Saturday, May 30, 2009

Η ΓΙΟΡΤΗ



Ε πώς, είπε τότε ο Αγαμέμνων στη
Συγκεντρωμένη ομήγυρη στο παλάτι

που ήταν

ένα

Έγκαταλελειμμένο βαγόνι τραίνου
Στην παραλία, δίπλα ο κόσμος έκανε

μπάνιο

μην προσέχοντας

την παρουσία του

Η δε ομήγυρις ήταν καθισμένη γύρω
Από μια τράπεζα που φάνταζε αιώνια

Με τα πόδια της να έχουν βυθιστεί
Στο δάπεδο καθώς βρισκόταν εκεί

από

πάντοτε

Από την αρχή του χρόνου και του
Κάθε ανθρώπου ξεχωριστά, μα πώς,

είπε ξανά ο Αγαμέμνων,

κάποιος λόγος θα

Υπάρχει που είμαστε όλοι εδώ
Παρόντες στη γιορτή χωρίς να

Ξέρουμε ακριβώς τι εορτάζουμε,
Χωρίς ακόμα να μπορούμε να

γνωρίζουμε

Αν είμαστε τυφλοί ή μονόχειρες
Άρρωστοι ή υγιείς, κι αν τελικώς

Είμαστε άνθρωποι εκ γενετής ή
Εξ επικτησίας, μέγιστο ερώτημα,

Μα το κυριώτερο, δεν καταλήξαμε
Ακόμη αν αυτό το αφημένο σύμπαν

Τρέφει καλά αισθήματα για μας ή
Μας επιβουλεύεται ατέγκτως με

σπάνιο

στοχασμό

και αιχμηρή σπουδή,

Αγαμέμνων,

Του είπε τότε η ομήγυρις, προφανώς
Δεν έχουμε γνώση των προθέσεων

αυτού

του

κόσμου,

Ωστόσο, έχουμε ασαφή γνώση πως
Τα πάντα τελούν εν αναμονή, λέγαν,

Και γέμιζαν τα ποτήρια τους με θυμό,
Η κτίσις όλη εν μακρά τελεί αναμονή,

Κι εμείς,

είναι αλήθεια,

σε ταχύθυμη επιμονή αναμονής,

Τι ακριβώς περιμένουμε; τους ρώτησε
Τότε ο Αγαμέμνων, δεν ξέρουμε, του

είπαν,

Ξέρουμε μόνο πως κάτι θα γίνει, το τι
Και πώς εισέτι άγνωστα, απάντησαν,

Και για μια στιγμή φάνηκε πως το
Βαγόνι κουνήθηκε σημαντικώς,

Επιβεβαιώθηκε ωστόσο σύντομα ότι
Επρόκειτο για μια τυχαία κίνηση εκ

των

παρευρισκομένων

καθόλου σκόπιμη,

Όμως το μόνο σκόπιμο που έχουμε από
Την πάσα του κόσμου ιστορία είναι πως

η κτίσις όλη

αρνείται

να μην αναμένει κάτι,

Υπενθύμιζαν ξανά διακριτικά, ενώ ο
Βασιλεύς καλούσε προσωπικά έναν

προς

έναν

όλους τους

Να κάνουν και μια πρόποση επί των
Ποθουμένων τους, δεν εγειρόταν

κανείς

ωστόσο,

Δεν τολμούμε να επιθυμήσουμε κάτι
Βασιλεύ, του είπαν τότε σκυθρωποί,

Ότι αυτός ο κόσμος είναι σύντομος
Και η κατοχή του επιθυμητού η πλέον

επισφαλής

αποβαίνει

σε χρόνο ελάχιστο,

Ώσπου να τ'αποκτήσουμε, υπεστήριξαν,
Έχουμε χάσει ήδη τη ζωή μας, κι ωσπού

Να τ'απωλέσουμε έχουμε ήδη ζήσει προ
Πολλού χωρίς να το 'χουμε ωστόσο καν,

Δεν καταλαβαίνω τι εννοείτε, τους διέκοψε
Ο Αγαμέμνων, θέλετε να πείτε πως ματαίως

επιθυμούμε

και ματαιώτερα ακόμη

ανησυχούμε επ'αυτού;

