Monday, September 28, 2009

ΕΠΙΘΥΜΙΟΝ



Ποτέ κανένας δεν μπορούσε
Να τους εντοπίσει για πολύ

στην πραγματικότητα

μα ούτε

και σε κανένα όνειρο

Που θα μπορούσε να αφορά
Αν όχι μια πραγματικότητα

τότε ίσως

ένα άλλο όνειρο

Eπί ματαίω εξ ίσου

Μα και κανείς εξ άλλου δεν τους
Αναζήτησε, και ούτε γινόταν τόσο

εύκολα

αντιληπτές

Η παρουσία και η απουσία τους,
Τρέχουμε και δεν προλαβαίνουμε,

έλεγαν

βιαστικά

ενώ παρέμεναν ακίνητοι,

Και σαν βραχύβιες πεταλούδες
Των ολίγων ωρών κάναν την

εμφάνισή τους

στην ομιλία

και σβήναν ζωντανοί

Εμφανίζονταν κι απεμφανίζονταν
Χαμογελώντας ή και δυσθυμώντας

επιπλέοντας

σε

Μια απόλυτη νεκρά θάλασσα
Της οποίας τα νερά ακόμη και

σήμερα αναζητούνται

Σε κοίτες αφανείς χαμένες στον
Γεωψυχικό χάρτη· την δε εναλλαγή

της ζωής και του θανάτου

δεν την λογίσανε σημαντική

Την επανελάμβαναν κατά άπειρη
Ακολουθία σε μία πάντοτε ελλιπή

εκδοχή·

Tο μάλιστα αναζητούμενο πλεόνασμα
Ανέλαβαν όσοι ήταν εξ αυτών οι

ποιητές

Να το αποκλείσουνε ακόμη περισσότερο




(Και με αυτό το ποίημα ολοκληρώνεται η ενότητα "Το Όρος της Ομιλίας και η Νεκρά Θάλασσα". Στην Όλγα για τις επιτυχίες της στο ρωσσικό διασυλλογικό πρωτάθλημα σκακιού γυναικών και στην Ρεγγίνα για το θερμό review της στους "Τρώες" μου).

