Saturday, March 13, 2010

Η ΚΕΦΑΛΗ ΤΟΥ ΔΡΑΚΟΝΤΑ

Και το ξενοδοχείο ήταν κτισμένο στις
Όχθες μιας λίμνης που έβγαζε φωτιά

Σαν ένα μεγάλο στόμιο της δημιουργίας
Που άχνιζε λόγο και πλάσμα ανθρώπου

από τα καυτά έγκατα

του

θεού

Ενώ τα νούφαρα και τα λουλούδια που
Επέρρεαν κρουνηδόν στα νερά φεύγαν

Από την περιοχή των ανθρώπων προς την
Περιοχή της καθαρής σκέψης της φύσης

Μέσ' από 'να κρατήρα της υδρόβιας λήθης
Και κάτω από τον σκληρό, άκαμπτο ήλιο

της

προσμονής

Ο οποίος και διέρρεε σιγά σιγά σε μιαν
Κρεμασμένη αράχνη φωτός στο πυρρό

στερέωμα

που έγερνε ευλαβικά

προς την σάλευση

Προς εκείνες τις ανέμελες έξεις των ισοβίων
Ενοίκων του, οι οποίοι είχαν ήδη πληρώσει

Την σάλα με έγερση μισόκλειστης ζωής σε
Κυτταρικό ημίφως· οι δε αθρόοι ήχοι των

Φλυτζανιών προέκυπταν σαν παράπλευρη
Αναδιάταξη της ομαλής ροής του κόσμου

δίπλα στo αιέν νεκροζώντανo

μυστήριo

της ομιλίας,

ΛεΜπόργκ, έλεγε ο Ντράγκο στη φιγούρα
Που τον κοιτούσε από την είσοδο και είχε

Ήδη βγάλει φτερά στη πλάτη έτοιμος να
Φύγει για τη χώρα των θεών, ΛεΜπόργκ,

εδώ

Είναι η συντόμευση της αλήθειας, κι αυτό
Το σώμα δεν είναι άλλο παρά η σφραγίδα

της σταματημένης

αθανασίας

στο κάτεργο του λόγου

Στις

Συρτές κοιλάδες των ονειρικών οφθαλμών
Όπου και συνωστίζονται οι άδειοι θρόνοι

του ουρανού

Και σε αυτόν

τον θνητό ανθρώπου κορμό

Όπου διαπτύσσεται το ελιξήριο του θανάτου
Το που μετράει την αντοχή του θεού μέσα

Από την αντοχή του ανθρώπου, φαντάζει το
Όλο θέαμα, ΛεΜπόργκ, μια μακρά ανά τους

αιώνες

αφύπνιση

ενός δράκοντα, να,

Αυτή τη στιγμή ανοίγουν τα μάτια του και
Μας κοιτάζουν, του' λεγε και το αργόψυχο

βλέμμα του

Εστιάζονταν ανήσυχα προς την μεριά της
Λίμνης μέσ' από τις κατεβασμένες γρίλλιες

Των παραθύρων που μοιάζανε σαν κλειστά
Νοήματα μιας πιο άγριας οικουμένης,ενώ ο

ίδιος

είχε

Σωριαστεί στο μεγάλο καθιστικό της σάλας
Του ξενοδοχείου πειράζοντας νευρικά τα

φύλλα

Των παρακειμένων σκυθρωπών φυτών, που
Είχανε ήδη γείρει επικίνδυνα προς ένα είδος

Θανάτου σχεδόν πανομοιότυπου με εκείνη
Την παγερή κατατονία που παρουσιάζουν

Οι άνθρωποι όταν εκκινούν το πρωί για τις
Δουλειές τους, και ο γύρω χώρος φαινόταν

άδειος

ξαφνικά

Σα να είχαν ήδη φύγει οι ένοικοι από το
Ξενοδοχείο για να τ' αφήσουν πίσω τους

έρημο

Στα αρπακτικά νύχια αγνώστου θεού που
Προετοίμαζε μια θηριώδη αποκάλυψη για

έναν

άνθρωπο

μόνο,

Και

Ποιος θα κυβερνάει τώρα τη γη, μπόρεσε
Να επιρωτήσει ο Ντράγκο επιτέλους την

Μεγαλειώδη μαύρη φιγούρα μπροστά του
Που προέβαλε με τ' ανθρώπινο πτέρωμά της

Σε αχανή έκταση, σκεπάζοντας σχεδόν την
Ημέρα σε μνημειώδη νύχτα εκτός ωρολογίου

Και προτείνοντας την όλη πλάση σαν χείλος
Ενός γκρεμού στο οποίο είχαν μαζευτεί όλες

οι ψυχές

των κατοίκων

της ζωής,

Πόσοι είναι,

Μπορείς να τους μετρήσεις όλους; ρωτούσε
Ξανά ο Ντράγκο τον άνθρωπο της αργής

μεταμόρφωσης,

Πόσες ψυχές περιμένουν από την αρχή της
Λιτανείας της σάρκας να πεθάνουν οριστικά

Και πόσες να ζήσουν για πάντα , και πόσο η
Κάθε μια δεν ξέρει ότι αυτή η φυγή είναι μια

