπιέται στα κράσπεδα τυχαία
Πεταμένη από τον ίδιο τον θεό μόλις την

διαβάσει,

Είπε ο Σπενς και έκανε νόημα σε έναν
Συντάκτη του να αφήσει τα κείμενά του

και

να

φύγει,

Γουώλτ, του'πε τότε απότομα ο Μόρφυ
Καλώντας τον με το μικρό του όνομα

αυτή τη φορά,

Εγώ άλλη επιλογή

δεν έχω από

Το να περιστρέφομαι σαν σφαίρα μνήμης
Πάνω από τα πεδία του θανάτου, και πάνω

Από τα ατημέλητα έτη που αναδιαφεύγουν
Βιαστικά μπροστά από τα μάτια μου, κείνη

την κλονική στιγμή

γυρεύοντας

να ξαναμπώ σε σώμα ανθρώπου

Και λέοντος ψυχή, όμως είμαστε ακόμα οι
Κληρονόμοι, Γουώλτ, μιας ελεγείας του

πυλώνα ήλιου

στα αστραία θρίμματα

του λόγου ανά

Εκατομμύρια ζωές που παρωθούνται σε
Κάθε άνοιξη των αιώνων να κοιτούν έξω

από τα παράθυρα

προς τους δρόμους

Μήπως φανεί

Ο αίρων τον λήθαργο της ζωής τους και
Θραύσει σε ιαχή ελευθερίας το σκεύος

του

ανοικειοτέρου

πεπρωμένου τους,

Τα πλήρη, σύσσωμα πλήθη, Σπενς, απαρχής
Της Νινευή και της Βαβυλώνος μέχρι σήμερα

ουδέν άλλο είναι,

πίστεψέ με,

απ' ένα σαστισμένο βρέφος

Ενώπιον αγνώστων γονέων, και έως άρτι
Μηδεμιά Ιστορία έτερον δεν σημαίνει

πάρεξ

την προσπάθειά του

να περπατήσει,

Και η διαθήκη του ανθρώπου με τον
Άνθρωπο αυτή τη φορά ας είναι τούτη,

Δεν είμαστε

Ποτέ δεν είμασταν μονάδες τύχης στα
Ρηχά νερά πεταμένες κι επιπλέοντας με

Μια

Θολή πίστη στη συνέχεια των ημερών
Είμαστε ξανά για τώρα και για πάντα

εκείνοι

οι

τιτάνες

Που θα δαμάσουνε οριστικά τα φώτα
Της ζωής και του θανάτου προς ιδίαν

τρέλλαν

και

μόνον

Ό,τι είναι απεριόριστο ανήκει στον
Άνθρωπο μονάχα και το ορισμένο

Τίποτε ελκυστικότερο απ' όσο είναι
ο τυφλοπόντικας για τον αετό των

ορέων,

Ιδού η λύτρωση, φώναξε ο Μόρφυ, στα
Εντοιχισμένα μάγματα του νου, σ' αυτά

Τα προπύργια της θεϊκής αράχνης που
Προσδένει θεούς και ανθρώπους μαζί

Σε αδιέξοδες σπείρες της πείρας, και στη
Ορμητική φωτιά της ανάγκης για εκείνο

το

εγώ

που τολμάει να προφέρει τον εαυτό του

Γιατί είναι αλήθεια πως τίποτε αδύνατον
Για τον άνθρωπο όταν αποφασίζει πλέον

Να σχίσει το πέπλο που χωρίζει την λέξη
Από το ον, και όταν κατανοεί βαθύτερα

πως

Άλλη αλήθεια από τη λέξη δεν υπάρχει
Στο κόσμο και η δύναμή της ας είναι

επιτέλους

η νέα διαθήκη εν αρχή

των πολλών σε ολίγα αυτών καιρών,

Έλεγε ο Μόρφυ και η φωνή του άρχιζε
Να χάνεται σιγά σιγά από την κάμαρα

Ενώ ο συντάκτης χτυπούσε την πόρτα
Διακριτικά και ρωτούσε με ένα τόνο

ανήσυχο

στην ομιλία

του,

Δεν θα φύγετε κύριε Σπενς; είπε στην
Παράξενη φιγούρα μπροστά του που

λες

Και την έβλεπε για πρώτη φορά, είναι
Αργά κύριε Σπενς, σπάνια κάθεστε έως

αυτή την ώρα,

Τι ώρα είναι Εμίλ, τον ρώτησε τότε με
Σχεδόν φωνή τρέμουσα, φοβούμενος

Μήπως ο συντάκτης του καταλάβει ότι
Είναι νεκρός, ναι θα καθήσω σήμερα

λίγο

ακόμη,

του είπε,

Λίγο ακόμη ναι, και κοντοστάθηκε για
Μια στιγμή πάνω από ένα έγγραφο στο

οποίο

άγνωστο για ποιο λόγο
διέκρινε ευκρινέστερα από τις άλλες

την λέξη


m o v e ,

Μπορεί και λίγο περισσότερο, Εμίλ,
Είπε ξανά, μπορεί και λίγο παραπάνω

τώρα που το σκέφτομαι

καλύτερα,

Και με μια απαλή κίνηση που μιμείτο
Όσο πειστικότερα την διάθεση ενός

ζωντανού

άναψε ένα πούρο

καπνίζοντας το ωστόσο

Με ειλικρινέστατη ζωντάνια και σχεδόν
Αόρατο χαμόγελο στα χείλη του·