Απλά, βασιλεύ, νοιώθουμε πως πλέον δεν
Χρωστάμε σε θεό και σε δημιουργία μα

Και σε σένα τίποτα, καθόλου βέβαια στη
Ζωή, σου λέμε το εξής απλό χωρίς αυτό

Εκ μέρους μας ως στάση να εκλάβεις και
Παρεξηγήσεις, ότι η βασιλεία σου μάλλον

αδιάφορη

μας είναι,

σου λέμε λοιπόν,

Πως αν τα πάντα
δωρεάν δεν επιδίδονται
Σε τούτη τη ζωή, αυτό είναι παράνομο

Και αν χρειάζεται έστω και κόπος ελάχιστος
Για την απόκτηση τινός εκ των πραγμάτων,

αυτό

είναι

δις παράνομο,

Kάθε ζωή που δωρεάν δεν ζει ακόμα
Eίναι μια φάρσα, κατέληξαν ενώ το

Βαγόνι ήδη σειόταν, άγνωστο από τις
Άσκοπες μετακινήσεις ποιών εντός του,

είναι μια φάρσα,

ξαναψέλλισαν,

Είστε τρελλοί, τους είπε τότε ο Αγαμέμνων,
Θα διατάξω να σας συλλάβουν, και σήκωσε

το τηλέφωνο,

Γιατί βασιλεύ, απόρησαν τότε οι καλεσμένοι,
Να μας συλλάβεις ποιος ο λόγος, ωραία εδώ

περνάμε,

του είπαν

Και τον κοιτάξαν αποφασιστικά και τόνισαν
Αργά και χαμηλόφωνα σαν σπήλαιο που

ροχάλιζε

μία προς μία τις λέξεις τους,

ωραία περνάμε εδώ,

Ο βασιλεύς αφοπλίστηκε προς στιγμήν,
Αλήθεια; το εννοείτε αυτό που λέτε;