Tuesday, September 22, 2009

ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΔΕΙΠΝΟΥ



Εκείνη την νύχτα ο εξεγερμένος της
Κρονστάνδης και ο θιβετιανός Λάμα

παρευρέθησαν

στο τελευταίο δείπνο

της ανθρωπότητας,

Δεν υπήρχε άλλος κανείς εκτός από
Τους ίδιους και έναν ακόμα άγνωστο

επισκέπτη

Ο οποίος έδειχνε πως είναι ο θεός και
Κάθησε απέναντί τους κοιτώντας το

κενό

με ύφος γεμάτο

Οι κινήσεις του ήταν μάλλον αδέξιες
Και κωμικές, και έδινε την εντύπωση

Ενός αυτοσχεδίου για την περίσταση
Φαρσέρ, το δε δείπνο λάμβανε χώρα

Σε μια αχανή σάλα ενός μεγάρου που
Δεν είχε οροφές, προς τα πάνω ο χώρος

Εκτεινόταν σε μεγάλο ύψος και φαινόταν
Να καταλήγει μέχρι τον ουράνιο θόλο

Ενώ δεξιά και αριστερά του τραπεζιού
Υπήρχε μόνον η αιωνόβια σιωπή σαν

αδειασμένος

ωκεανός·

Πείτε μου, τι θέλετε να με ρωτήσετε,
Τους είπε ο άγνωστος και άναψε ένα

πούρο,

Δεν ξέρω από πού ν'αρχίσω, είπε τότε
Ο ναύτης της Κρονστάνδης αλλά ας

Δηλώσω για αρχή αυτό: δεν πιστεύω
Ότι υπάρχεις αν βεβαίως είσαι ο θεός

Όπως αφήνεις αυτή την εντύπωση να
Πλανηθεί στον αέρα από τη στιγμή που

ήλθαμε

εδώ,

Ποιος σας το είπε αυτό κύριε; απάντησε
Ο επισκέπτης, δεν άφησα καμμία τέτοια

εντύπωση

Αυτή με άφησε εδώ, είπε κάπως σκοτεινά
Ενώ ο ναύτης σκεφτόταν, θέλετε να πείτε,

Επανήλθε ο δεύτερος και διορθώνοντας
Τον ενικό του σε πληθυντικό, πως είστε

Το δημιούργημα των εντυπώσεών μας
Και όχι ο δημιουργός; και κοίταξε τον

άγνωστο

Που έπινε ήρεμα το κρασί του και έκοβε
Με το μαχαίρι το φιλέτο στο πιάτο του,

Σας είπα κύριέ μου, μια εντύπωση μόνον
Με άφησε εδώ, αυτό είναι όλο κι όλο ο

μέγας

κόσμος,

Μια εντύπωση,

Ο εξεγερμένος της Κρονστάνδης σιώπησε
Για λίγο ενώ δίπλα του ο Λάμα είχε πέσει

σε

διαλογισμό,

Πείτε μου τότε,

Γιατί κάθε όνειρο ανθρώπου είναι τόσο
Υποθηκευμένο εξ αρχής στη μακάβρια

γελοιότητα

του

θανάτου,

Μα τι ανόητες ερωτήσεις είναι αυτές,
Πετάχτηκε από το τραπέζι ο ξένος,

Και πού θέλετε να το ξέρω εγώ, όσον
Αφορά εμένα σας λέω καθαρά πως δεν

Κατάλαβα καν πόσο γρήγορα ήλθαν
Σε ύπαρξη τα πράγματα του κόσμου

Βρέθηκα προ τετελεσμένων γεγονότων
Για να σας το πω κάπως απλά, κατέληξε

ο άγνωστος

Και σκούπισε στην άκρη του τραπεζιού
Λίγες σταγόνες κρασιού που είχαν χυθεί,

Να όπως αυτές οι σταγόνες, είπε, έτσι
Χύθηκε η κτίσις στο τραπέζι της γης

Και έκτοτε

Ουδείς αναλαμβάνει την ευθύνη να την
Σκουπίσει, συμπλήρωσε ο φερόμενος ως

θεός

Και γκρέμισε κατά λάθος το ποτήρι του
Στη προσπάθειά του να συμμαζέψει μια

ακόμα

σταγόνα·

Βλέπετε τι γίνεται κάθε φορά που ένας
Κόσμος δημιουργείται, υπογράμμισε

καθώς

σήκωνε

Τα σπασμένα γυαλιά από το πάτωμα και
Τα τοποθετούσε με προσοχή δίπλα από

το πιάτο του,

oρίστε,

είπε,

Εδώ είναι το παζλ της ανθρωπότητας
Και ανύψωνε επιδεικτικά ένα μεγάλο

Γυαλί σε σχήμα ημισελήνου,

Θέλετε να πείτε πως αυτά τα σπασμένα
Γυαλιά είμαστε εμείς; τον ρώτησε τότε

ο ναύτης της Κρονστάνδης

Ενώ ο Λάμα δίπλα του πιθανώς ροχάλιζε
Ή πιθανότερα έψελνε ένα αργό μάντραμ,

Ώστε αυτό είναι το μυστικό του δείπνου;
Τον ξαναρώτησε ακόμα πιο θερμά, μήπως

Για αυτό το λόγο κληθήκαμε εδώ, για να
Δούμε ποιο γυαλί ακριβώς είμαστε όλοι;

Όχι κύριε, του απάντησε ο άγνωστος, όχι,
Ήταν τυχαίο, δήλωσε με φωνή λυπημένη,

ήταν απολύτως

τυχαίο,

ξαναείπε,

Τι ακριβώς ήταν τυχαίο, ρώτησε ο ναύτης,
Η θραύση του ποτηριού ή το δείπνο, δεν

είναι σαφές

από τα λεγόμενά σας,

Μήπως εμείς υπήρξαμε οι τυχαίοι, θέλετε
Πιθανώς να πείτε ότι δεν υφίστατο σχέδιο

για τον

κόσμο

αυτόν;