λάμψη ενός δευτερολέπτου

στον σπηλαιώδη εγκέφαλο

του ουρανού,

Είναι αλήθεια, ΛεΜπόργκ, ο κόσμος , η ζωή,
Οι άνθρωποι διήρκεσαν όσο ένα φυτευμένο

δευτερόλεπτο

στις φυτείες

του μήποτε υπαρκτού χρόνου,

Και μέσα σε ένα δευτερόλεπτο εξετοξεύθη
Και καρφώθηκε στο έδαφος του πουθενά

Η αιώνια κύμανση των επιγόνων, είμαστε
Πίσω πάλι, στην αφετηρία με μια σκληρή

υπόσχεση

απτότητας και αναπαραγωγής

να εμφανίζεται ξανά, όμως,

Ο Κύριος των δυνάμεων πλέον ποιος; και
Αν είναι θεός, ή διάβολος ή άνθρωπος δεν

Ορίζεται πια από τους τρόπους του, είναι
Όλοι αυτοί μαζί και μηδείς εξ αυτών, είναι

η

άνοδος

ΛεΜπόργκ

Σε δίδυμους κόσμους, σ' αυτόν της δύσης
Και σ'εκείνον της ανατολής του ημερησίου

φωτός

Ωστόσο

και οι δυο

Έχουν να κάνουν πάντοτε με τον ίδιο ήλιο
Και αυτός ο ήλιος καλείται αλλιώς η Κατοχή,

ΛεΜπόργκ,

Απτός κάτω από τον ήλιο της ανθρωπότητας
Σημαίνει έκθετος στο καύμα του χρόνου, και

Οι θεοί κι οι δαίμονες εδώ από παλιά τίποτε
Άλλο από μηχανουργοί της φωταψίας και της

Εξαπάτησης σε άδεια νοητική λήκυθο, εγώ
Σου λέγω ΛεΜπόργκ πως ό,τι απ' άνθρωπο

Αγγίζεται από άνθρωπο ακριβώς θνήσκει γι'
Αυτό, ο απτός μας όγκος είναι το μαυσωλείο

της εξαντλημένης χαράς

Μια ξεχασμένη αθωότητα

στα καθάρια υάλινα τείχη της ομιλίας

Που κάποτε μπορεί να ξαναζήσει σαν μικρός
Σπινθήρας στο βόρειο σέλας της παγωνιάς

του ακατοίκητου

πλέον

αιώνα,

Ποιος μένει πια εδώ, ΛεΜπόργκ, σε αυτό το
Ήσυχο και απόμερο ξενοδοχείο της θνητής

μαγείας των σιωπηλών οριζόντων

πέρα από τη λίμνη της φωτιάς,

και ποιος όχι;

Σα να θρόισε ανήσυχα η ίδια η ιστορία, το
Βλέμμα μας πέφτει παντού στους άδειους

διαδρόμους

της

βαρειάς ύλης

Και ιδού, σε έναν μόνον θερισμό ανηγέρθη
Ο κόσμος στα φώτα ενός έτι πιο σκοτεινού

από τον ίδιον

μυστήριο,

Και σε μια κλονισμένη μειοψηφία ελπίδας
Αγωνίζεται ακόμα ο ετοιμοθάνατος να μην

παραδώσει

το

πνεύμα

Που τον σκοτώνει από άνθρωπο σε άνθρωπο
Και από γενιά σε γενιά, οδηγώντας τον στην

έκλειψη του πραγματικού

προς όφελος

μια σκοτεινής κυριαρχίας,

Ποιος κυβερνά μιαν ανθρωπότητα που δεν
Υπάρχει πλέον, ρώτησε ξανά ο Ντράγκο, και

ποια

η

βασιλεία

Που αναμένει τον εσόμενο στο τέλος αυτού
Του βηματισμού μέσα στα ανάκτορα της

επιθυμίας

για χρόνο,

Είπε ο Ντράγκο και η μορφή του φαινόταν
Πλέον σα να βούλιαζε σε ευγενικό σκοτάδι

Ενώ η φιγούρα με τα φτερά δεν υπήρχε πια
Μπροστά του, και σα να είχε λήξει όνειρο ή

οπτασία

Έβλεπε μονάχα τον πρωτότοκο στη θέση της
Να είναι εκείνος που πάντοτε γνώριζε, αν και

Κάτι στην απόπειρα ομιλίας του έμοιαζε να
Θέλει να αποκρύψει και μαζί να φανερώσει

μια νέα αλήθεια των καιρών

Που λες και απαρχής κόσμου ετοιμάστηκε
Με τέτοιο τρόπο για να μένει πάντοτε μια

αιώρηση

ανάμεσα υποψία και βεβαίωση

Ένας αργός και βαρύς κύλινδρος φωτιάς
Που κατρακυλούσε ήδη σαν δαιμονισμένη

μηχανή του θανάτου

ανάμεσα στους γοργά πληθυνόμενους

ανθρώπους

Που για κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο ήτανε
Όλοι πεπεισμένοι πως θα τους έφερνε την

ζωή

έστω και σαν

Μιαν ακόμη ίδιαν ημέρα που απλά θα
Έρχόταν να προστεθεί διακριτικά στις

αιώνιες άλλες που παρέμεναν

σιωπηλά στη σειρά