Wednesday, May 20, 2009

Η ΑΙΓΛΗ


1st American Chess Congress New York 1857



Μόρφυ, έλεγε η άγνωστη φωνή από
Το βάθος της σχεδόν άδειας αίθουσας

των

αγώνων

Ενώ

Οι διοργανωτές σπρώχναν ξανά τις
Καρέκλες πίσω στα έρημα τραπέζια

Που φαντάζαν πλέον σαν μνήματα
Ζωών τετελεσμένων και σωριασμένων

Σε πιόνια, πύργους και ίππους και
Βασιλείς, ζωές που ουδείς εσκόπευε

Να θέσει σε τακτή κίνηση μοίρας και
Αφανισμού μετά το πέρας της εορτής,

Μόρφυ,

Επανελάμβανε η άγνωστη φωνή, είναι
Αλήθεια πως είσαι άφθαστος στις ρήξεις

Του νου επί της σκακιέρας και οσαύτως
Συγκεντρώνεις το φθόνο και το θαυμασμό

Των άλλων σκακιστών, όμως η διαρροή
Της ζωής μέσα στο πανίσχυρο φως των

Συνδυασμών, σε κομμάτια άψυχα που
Σαν αυτόματα του διαβόλου επιφέρουν

ψυχή

Στην κοιλάδα της σκακιέρας, ακόμη δεν
Εφάνη, είσαι γι'αυτό το νωπό όνειρο ενός

κόσμου

που

Δεν μπορεί να γίνει ακόμη κόσμος και τελεί
Σε λυπημένη αναμονή βασιλείου· και είσαι

ακόμα

το όριο,

Μόρφυ,

Ανάμεσα σκέψη και ζωή, ότι οι άνθρωποι
Αρπάχτηκαν αίφνης από όνειρο σκοτεινό

Και εξώκοιλαν από τη θάλασσα στην πιο
Βέβαιη στεριά της αβεβαιότητας, και είναι

αυτοί

που

Αποσύρονται κάθε κόκκινη νύχτα πράξης
Στα ενδότερα της αμφιβολίας, Μόρφυ, και

η

αίγλη

σου

Είναι η πρόσοψη της φωτιάς σε μια φλόγα
Κεριού του θανάτου και η δύναμή σου το

Φράγμα μιας εποχής που ακόμα δεν ξέρει
Πώς να συλλέξει τη βροχή από τον υετό

Και την θέρμη από την ξηρασία μηδέ και
Τη σκέψη από τη μελαγχολία, ακούμε τον

τριγμό

της

αποκατάστασης

Να έρχεται κάθε φορά από τα υπερώα του
Πιο φωτεινού νου, ωστόσο, δεσμώτες και

Σπασμένα αγγεία σε ένα δώμα χρόνου δεν
Μπορούμε να κάνουμε τίποτε άλλο από το

Να γυρνάμε την στολισμένη ειρκτή μας σε
Προσφυγική θλίψη, από σώμα σε σώμα

Και από πεσσό σε πεσσό

από

Ποίημα σε ποίημα και από παρτίδα σε
Παρτίδα, από το 'να νεκρό λιμάνι οργής

Στο άλλο έως την συντέλεια μιας τυχαίας
Στιγμής που απρόκλητη φαίνει σαν μια

Ομφάλια σκέψη

στο σκοτάδι

της ανθρωπότητας,

Η δόξα σου Μόρφυ, έλεγε η φωνή καθώς
Ολοένα απομακρυνόταν προς την έξοδο,

Η δόξα σου είναι το έρκος του χρόνου, το
Έλλειμα κάθε ψυχής που φωτοβολείται

Στο δικό σου φως της θνητότητας, και
Εις μάτην πάλι το ηλιοβασίλεμα αργά

Θα σκεπάζει στο ευλαβικό ημίφως τις
Συναθροίσεις των ανθρώπων και τους

Λειμώνες των πόθων, εις μάτην οι
Συριγμοί ενός κόκκινου ήλιου ξανά

Θα αποσύρουν την λέαινα κτίση πίσω
Στα τοιχώματα μιας σκοτεινής ουράνιας

μήτρας

Και τόσο ξαφνικά στη βαθεία νύχτα
Ο σαλπιγκτής θα σπάσει σαν κέραμος

επί κεράμω

σιωπής

Συρόμενος σε κράσπεδα άδεια ζωής
Φυσώντας μοναχά ένα ξέπνοο χώμα

Στη νηπιακή επικράτεια του ελέους
Που έως σήμερα ακόμα μπορεί να

φαίνεται

Μονάχα όταν ο κόσμος κοιμάται
Και δεν ξυπνά ποτέ,

Που έως σήμερα ακόμα

και για πάντα

Κάποιος θ΄απειλεί να την φανερώσει
Σε κάθετη εφόρμηση αετού επί χοίρων

Μοίρα σφραγισμένη

σε καύκαλο χελώνας

-νους σε φωτιά χαμηλή-

Που είναι αλήθεια ότι όσο αργά έως
Άρτι κινήθηκε, τόσο λεπτεπίλεπτα

θήρευσε

τα σταγμένα αίματα

από κάθε προσδοκία

ανθρώπου από άνθρωπο

Και το θαλερό ακόμα δάκρυ από το
Βαθύ γήρας του δέρατος κάθε όντος

σε αναμονή,

Είπε η φωνή και χάθηκε στην έξω
Ταραχή της ζωής, ενώ ο Μόρφυ

Θα μπορούσε να ορκιστεί ότι συνέχιζε
Να του μιλάει ακόμη

Αν και πιθανώς

κάπως πιο αδιάφορα

τώρα