Όμως ο ξένος δεν του απάντησε, του είπε
Μόνο πως καλό θα ήταν να τελειώνουν με

το

δείπνο

και να σηκωθούν να φύγουν,

Όπως πράγματι και έγινε, στην πόρτα του
Μεγάρου βρισκόνταν ωστόσο μονάχα ο

εξεγερμένος με τον υποτιθέμενο θεό

ενώ είχαν αφήσει μόνον του

τον Λάμα να
κοιμάται

Ο οποίος Λάμα φάνηκε να ξυπνάει για
Μια στιγμή, παρατηρώντας ανάμεσα

λήθαργο αιώνων

και

νωχελική εγρήγορση στο τώρα

Ένα από τα σπασμένα γυαλιά το οποίο
Καθρέφτιζε τους δυο άντρες στην έξοδο

Το παρατηρούσε συνεχώς για ώρα χωρίς
Να μπορεί να καταλάβει αν έβλεπε όνειρο

ή πραγματικότητα

Οι μορφές παραμορφωμένες στο γυαλί
Φαντάζαν με τις κωμικές κινήσεις τους

Να τον καλούν σε μια ακόμα βαθύτερη
Περιοχή ενός ύπνου από τον οποίον δεν

υπήρχε

πιθανώς

αφύπνιση

Με τα μακρουλά χέρια και τους λαιμούς
Που υψώνονταν ως καμηλοπαρδάλεων

καθώς και τους

Κοντόχοντρους στρογγυλούς κορμούς
Έκαναν φανερό πως ήταν η μόνη πλέον

αλήθεια

που άξιζε

να σεβαστεί κανείς

Ο Λάμα, με θολά και αργοπορημένα
Μάτια συνέχιζε να τους παρατηρεί

Και μην ξέροντας αν ζούσε εκείνη τη στιγμή
Μέσα σε ένα όνειρό του, ή ένα όνειρο ζούσε

μες από το ίδιο του το βλέμμα,

έπεσε ξάφνου να ξανακοιμηθεί

για καλό και για κακό

Τον ίλιγγο μιας βεβαιότητας άγνωστης
Επιχειρώντας να ξαναγλυτώσει μαζί με

ολόκληρη την ανθρωπότητα

για πολλούς αιώνες ακόμα



Thursday, September 17, 2009

ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΣΤΗΝ HUDSON STREET


μνήμη George Henry Mackenzie (1837 - 1891)



Δεν είναι λογικό αγαπητέ μου Τζωρτζ
Ο άνθρωπος ακόμα να μην μπορεί να

διακρίνει

φαντασία από

πραγματικότητα

Και εις μάτην να αναζητεί το σημείο
Συμφωνίας ανάμεσα σε αυτά τα δύο;

Έλεγε εκείνο το βροχερό απόγευμα
Ο Μόρφυ στον Μακ Κένζι, κοιτώντας

Τα ρυάκια των λασπόνερων να διαρρέουν
Γοργά σαν ένα ανάγλυφο δίχτυ αρπαγής

Προς τις πιο αφανείς εκβολές του είδους
Των ανθρώπων, σε μια γεωμορφία της

υδατόφρακτης συλλογικής ψυχής

του κόσμου

που

Ακόμα ουδείς μπορούσε να γνωρίζει ει μη
Με την μορφή των θαλασσών, των λιμνών

και των ποταμών,

Και τι θαρρείς, συνέχισε να λέει ο Μόρφυ,
Μην και η φαντασία του καθενός επί των

λιγοστών

ποθουμένων του

Των τόσο ξεφτισμένων από την φθορά
Του χρόνου και της ονειροπόλησης, δεν

είναι

το όριο που βάζει η μοίρα

ανάμεσα

Σε αυτό που αναζητείται και σε αυτό που
Θα πρέπει να γίνει; μα δες ολόγυρά σου

Τα εκατομμύρια των ανθρώπων που σαν
Ζαλισμένα από τον ήλιο της επιθυμίας

έντομα

Αναπτερούνται και καταλιμνάζουν ως εάν
Επί χάνδακος λυμάτων και ριμμάτων μίας

ζωής

ανώφελης

Και ξοδεμένης στην αναμονή του ονείρου
Και εκεί, θα παραμείνουν κρεμασμένα σαν

από αόρατες αέρινες κλωστές

για πάντα

Μέχρι ο θάνατος να τους οδηγήσει βίαια
Έξω από κάθε ψευδαίσθηση της ζωής, και

Είναι αλήθεια πως ο άνθρωπος πεθαίνει
Πολύ πιο γρήγορα ακόμα και από μία λέξη·

Είπε ο Μόρφυ και ευθύς κοίταξε την είσοδο
Του καταστήματος μπροστά στην οποία

Στεκόταν με τον Μακ Κένζι· ήταν μισάνοιχτη
Τόσο ακριβώς όσο δεν θα μπορούσε άνθρωπος

Να χωρέσει και να διαβεί στο εσωτερικό του,
Θα πρέπει πάντα να σπρώχνουμε τη πόρτα,

είπε κάπως εύθυμα

στον συνοδοιπόρο του

Ο οποίος φαινότανε πως τον λαθράκουγε
Μάλλον βαριεστημένα όλη εκείνη την ώρα,

Ζωή είναι η τέχνη να κλωτσάς μισόκλειστες
Πόρτες, ξεκαθάρισε ο Μόρφυ και έρριξε ένα