τους ρώτησε,

Ναι, Αγαμέμνων, του είπαν αυτοί,

ωραία περνάμε εδώ

ωραία περνάμε από εδώ


Monday, May 25, 2009

Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΧΙΜΑΙΡΑΣ



Αρκεί, Βελλεροφόντη, του είπαν
Τότε οι συγκεντρωμένοι από την

αχανή

αγορά,

Υπήρξες μια σκιά στο κόσμο
Μοναχική και ακατανόητη στη

δίψα της

Για την καταστροφή κάθε ονείρου
Των ανθρώπων, η μυστική σου

ηδονή

Φάνταζε να ήταν πάντα το πώς θα
Έλυνες τα μάγια που συγκρατούν

Σε έναν ιστό, μια πολιτεία, ένα σύμπαν
Ένα γέλιο σαρκός ερατεινό, τα άνθη

της ερημιάς

και

της επιθυμίας,

Μία γη, μια ανθρωπότητα, ένα όνειρο
Αυτά εξέβαλες τόσο άσπλαγχνα απ' τη

προοπτική

του

μέλλοντος αιώνος

Και με πόση αλήθεια αταραξία και
Μεγάλη μαεστρία τόση, παγίδευες

Εκείνο που προορισμό είχε μόνο να
Παγιδεύει, και με άθραυστη υπομονή

Παραφύλαγες στις γωνίες και τις
Στροφορμές των εποχών, ισόθεος

ήσουν

με την

χίμαιρα

Που μας εγέννησε όλους από μια
Σκέψη αγνώστου θεού σε άγνωστα

σκοτάδια

Και ήσουν ακόμα το μεγάλο κρίμα
Του θανάτου της, ό,τι εμείς θέσαμε

παρακλητικά

και

επιτακτικά

Στη τράπεζά της εσύ το αφάνισες
Και το 'συρες μαζί σου σε κρύπτες

λόγου

Θαμβωτικού μα δυσοίωνου, πάνω
Σε ορθωμένα λείψανα καταμεσής

της

αίγλης

του βίου

Έγραψες τους στίχους σου, και τους
Εφύσηξες με δύναμη επί των ολίγων

Που ανέμεναν να ονειροπολήσουν
Ακόμη, για μια θλιμμένη βασιλεία

Για ένα σκύβαλο κυριακής τραπέζης
Ανάμεσα σε όχι εορτάζοντες που όμως

Είχαν την εντύπωση πως η εορτή ακόμα
Δεν παρήλθε, τούτο εστί το σώμα μας

Λέγαν όλοι, λάβετε και ου φάγετε, τούτο
Εστί το αίμα μας, λάβετε και ου πίετε,

Και διεσπαρράσονταν ταχέως μεταξύ τους
Σαν ένας από παλιά έτοιμος όλεθρος στο

αίμα του καθενός

κρυμμένος,

Κι εσύ αλώβητος άνοιγες χώρο ανάμεσα
Στους υπνοβάτες να περάσεις, μα και το

χάρισμά σου

-ο Πήγασός σου-

Να τινάσσεις τους λόγους σου σε ευθείες
Δέσμες φωτός επί της τεθλασμένης της

ζωής

Το 'σπρωχνες πυρσό και κριό αρπαγής
Και αφανισμού πάνω στο πιο δόλιο

και

λαμπερό

ον

Που μυστικά κυβερνούσε τους νόες και
Τις καρδιές των ανθρώπων, πότε έγινε

το φονικό

δεν το γνωρίσαμε ποτέ

Απλά και μόνο νοιώσαμε ένα θρόισμα
Συμφοράς και κλέους ανοίκειου στα

μηνίγγιά μας,

Όχι, πότε ακριβώς έγινε το μέγα
Φονικό, δεν το θυμάμαι, και ούτε

Ανακαλώ στη μνήμη μου εύκολα
Ο,τιδήποτε σχετίζεται με αυτό,

Έλεγε ο Βελλεροφόντης, από το
Βάθος του διαδρόμου ενός ορόφου

Μέσα σε έναν ουρανοξύστη που
Ήταν προφανές πως είχε μόλις

Αδειάσει μαζικά από έναν κίνδυνο
Ξαφνικό, η φωνή ερχόταν από τις

σκάλες

Και οι αντηχήσεις της επί των τοιχών
Των διαδρόμων μέχρι τον τελευταίο

όροφο

Ήταν ιδιαίτερα ισχυρές σα να είχε
Ανοίξει ο ουρανός και να ομιλούσε

προς

τους ανθρώπους

Που έλειπαν, φαινόταν δε πως ήταν
Μεγάλη η επειγότητα να εκκενώσουν

Το κτίριο αμέσως ώστε είχαν αφήσει
Έκθετα τα πράγματά τους και ό,τι

Έκαναν έως εκείνη τη στιγμή το'χανε
Παρατήσει,η δε φωνή συνέχιζε να ομιλεί

σταθερά,

Θυμάμαι ωστόσο καλά ότι το πρώτο
Πράγμα που 'κανε την εμφάνιση του

Σαν ο σάλος των ημερών του ανθρώπου
Ήταν ένα ξέφωτο ομίχλης και αίματος

μέσα

Στην πόλη που σιγά σιγά ελάμβανε
Σάρκα και οστά, η δημιουργία αυτής

της πόλης

αυτής της ομίχλης

αυτού του πλάσματος

Συνετελέστη μπροστά μου, και μέσα σε
Ένα λεπτό ενηλικιώθηκε, πήρε πρώτα

τη μορφή

ενός παιδιού

'Υστερα τη μορφή μιας νεαρής γυναίκας
Και κατόπιν και οριστικά τη μορφή μιας

μεγάλης

σφαίρας

Από μαύρο ύαλο κόσμου των κόσμων που
