Monday, May 25, 2009

Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΧΙΜΑΙΡΑΣ



Αρκεί, Βελλεροφόντη, του είπαν
Τότε οι συγκεντρωμένοι από την

αχανή

αγορά,

Υπήρξες μια σκιά στο κόσμο
Μοναχική και ακατανόητη στη

δίψα της

Για την καταστροφή κάθε ονείρου
Των ανθρώπων, η μυστική σου

ηδονή

Φάνταζε να ήταν πάντα το πώς θα
Έλυνες τα μάγια που συγκρατούν

Σε έναν ιστό, μια πολιτεία, ένα σύμπαν
Ένα γέλιο σαρκός ερατεινό, τα άνθη

της ερημιάς

και

της επιθυμίας,

Μία γη, μια ανθρωπότητα, ένα όνειρο
Αυτά εξέβαλες τόσο άσπλαγχνα απ' τη

προοπτική

του

μέλλοντος αιώνος

Και με πόση αλήθεια αταραξία και
Μεγάλη μαεστρία τόση, παγίδευες

Εκείνο που προορισμό είχε μόνο να
Παγιδεύει, και με άθραυστη υπομονή

Παραφύλαγες στις γωνίες και τις
Στροφορμές των εποχών, ισόθεος

ήσουν

με την

χίμαιρα

Που μας εγέννησε όλους από μια
Σκέψη αγνώστου θεού σε άγνωστα

σκοτάδια

Και ήσουν ακόμα το μεγάλο κρίμα
Του θανάτου της, ό,τι εμείς θέσαμε

παρακλητικά

και

επιτακτικά

Στη τράπεζά της εσύ το αφάνισες
Και το 'συρες μαζί σου σε κρύπτες

λόγου

Θαμβωτικού μα δυσοίωνου, πάνω
Σε ορθωμένα λείψανα καταμεσής

της

αίγλης

του βίου

Έγραψες τους στίχους σου, και τους
Εφύσηξες με δύναμη επί των ολίγων

Που ανέμεναν να ονειροπολήσουν
Ακόμη, για μια θλιμμένη βασιλεία

Για ένα σκύβαλο κυριακής τραπέζης
Ανάμεσα σε όχι εορτάζοντες που όμως

Είχαν την εντύπωση πως η εορτή ακόμα
Δεν παρήλθε, τούτο εστί το σώμα μας

Λέγαν όλοι, λάβετε και ου φάγετε, τούτο
Εστί το αίμα μας, λάβετε και ου πίετε,

Και διεσπαρράσονταν ταχέως μεταξύ τους
Σαν ένας από παλιά έτοιμος όλεθρος στο

αίμα του καθενός

κρυμμένος,

Κι εσύ αλώβητος άνοιγες χώρο ανάμεσα
Στους υπνοβάτες να περάσεις, μα και το

χάρισμά σου

-ο Πήγασός σου-

Να τινάσσεις τους λόγους σου σε ευθείες
Δέσμες φωτός επί της τεθλασμένης της

ζωής

Το 'σπρωχνες πυρσό και κριό αρπαγής
Και αφανισμού πάνω στο πιο δόλιο

και

λαμπερό

ον

Που μυστικά κυβερνούσε τους νόες και
Τις καρδιές των ανθρώπων, πότε έγινε

το φονικό

δεν το γνωρίσαμε ποτέ

Απλά και μόνο νοιώσαμε ένα θρόισμα
Συμφοράς και κλέους ανοίκειου στα

μηνίγγιά μας,

Όχι, πότε ακριβώς έγινε το μέγα
Φονικό, δεν το θυμάμαι, και ούτε

Ανακαλώ στη μνήμη μου εύκολα
Ο,τιδήποτε σχετίζεται με αυτό,

Έλεγε ο Βελλεροφόντης, από το
Βάθος του διαδρόμου ενός ορόφου

Μέσα σε έναν ουρανοξύστη που
Ήταν προφανές πως είχε μόλις

Αδειάσει μαζικά από έναν κίνδυνο
Ξαφνικό, η φωνή ερχόταν από τις

σκάλες

Και οι αντηχήσεις της επί των τοιχών
Των διαδρόμων μέχρι τον τελευταίο

όροφο

Ήταν ιδιαίτερα ισχυρές σα να είχε
Ανοίξει ο ουρανός και να ομιλούσε

προς

τους ανθρώπους

Που έλειπαν, φαινόταν δε πως ήταν
Μεγάλη η επειγότητα να εκκενώσουν

Το κτίριο αμέσως ώστε είχαν αφήσει
Έκθετα τα πράγματά τους και ό,τι

Έκαναν έως εκείνη τη στιγμή το'χανε
Παρατήσει,η δε φωνή συνέχιζε να ομιλεί

σταθερά,

Θυμάμαι ωστόσο καλά ότι το πρώτο
Πράγμα που 'κανε την εμφάνιση του