ισχυρό λάκτισμα

στη πόρτα

Τόσο όσο να γκρεμιστεί και ένα παρακείμενο
Ράφι, ο δε καταστηματάρχης έξαλλος, του

ζητούσε

τον λόγο,

Γιατί την γκρεμίσατε την πόρτα κύριε, τον
Ρώτησε ενώ έξω οι δρόμοι της Νέας Υόρκης

Είχαν αρχίσει ήδη να βυθίζονται στο φυσικό
Πένθος μιας σκοτεινής εσπέρας που ως εάν

Εκλήθη από δύναμη αναπάντεχη και ρίγος
Επικειμένου θανάτου ανάμεσα στο κόσμο

Ανασφράγιζε το μυστήριο στη πόλη με μια
Κοκκινωπή ανταύγεια να περιφράσσει την

Ουράνια επικράτεια του διαβόλου από την
Χώρα των ανθρώπων με τα ονειρικά μάτια

τα σπαταλημένα

σε άκαιρα δάνεια ζωής,

Η πόρτα παρ'όλ'αυτά είναι στη θέση της,
Είπε ο Μόρφυ στον καταστηματάρχη και

Του έκανε φανερό, πως αδίκως θόλωσε
Από τον πανικό του και μόνον, ζήτησε

μάλιστα

Να αγοράσει και ένα παλιό τεύχος του
American Chess Magazine, το έδειχνε με

Χαρά στον Μακ Κένζι, ο παλιός μου φίλος
Στάνλεϋ, αφού συνομίλησε με τα βουνά,

Απεφάσισε να απαρνηθεί ακόμα και τους
Λόφους, του είπε και ξέσπασε αμέσως σε

τρανταχτά

γέλια,

Είσαι τρελλός Πωλ, του απάντησε τότε ο
Μακ Κένζι, τόσο τρελλός όσο και ένας

Κουλός Μογγόλος βιολιστής καταμεσής
Της Μάντισον Σκουέρ που θρηνεί τον

Θάνατο της αγαπημένης του πάπιας στο
Ουλάν Μπατόρ, για σένα ο κόσμος είναι

Μια σπασμένη υδρορροή οράματος επί
Των κλονισμένων πόθων των ανθρώπων

Και ένας μυστηριώδης μηνίσκος φωτιάς
Στα κλειδωμένα γόνατά τους που χωρίς

καθόλου να λυγίζουν

Καταρρέουν

Από την προσμονή του θαύματος σε ένα
Σύμπαν που έχει αποφασίσει για τα καλά

να γεράσει

Σε ένα άσυλο φθαρμένων εννοιών και των
Ασταθών εφαρμογών των λέξεων επί της

σκυθρωπής

πραγματικότητας

Μα μήπως μπορείς και να ξεχωρίσεις τους
Ανθρώπους από πεσσούς, Πωλ, εγώ λέω

πως

ούτε

Καν απ' τα τετράγωνα της σκακιέρας δεν
Είναι εύκολο να διακρίνονται, κοίτα ψηλά

στο τοίχο του θεού

Αυτόν τον κόκκινο ήλιο

της Νέας Υόρκης

Πόσο αργά καταβαίνει επί των άδειων
Καθισμάτων της ζωής, κάθε άνθρωπος

Είναι η κενή θέση του εαυτού του, απών
Γεννήθηκε, απών του μέλλεται να μην

πεθάνει

ποτέ

ζωντανός

Θνησίμαχος και επίορκος των νοσταλγιών
Είναι καταδικασμένος να σέρνεται από τη

μία έλλειψη νοήματος

στην άλλη πλήρωση

της αρρώστειας του μέλλοντός του,

Είπε ο Μακ Κένζι και κοιτούσε γύρω του
Σαν αγριεμένος αετός λίγο πριν αρπάξει

τη λεία του

από τους αχανείς λειμώνες

της ύπαρξης,

Είμαι περαστικός, Τζωρτζ, του είπε τότε
Ο Μόρφυ, δεν έχω μεγάλη σχέση με αυτόν

τον

πρόωρα γερασμένο

κόσμο

Όσο οι άνθρωποι προσπαθούν να επιζήσουν
Της απωλείας της στιγμής τόσο χάνονται σε

Κατακόμβες νενεκρωμένου χρόνου, όλη η
Παρουσία δεν είναι άλλο από ένας σωρός

φυγής

από την ισχύ

της ζωής

Σαν τα κύματα της θάλασσας που βαρειά
Ανασηκώνονται και πέφτουν στον ίδιο χώρο

Έτσι και ο πολτός της ανθρωπότητας τόσο
Αφημένος στην παθητικότητα του ονείρου

Ανασυσσωρεύεται και σωριάζεται με πάταγο
Στις άδειες πλατείες των μοναχικών πόλεων