Συγκέντρωνε τις προσευχές από όλον τον

πληθυσμό

Και έλαμπε μόνη της στις πιο απάτητες
Περιοχές της ερήμου, στις πιο αφύλακτες

Εκτάσεις

της

καρδιάς

Μα και στις πιο αμελημένες προσβάσεις
Του νου, ακουγόταν η ήρεμη φωνή του

Βελλεροφόντη

Και πάλι σπάζοντας την ολοκληρωτική
Σιωπή του κτιρίου, ενώ τα πλήθη που

Συνωστίζονταν ακόμα στην αγορά του
Αποκρίνονταν από μεγάλη απόσταση

μακριά

Σίγουροι ωστόσο ότι αυτός τους άκουγε
Από τον εκκενωμένο ουρανοξύστη, εμείς

λέγαν,

Εμείς

ζητούμε

Την αιώνια ζωή σε αυτή τη ζωή, και
Δίχως άλλο προσμένουμε την κρίση

Σε χρόνο αόριστο και ει δυνατόν ποτέ,
Βελλεροφόντη, βεβαίωναν στρεφόμενοι

Προς τη δική τους θλίψη

και μόνον,

Μα στη δική μας τη ζωή λόγο εσύ δεν
Έχεις, φαντάζεις σαν μια φωτιά που

αδημονεί

να μας

αρπάξει

Ανά πάσα στιγμή και τα μάτια σου
Λάμπουν όπως οι σταθερές απειλές

Ενός χαμένου κόσμου που σπάνια
Πλέον τον αναπολούμε και ούτε

Μπορούμε ακριβώς να θυμηθούμε
Σε τι συνίσταται, είσαι μια φριχτή

Προς εμάς μνήμη, Βελλεροφών, ότι
Πάνω σου το στίγμα του Κάιν μοιάζει

Πλέον δικό σου να μην είναι αλλά
Δικό μας, ένας φωτεινός δρυμός από

Δικές μας πράξεις που μπορείς και τις
Κρύβεις, στο εξώτερο ωστόσο λείο φως

φανερώνοντας

τις,

Όμως ιδού, εμείς σου λέμε, ότι θα το
Φέρουμε πάλι στη ζωή το μυστικό μας

όνειρο

Ξανά θα διψάσουμε το μέλλον, και ξανά
Θα πεθαίνουμε και θα γεννιόμαστε σε

Σειρές ελαιώνων μαινομένων σε πόθο
Ύπαρξης και μόνο, σε πόθο διαρραγής

Σαρκός από σάρκα, και σπαστό φύσημα
Του ανέμου στις θορυβώδεις εκτάσεις

της αιώνιας χίμαιρας

της αειθαλούς

της πολυπρόσωπης

Της ευδαίμονος, ευδαιμονία μόνο να
Μας χαρίσει, ότι πλέον εσύ θα έπρεπε

Θεός μας να γίνεις εφ'όσον ένα τέτοιο
Πλάσμα θεϊκό αφάνισες, όμως θεός

Δεν είσαι μα και με τη θνητότητα ξένος
Φαντάζεις Βελλεροφόντη, χίλιες φορές

Η Χίμαιρα και πάλι η δοξασμένη στις
Εκατόμβες των μυρίων που παρασύρει

Με την πλάνη της την ίδια την ζωή σε
Βάθρο ακλόνητο στους αιώνες παρά

ο σκοτεινός σου

λόγος

Που σπρώχνει όλη την κτίση στη φωτιά
Χωρίς η φωτιά να φαίνεται πουθενά,

Χρεία έχουμε βασιλέως στο κόσμο και
Όχι ανέστιου τυχοδιώκτη, χρεία της

ποιήσεως

έχουμε

και όχι του ποιητή,

Κατέληξαν και ξάφνου ακούστηκε κάτι
Στην αγορά που τους έκανε να αποχωρούν

με βιάση

Η φωνή του Βελλεροφόντη από τον μακρινό
Ουρανοξύστη είχε κατασιγάσει, ενώ φώτα,

τα πρώτα της ημέρας,

φανήκαν στον ανελκυστήρα·

Κάποιος ανέβαινε στους πάνω ορόφους

Ο κόσμος άρχιζε να μπαίνει σε κίνηση πάλι


Wednesday, May 20, 2009

Η ΑΙΓΛΗ


1st American Chess Congress New York 1857



Μόρφυ, έλεγε η άγνωστη φωνή από
Το βάθος της σχεδόν άδειας αίθουσας

των

αγώνων

Ενώ

Οι διοργανωτές σπρώχναν ξανά τις
Καρέκλες πίσω στα έρημα τραπέζια

Που φαντάζαν πλέον σαν μνήματα
Ζωών τετελεσμένων και σωριασμένων

Σε πιόνια, πύργους και ίππους και
Βασιλείς, ζωές που ουδείς εσκόπευε

Να θέσει σε τακτή κίνηση μοίρας και
Αφανισμού μετά το πέρας της εορτής,

Μόρφυ,

Επανελάμβανε η άγνωστη φωνή, είναι
Αλήθεια πως είσαι άφθαστος στις ρήξεις

Του νου επί της σκακιέρας και οσαύτως
Συγκεντρώνεις το φθόνο και το θαυμασμό

Των άλλων σκακιστών, όμως η διαρροή
Της ζωής μέσα στο πανίσχυρο φως των

Συνδυασμών, σε κομμάτια άψυχα που
Σαν αυτόματα του διαβόλου επιφέρουν

ψυχή

Στην κοιλάδα της σκακιέρας, ακόμη δεν
Εφάνη, είσαι γι'αυτό το νωπό όνειρο ενός

κόσμου

που

Δεν μπορεί να γίνει ακόμη κόσμος και τελεί
Σε λυπημένη αναμονή βασιλείου· και είσαι