Σαν ο σάλος των ημερών του ανθρώπου
Ήταν ένα ξέφωτο ομίχλης και αίματος

μέσα

Στην πόλη που σιγά σιγά ελάμβανε
Σάρκα και οστά, η δημιουργία αυτής

της πόλης

αυτής της ομίχλης

αυτού του πλάσματος

Συνετελέστη μπροστά μου, και μέσα σε
Ένα λεπτό ενηλικιώθηκε, πήρε πρώτα

τη μορφή

ενός παιδιού

'Υστερα τη μορφή μιας νεαρής γυναίκας
Και κατόπιν και οριστικά τη μορφή μιας

μεγάλης

σφαίρας

Από μαύρο ύαλο κόσμου των κόσμων που
Συγκέντρωνε τις προσευχές από όλον τον

πληθυσμό

Και έλαμπε μόνη της στις πιο απάτητες
Περιοχές της ερήμου, στις πιο αφύλακτες

Εκτάσεις

της

καρδιάς

Μα και στις πιο αμελημένες προσβάσεις
Του νου, ακουγόταν η ήρεμη φωνή του

Βελλεροφόντη

Και πάλι σπάζοντας την ολοκληρωτική
Σιωπή του κτιρίου, ενώ τα πλήθη που

Συνωστίζονταν ακόμα στην αγορά του
Αποκρίνονταν από μεγάλη απόσταση

μακριά

Σίγουροι ωστόσο ότι αυτός τους άκουγε
Από τον εκκενωμένο ουρανοξύστη, εμείς

λέγαν,

Εμείς

ζητούμε

Την αιώνια ζωή σε αυτή τη ζωή, και
Δίχως άλλο προσμένουμε την κρίση

Σε χρόνο αόριστο και ει δυνατόν ποτέ,
Βελλεροφόντη, βεβαίωναν στρεφόμενοι

Προς τη δική τους θλίψη

και μόνον,

Μα στη δική μας τη ζωή λόγο εσύ δεν
Έχεις, φαντάζεις σαν μια φωτιά που

αδημονεί

να μας

αρπάξει

Ανά πάσα στιγμή και τα μάτια σου
Λάμπουν όπως οι σταθερές απειλές

Ενός χαμένου κόσμου που σπάνια
Πλέον τον αναπολούμε και ούτε

Μπορούμε ακριβώς να θυμηθούμε
Σε τι συνίσταται, είσαι μια φριχτή

Προς εμάς μνήμη, Βελλεροφών, ότι
Πάνω σου το στίγμα του Κάιν μοιάζει

Πλέον δικό σου να μην είναι αλλά
Δικό μας, ένας φωτεινός δρυμός από

Δικές μας πράξεις που μπορείς και τις
Κρύβεις, στο εξώτερο ωστόσο λείο φως

φανερώνοντας

τις,

Όμως ιδού, εμείς σου λέμε, ότι θα το
Φέρουμε πάλι στη ζωή το μυστικό μας

όνειρο

Ξανά θα διψάσουμε το μέλλον, και ξανά
Θα πεθαίνουμε και θα γεννιόμαστε σε

Σειρές ελαιώνων μαινομένων σε πόθο
Ύπαρξης και μόνο, σε πόθο διαρραγής

Σαρκός από σάρκα, και σπαστό φύσημα
Του ανέμου στις θορυβώδεις εκτάσεις

της αιώνιας χίμαιρας

της αειθαλούς

της πολυπρόσωπης

Της ευδαίμονος, ευδαιμονία μόνο να
Μας χαρίσει, ότι πλέον εσύ θα έπρεπε

Θεός μας να γίνεις εφ'όσον ένα τέτοιο
Πλάσμα θεϊκό αφάνισες, όμως θεός

Δεν είσαι μα και με τη θνητότητα ξένος
Φαντάζεις Βελλεροφόντη, χίλιες φορές

Η Χίμαιρα και πάλι η δοξασμένη στις
Εκατόμβες των μυρίων που παρασύρει

Με την πλάνη της την ίδια την ζωή σε
Βάθρο ακλόνητο στους αιώνες παρά

ο σκοτεινός σου

λόγος

Που σπρώχνει όλη την κτίση στη φωτιά
Χωρίς η φωτιά να φαίνεται πουθενά,

Χρεία έχουμε βασιλέως στο κόσμο και
Όχι ανέστιου τυχοδιώκτη, χρεία της

ποιήσεως

έχουμε

και όχι του ποιητή,

Κατέληξαν και ξάφνου ακούστηκε κάτι
Στην αγορά που τους έκανε να αποχωρούν

με βιάση

Η φωνή του Βελλεροφόντη από τον μακρινό
Ουρανοξύστη είχε κατασιγάσει, ενώ φώτα,

τα πρώτα της ημέρας,

φανήκαν στον ανελκυστήρα·

Κάποιος ανέβαινε στους πάνω ορόφους

Ο κόσμος άρχιζε να μπαίνει σε κίνηση πάλι