Ξεχνώντας ένα ελεεινό σχισμένο ρούχο οργής
Πάνω στον εξ ίσου άδειο πάγκο της επιθυμίας

Και μια σπασμένη υδρία σιγής στα χώματα
Της νέας γης των γεγονότων· είναι η νύχτα

Και άλλο δεν μπορεί ο άνθρωπος ει μη να την
Ανθέξει· είναι η μέρα και μηδέ του μέλλεται

Ει μη να την προσπεράσει· και είναι στο τέλος
Των αναβολών και των δισταγμών που θα

Θριαμβεύσει ξανά μια άγνωστη δύναμη που
Επιμερίζει τα πεπρωμένα του ανθρώπου σε

Γλώσσες φωτιάς πάνω από την κεφαλή του
Να αιωρούνται σαν μάτια αρπαγής κάθε

Αυταπάτης αυτοτέλειας και να εγκαθιστούν
Το τελειωτικό μυστήριο μέχρι εκεί που μπορούν

Νους και όραση θνητού να φτάσουν· ένα
Τεράστιο δίχτυ αρπάζει τη ζωή, Τζωρτζ, και

Σε κάθε νήμα του αγκιστρώνεται και από μια
Ψυχή με ένα πυρρό μάτι ζόφου στο κέντρο της

Ωσεί οκτάποδος, και στο κάθε αγκίστρωμά της
Θυμορροεί και ένας άγνωστος εαυτός ο που

Κανείς δεν γνώρισε ποτέ ει μη η ρίψη αυτού
Του κόσμου σε αθανασία ενώπιον των ερειπίων

του χρόνου,

Τζωρτζ,

Ότι στο τέλος κερδίζει κάποιος θεός αυτή την
Παρτίδα, που μοναχιασμένος και μανικός

Ωσάν ουρανοξύστης φάντασμα στο μέσον
Της Άμπινγκτον Σκουέρ φωταγωγείται από

Τις προσευχές και τις τσακισμένες επιθυμίες
Πληθυσμών και πληθυσμών στο χρόνο· και

Όσο και αν οι περαστικοί φωνάζουν, αυτός
Δεν μπορεί να φύγει από εκεί, και όσο και

Αν τα πρωινά περιστέρια τον διασχίζουν ως
Εάν ήταν φτιαγμένος από τον αέρα και μόνο

Εν τούτοις οι άνθρωποι απαρχής της ιστορίας
Ακόμα, Τζωρτζ, ακόμα, διαμένουν μέσα σε

αυτόν

τον

πύργο,

Η Βαβέλ υπήρξε ανέκαθεν η ευλογία μας και
Η σιωπηλή κατάρα μας στον καιρό μας, ιδού,

λέγω,

Ποιήσαμε πύργους σε πύργους και γέφυρες
Πάνω σε άλλες γέφυρες, ωστόσο ωραία και

δυνατή

η ψυχή

του ρωμαλέου ανθρώπου

Κερδίζει πάντα στην σκακιέρα ενώπιον
Της κοσμοσυρροής πάνω στα μέλλοντα

τα τόσο

απαιτητικά

τα τόσο λειψά

Γιατί το κάθε μέλλον φίλε μου, δεν είναι
Παρά το στραβά τοποθετημένο ποτήρι

του παρόντος

σε ένα άψογο τραπέζι

Όλοι είναι ευχαριστημένοι εκτός από τον
Οικοδεσπότη που μονίμως κοιτάει αυτό

το

ποτήρι

Και δεν μπορεί να καταλάβει τι δεν πάει
Καλά στη τόση τελειότητα, κάποια στιγμή

το υψώνει

και πίνει από αυτό

Όμως είναι πάντα άδειο, Τζωρτζ, όσες φορές
Και αν το γέμισαν οι υπηρέτες είναι μονίμως

αδειασμένο

από νόημα

και προοπτική,

Όμως ο Μακ Κένζι μόλις και τον άκουγε και
Είναι πιθανό πως και ο Μόρφυ ελάχιστη πια

Έδινε προσοχή στα λεγόμενά του, και οι δυο
Άντρες παρατηρούσαν το χώρο γύρω τους

Που 'χε μετατραπεί σε μια σκακιέρα μέσα
Στην πόλη, τα κτίσματα και οι δρόμοι άλλο

δεν

ήταν

πλέον

Από πεσσούς και τετράγωνα σε διαρκέστερη
Κίνηση λύσεως της ζωής σε αρχιτεκτονημένη