ακόμα

το όριο,

Μόρφυ,

Ανάμεσα σκέψη και ζωή, ότι οι άνθρωποι
Αρπάχτηκαν αίφνης από όνειρο σκοτεινό

Και εξώκοιλαν από τη θάλασσα στην πιο
Βέβαιη στεριά της αβεβαιότητας, και είναι

αυτοί

που

Αποσύρονται κάθε κόκκινη νύχτα πράξης
Στα ενδότερα της αμφιβολίας, Μόρφυ, και

η

αίγλη

σου

Είναι η πρόσοψη της φωτιάς σε μια φλόγα
Κεριού του θανάτου και η δύναμή σου το

Φράγμα μιας εποχής που ακόμα δεν ξέρει
Πώς να συλλέξει τη βροχή από τον υετό

Και την θέρμη από την ξηρασία μηδέ και
Τη σκέψη από τη μελαγχολία, ακούμε τον

τριγμό

της

αποκατάστασης

Να έρχεται κάθε φορά από τα υπερώα του
Πιο φωτεινού νου, ωστόσο, δεσμώτες και

Σπασμένα αγγεία σε ένα δώμα χρόνου δεν
Μπορούμε να κάνουμε τίποτε άλλο από το

Να γυρνάμε την στολισμένη ειρκτή μας σε
Προσφυγική θλίψη, από σώμα σε σώμα

Και από πεσσό σε πεσσό

από

Ποίημα σε ποίημα και από παρτίδα σε
Παρτίδα, από το 'να νεκρό λιμάνι οργής

Στο άλλο έως την συντέλεια μιας τυχαίας
Στιγμής που απρόκλητη φαίνει σαν μια

Ομφάλια σκέψη

στο σκοτάδι

της ανθρωπότητας,

Η δόξα σου Μόρφυ, έλεγε η φωνή καθώς
Ολοένα απομακρυνόταν προς την έξοδο,

Η δόξα σου είναι το έρκος του χρόνου, το
Έλλειμα κάθε ψυχής που φωτοβολείται

Στο δικό σου φως της θνητότητας, και
Εις μάτην πάλι το ηλιοβασίλεμα αργά

Θα σκεπάζει στο ευλαβικό ημίφως τις
Συναθροίσεις των ανθρώπων και τους

Λειμώνες των πόθων, εις μάτην οι
Συριγμοί ενός κόκκινου ήλιου ξανά

Θα αποσύρουν την λέαινα κτίση πίσω
Στα τοιχώματα μιας σκοτεινής ουράνιας

μήτρας

Και τόσο ξαφνικά στη βαθεία νύχτα
Ο σαλπιγκτής θα σπάσει σαν κέραμος

επί κεράμω

σιωπής

Συρόμενος σε κράσπεδα άδεια ζωής
Φυσώντας μοναχά ένα ξέπνοο χώμα

Στη νηπιακή επικράτεια του ελέους
Που έως σήμερα ακόμα μπορεί να

φαίνεται

Μονάχα όταν ο κόσμος κοιμάται
Και δεν ξυπνά ποτέ,

Που έως σήμερα ακόμα

και για πάντα

Κάποιος θ΄απειλεί να την φανερώσει
Σε κάθετη εφόρμηση αετού επί χοίρων

Μοίρα σφραγισμένη

σε καύκαλο χελώνας

-νους σε φωτιά χαμηλή-

Που είναι αλήθεια ότι όσο αργά έως
Άρτι κινήθηκε, τόσο λεπτεπίλεπτα

θήρευσε

τα σταγμένα αίματα

από κάθε προσδοκία

ανθρώπου από άνθρωπο

Και το θαλερό ακόμα δάκρυ από το
Βαθύ γήρας του δέρατος κάθε όντος

σε αναμονή,

Είπε η φωνή και χάθηκε στην έξω
Ταραχή της ζωής, ενώ ο Μόρφυ

Θα μπορούσε να ορκιστεί ότι συνέχιζε
Να του μιλάει ακόμη

Αν και πιθανώς

κάπως πιο αδιάφορα

τώρα


Thursday, May 14, 2009

Jean-Philippe Rameau, Platée



Η υπέροχη Mireille Delunsch στην αριστουργηματική opera buffa του Rameau. Τους Μουσικούς του Λούβρου διευθύνει ο Marc Minkowski.