ελευθερία

Σαν ουράνια φώτα που περιπολούσαν στο
Αιώνιο σκοτάδι της πόλης, οι αξιωματικοί

Τα άλογα κι οι πύργοι αναπροσάρμοζαν τις
Πέντε αισθήσεις του ανθρώπου σε μία μόνον

αίσθηση

διαρκούς αχρονίας

Και πουθενά δεν ακουγόταν ήχος πόλεως
Και καθημερινότητας εκτός από ψιθύρους

παιδιών·

Κίνησαν τότε και οι δύο να βγούν από την
Hudson Street αριστερά στην Grove Street

Όμως η κατάληψη ήταν ακλόνητη, σαν ένας
Κυκλώπειος μαγνήτης του πραγματικού που

Συγκέντρωνε όλα τα ρινίσματα ζωής από τα
Κιγκλιδώματα του μυαλού και τα ανύψωνε

στο επίπεδο

της αιώνιας νιότης

του κόσμου,

Προσπάθησαν τότε να βγουν κάθετα δεξιά
Στην Christopher Street όμως το όραμα δεν

άλλαζε

Παρά μονάχα η κίνηση των ιδίων· ολόκληρο
Το West Broadway είχε γίνει ένα μεγάλο ροκέ

Και η θηριώδης αίγλη της Chambers Street
Μία βασίλισσα σε θυσία κατασπαραγής των

τετραγώνων

του αντίπαλου βασιλιά

Το Μανχάτταν πλέον δεν υπήρχε, μονάχα
Ένα παιδί-θεός που άνοιγε και έκλεινε τις

πόρτες

στα

διαμερίσματα της ψυχής·

Δεν μπορούμε πια να φύγουμε από εδώ, είπε
Τότε ο Μόρφυ στον Μακ Κένζι, και έμοιαζε η

φωνή του

σα να ερχόταν

Από τα μακρινά υπερωκεάνεια της αλήθειας,
Όμως δεν θυμάμαι να ήλθαμε και ποτέ, του

υπογράμμισε αμέσως,

Είμασταν από πάντα εδώ, είπε, και φάνηκε
Σαν αυτό το μονόγδουπο 'εδώ' που κάρφωσε

στο δάπεδο

της ανθρωπότητας

οριστικά

Να είχε ήδη ανοίξει ένα πελώριο σχίσμα στον
Σκοτεινό βροχερό ουρανό της Νέας Υόρκης

απ' όπου

Χυμώδεις και ανυπόμονες εισέβαλαν εντός
Οι χρυσές ακτίνες ενός αγνώστου ηλίου σε

μια θάλασσα απορίας

και καθυποταγής

Χωρίς κανένα έλεος μοιράζοντας την χαρά
Χωρίς καμμιά φωτιά αναμμένη το σύμπαν

συναρπάζοντας

σε μυριάδες φλόγες

Μιας ειλημμένης απόφασης
ξενυχτώντας

από ψηλά·


Friday, September 11, 2009

Η ΖΥΓΑΡΙΑ



Μα σταματήστε καμμιά φορά να
Βάζετε τις ζωές σας στη ζυγαριά,

έλεγε ο κρεοπώλης

Από το βάθος του ανοιχτού ψυγείου
Στους ανθρώπους που μελετούσαν

σφοδρώς

τους αριθμητικούς δείκτες,

Την ζυγαριά την έχουμε για τα κρέατα,
Φέρεται ότι τους τόνισε, όχι για εσάς,

Οι πελάτες όμως ήτανε απορροφημένοι
Τόσο, που δεν μπορούσαν να σκεφτούν

τίποτε

άλλο

Και του έκαναν αυστηρές συστάσεις
Να σωπάσει επιτέλους, πράγμα που

Εκείνος τελικώς το υποσχέθηκε· είναι
Απλό, του είπανε καθώς τοποθετούσαν

πάνω της

την ζωή

ενός νεοεισερχόμενου πελάτη

Ως αντίβαρο στη ζωή άλλου, εμείς
Άλλο να κάνουμε έως σήμερα δεν

μάθαμε

Μόνο να ζυγίζουμε

Και ας είσαι εσύ ο κρεοπώλης και εμείς
Όχι· πρέπει κάποτε να μάθουμε πόσο

ζυγίζουν όλα

Εφ' όσον ποτέ δεν μπορέσαμε σωστά
Στο μυαλό μας να τα ζυγίσουμε, πρέπει

Κάποτε τούτο το κρεοπωλείο που μας
Παρίσταται σχεδόν από τη γέννηση

Να μας δώσει

Τις απαραίτητες πληροφορίες περί του
Τι ακριβώς ζει και τι ακριβέστερα πεθαίνει

με

κάθε

ζύγισμα,

Ανοίξτε παρακαλώ τη πόρτα του ψυγείου
Με κλείσατε μέσα, τους διέκοψε ξαφνικά

ο κρεοπώλης,

Κι εσύ κρεοπώλη, του λέγανε απτόητοι,
Κακώς διαμαρτύρεσαι που βρήκες την

πόρτα

κλειστή

Θα έπρεπε πρώτα να ζυγίσεις τη ζωή σου
Όπως και εμείς, ότι τα μεν κρέατα ζυγίζουν

τόσο

Τα δε ομιλούντα κρέατα άλλο τόσο, όμως
Στο τέλος ετούτη η ζυγαριά και όταν το

καταμέτρημα

θα έχει

τελειώσει

Μένει κενή, του είπανε, και ξανακοιτάξαν
Προς το μέρος της φοβούμενοι μήπως

την δουν

όντως κενή

χωρίς άλλη ζωή πάνω της,

Όταν τίποτε πλέον δεν βρίσκεται πάνω της
Κρεοπώλη, μπορείς να μας πεις τι ζυγίζει;

Προφανώς τον αέρα μόνο, τους απάντησε
Εκείνος με σπασμένη από την αγωνία

φωνή,

Μα βγάλτε με επιτέλους από δω, θα παγώσω,
Τους υπενθύμισε ξανά χτυπώντας δυνατά

την κλειστή πόρτα,

Προφανώς τον αέρα μόνο, πράγματι έτσι
Θα είναι, του απάντησαν προσπερνώντας

τις εκκλήσεις του,

Εσύ όμως δεν πουλάς αέρα αλλά κρέατα
Στο τέλος όμως μόνο ο αέρας φαίνεται ότι

προσφέρει

μια σταθερή

καταμέτρηση βάρους,

Του είπαν αινιγματικά και έκαναν νόημα
Στον επόμενο πελάτη να βάλει τη ζωή του

στη ζυγαριά,

Τι θέλετε να πείτε, τους ρώτησε τότε ο
Εσώκλειστος κρεοπώλης, ότι μόνον αέρας

είναι όλα

Και βάρος πουθενά δεν υπάρχει;