Friday, May 8, 2009

Η ΩΘΗΣΗ



Κατά μήκος της μεγάλης εθνικής οδού
Είχανε σταματήσει τ'αυτοκίνητα και

κορνάρανε,

Είναι προφανές ότι κάτι συμβαίνει
Μπροστά, λέγανε οι οδηγοί, όμως

Η όλη διασάλευση της κυκλοφορίας
Καίτοι πέρασε χρόνος ικανός εκ της

ενάρξεώς της

Μηδαμώς ελύθη

Ούτε προβλέπεται και να λυθεί
Συντόμως, αν κρίνουμε απ' την

συσσώρευση πεζών ανθρώπων

στη κεφαλή

των γεγονότων,

Κάτι γίνεται εκεί βεβαίως
Αλλ' ατυχώς εδώ μονάχα

καταφθάνουν

Οι ήχοι απ' τις κόρνες, οι φωνές
Των άλλων οδηγών οι πλήρεις

οργής

Όπως επίσης και η μεγάλη κόνις
Εξ αποτελεσμάτος ή διεργασίας

ακόμα όχι ξεκαθαρισμένης,

Έλεγαν και ανά τακτά διαστήματα
Αποκοιμώνταν πάνω στο τιμόνι

Τα αυτοκίνητα επί σειρά ετών δεν
Φάνηκε να μετακινούνται σημαντικώς

από τις θέσεις τους

Οι δε δυσεξακρίβωτες και οχληρές
Βοές από μακριά μια ελαττώνονταν

και μια αυξάνονταν

σε ένταση

Και οι άνθρωποι

Οι άνθρωποι δεν ευτύχησαν να δουν
Τι τους μετέτρεψε έως σήμερα σε ένα

Μαζικό γιγάντιο φίδι

στην άσφαλτο

Το οποίο

Καίτοι φτιαγμένο για να σύρεται για να
Συσπειρούται κι ελευθέρως να τινάσσεται

Έμενε μονίμως παγωμένο
Στην προοπτική κάθε

επανεκκίνησης

Friday, May 1, 2009

Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ



Τις νύχτες οι άνθρωποι καταφέρναν
Τελικώς να δραπετεύσουν από τα

κρεβάτια τους

Και φυγαδεύονταν γρήγορα γρήγορα
Στην έρημο Μπόντυ που εκτείνετο σαν

λίμνη πυρός

σε αιώνια αυγή

Ανάμεσα στη βόρεια Μογγολία και το
Φεγγάρι, η πομπή των αρρώστων ήταν

Ένας αχανής διάδρομος από μαύρους
Κύκνους που μετέφεραν τις ψυχές τους

Στο κέντρο των θεών, ήλθαμε, λέγαν,
Για λίγο μόνο, γιατί το πρωί θα πρέπει

Να ξαναμπούμε στα σώματά μας και
Να πάμε στις δουλειές μας, και αφήναν

Τις ψυχές τους κάτω με το βλέμμα τους
Να κοιτάζει με μεγάλη υποψία την άδεια

επικράτεια

Που τους εκύκλωνε σαν άφωνος λυγμός
Και σπασμένη οροφή του πραγματικού,

Εδώ λέγαν θα τα αφήσουμε όλα, είστε
Οι μόνοι κληρονόμοι των χρόνων μας

Και του φωτεινού μας μίσους, εμείς απλά
Θέλουμε ως αντάλλαγμα την λήθη, την

λήθη,

Ξαναλέγαν

Με τρεμάμενα από σχισμένο παλμό
Στόματα που σφυρίζαν σαν μες από

Ανακτορικά βάραθρα που φυλάκιζαν
Κάθε εκδήλωση ζωής στην αμέτοχη

γη,

Επιθυμούμε να μην θυμόμαστε ούτε καν
Να σκεφτόμαστε έστω για λίγο τι είναι η

αθανασία

Εμείς σας αποθέτουμε εδώ τις ψυχές μας
Και εσείς, δηλώνανε αποφασιστικά ενώ

δεν φαινόταν

κανείς

γύρω τους,

Αναλαμβάνετε την υποχρέωση να μας
Ξαναστείλετε θνητούς στην πέρα χώρα

Των ανθρώπων και της ζωής, κατέληγαν
Και σηκώνονταν τότε με τα πτερά τους

Να έχουν μεγαλώσει αφύσικα

Σαν αρπαγμένος βρυχηθμός στη φωτιά
Και πετούσαν από το 'να σημείο χρόνου

στο άλλο

Δίχως να σταματούν κάπου, εμείς, λέγαν
Πάλι, επιθυμούμε μόνον να μην παύσει

Ποτέ του να γυρίζει ο τροχός που στήνει
Στη θέα όλη μας την ζωή, είναι αλήθεια

Πως η μυρωδιά της καμμένης σάρκας
Που κατακλύζει τις άγριες ημέρες μας

Ουδόλως μας αναχαιτίζει αν δεν μας
Προτρέπει κιόλας, ουδόλως μας φθίνει

Αν δεν μας στεριώνει κιόλας για τα καλά
Σ' αυτό το άρρωστο κιτρινισμένο φως

του

πηλού και της μάσκας

Που μοιάζει να είναι όλο κι όλο ένα δώμα
Νυκτός που χωράει μέσα του κάθε σύμπαν

Είμαστε οι δαίμονες, λέγανε κάποια στιγμή
Όλοι μαζί με φωνή χιλιάδων φώτων, που

φυτέψαμε

τις

ψυχές μας

στον ύπνο αιώνων

Και δρέπουμε τους καρπούς ενός ζωντανού
Ονείρου, αυτό το όνειρο λέμε, χωρίς να έχει

σημασία

Αν είναι λειψό και στιγματισμένο, είναι όμως
Δικό μας, πάρετε τον ουρανό από μπρος μας

Και αφήστε μας

την καμμένη γη,

την καμμένη ζωή αφήστε μας,

Κατέληγαν να φωνάζουν ενώ τα πτερά τους
Κατασυνετρίβοντο το ένα στο άλλο σαν μάχη

Σκέψεων επί των τοίχων της ιδίας κεφαλής,
Και αφήστε μας το ένδοξο φθαρτό σώμα

Έναντι μιας αμβροσίας που ποτέ δεν την
Θελήσαμε, επιθυμούμε ο θάνατός μας να

Είναι η δική μας συνθήκη ζωής με τους
Χυμούς του κόσμου και ο πυρετός που

Λυγίζει τα μέλη μας στον τυφλό σπαραγμό
Σώματος επί σώματος σε επικυριαρχία της

ηδονής

Η δική μας σφραγίδα στο δικό σας αναίτιο
Παιγνίδι που συσσωρεύει κοσμογονίες σε

αδιάφορους θεατές,

Είπαν και άρχισαν να μαζεύονται σαν
Σμήνη σαρκοβόρων πάνω από την

λεία

ενός βράχου

που δεν υπήρχε

Οι θεοί καίτοι δεν φαίνονταν πουθενά
Εν τούτοις έμοιαζε σα να μιλούσαν

μέσα από τα δικά τους στόματα

και ακόμα

Φάνηκε

Σα να αποδέχονται τη συμφωνία
Καθώς ο σαστισμένος άνεμος της

ερήμου

δεν έπαυσε ούτε για μια στιγμή
να φυσά

Ούτε όμως έδειχνε ότι μπορούσε
Εκείνη την άμμο που εσήκωνε

σαν αδηφάγο έλικα της αβύσσου

από κάτω

Να τηνε στήσει σ' έναν σίγουρο
Και συμπαγή σωρό ενώπιόν τους