Δεν ξέρουμε, του είπαν, εφ' όσον εσύ δεν
Γνωρίζεις που είσαι ο άρχων των κρεάτων

πώς

Θέλεις εμείς να ξέρουμε που είμαστε τα
Κρέατα; τουλάχιστον αν έχει κάποιο

νόημα

η

Κατάληψη του κρεοπωλείου σου ας είναι
Αυτό, να μάθουμε επιτέλους πόσο ζυγίζει

ο κόσμος,

Πόσο ζυγίζει, τους ρώτησε ο κρεοπώλης
Τότε τουρτουρίζοντας, ξεχνώντας για μια

στιγμή

την

επισφαλή θέση του,

Όσο μία μπριζόλα, του απάντησαν και
Με ένα φούντωμα της οροφής άνοιξαν

τα φώτα

στο κατάστημα

καθώς σκοτείνιαζε

Η δε ζυγαριά αποκαλύπτετο πλέον στα
Μάτια τους ωσάν ο λατρευτικός βωμός

ενός

αγνώστου θεού

Προς τον οποίον σιωπηλά και ήρεμα
Συνέχιζαν να τοποθετούν τις ζωές τους

Χωρίς καν να προσέχουν ότι αυτή έδειχνε
Πάντα τον ίδιο αριθμό ως εάν ήταν από

καιρό

χαλασμένη

Ακόμα

Και όταν δεν είχε τίποτε άλλο πάνω της
Εκτός από το κενό, αυτή πάλι τον ίδιο

αριθμό

θα έδειχνε

Να φέγγει αιωνίως

Σαν ένα άλυτο ερώτημα στους διαδρόμους
Με τα ξεραμένα αίματα και με την βαρειά

οσμή

Του
νωπού αποκεκαλυμμένου κρέατος
Να καλύπτει πλήρως την γενικευμένη

αποσύνθεση

κάθε ερωτήματος που θα αποπειράτο

άνθρωπος να μη σκεφθεί


Saturday, September 5, 2009

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥ



Τι θέλεις να μας πεις Βελλεροφόντη,
Του είπανε με θολά άτονα μάτια που

αδυνατούσαν

Να εστιάσουν σε μια μόνον μορφή
Και αναπεριστρέφονταν σαν υγρά

σφαιρίδια

στο

ολόλευκο χάος των βολβών τους,

Οι ίδιοι, συγκεντρωμένοι στην είσοδο
Του Οίκου έδιναν την εντύπωση πως

είχαν

ήδη

πεθάνει

Και απλά εμφανίζονταν στη ζωή από
Κεκτημένη ανάμνηση της καθημερινής

εικόνας

Από κάποιο χάσμα που έχει ο θάνατος
Στο συμβόλαιό του με τους ανθρώπους

Και από την βαρειά σκιά που αφήνει
Κάθε φάντασμα στους διαδρόμους

μιας μοναχικής επιθυμίας,

Θέλεις να πεις πως δεν είχαμε δικαίωμα
Ποτέ να ονειρευόμαστε, πως δεν είμαστε

εμείς

οι νόμιμοι

κληρονόμοι της ζωής

Πως μετά από τόσες άσκοπες διαμονές
Στον οίκο του ονείρου δεν μας ήτανε

επιτρεπτό

Να εισέλθουμε στον οίκο της ζωής, ότι
Εκ του καρπού του ξύλου της γνώσης

ομολογείται

ότι λάβαμε

Εκ

Του δε καρπού του ξύλου της ζωής όμως
Μας είναι άγνωστες οι ποθητές συνέπειες

Όμως, να,

Σαν ένα φλογοφόρο πεύκο που γκρεμίστηκε
Στο έδαφος μέσα σε μια στιγμή ονειρικής

συντέλειας

λυθήκαμε στο κόσμο

με μια νύχτα

Να πλημμυρίζει σιγά σιγά τα μέλη και το
Μυαλό μας και προβάλλαμε σαν κόκκινο

πέλαγος

αρπαγμένο στη ζάλη του αιώνα

και το φωτεινό μένος της επιθυμίας

Αιέν αναζητώντας το περισσότερο, αιέν
Υπονομεύοντας το λιγότερο, κρυμμένα

Φιαλίδια οργής στο εργαστήριο του θεού
Υπήρξαμε ανέκαθεν Βελλεροφόντη και

Εσύ

Σαν αστραπή κατέπεσες από ψηλά στην
Πεθαμένη γη, σαν συμφορά που αναίτια

Εγείρεται ανάμεσα στους ανθρώπους, μα
Υπήρξες ένα μακρινό κακό που ποτέ δεν

Πιστέψαμε ότι θα λάβουμε ξανά, ο μόνος
Διεκδικών τη δράση σε ουρανό και γη εσύ

υπήρξες

Και εμείς, οι σιωπηλοί κομπάρσοι σε ένα
Δράμα και μια κωμωδία γραμμένες μόνο

για έναν

Δέρκος ηλιακό, άγνωστη δόξα της πτώσης ,
Μανικέ όφι στον απώτατο θύσανο της Εδέμ

εμμένοντας

Σε μιαν οσμή σάρκας και μιαν αφή αιμάτινη
Λύγιζες στα δύο τον παράδεισο σαν τόξο του

πόθου

Και έστελνες μοναχικό βέλος τον εαυτό σου
Κάτω στη γη να πάει να δρέψει τις εσπερίδες

νίκες

από τα

αστραφτερά λύματα των θνητών

Ιδού,

Σε αυτή τη νέα ημέρα που αργά σκεπάζει
Τους ανθρώπους με ίμερο και καταχνιά

για άλλη μια φορά

Παρουσιάστηκες εσύ ανάμεσά μας, όπως
Το φως στα κλειστά βλέφαρα των τυφλών

Λέγε λοιπόν τι θέλεις από μας, και αν την
Γεύση του ονείρου ήλθες να μας κάνεις

πικρή

Και λαίμαργα απεργάζεσαι

πώς

Να μας εκτρέψεις από το γλαυκό σμήνος
Των ονειροπολήσεών μας στα αληία πεδία

των σκληρότερων

λόγων σου

Τότε να φύγεις Βελλεροφόντη, να φύγεις
Μακριά, ότι εμείς τη λησμονιά στο φίλιο

ψεύδος

Πάντοτε θα στέργουμε παρά την αλήθεια
Στην εχθίστη των προθέσεών της, ότι εμείς

Βελλεροφόντη,

Ανήκουμε στην αναβολή της στιγμής, όχι
Στην υποβολή του αιωνίου, όχι, τούτο ας

μένει μακριά μας

Ότι για μας κάποια εφθηνή λάμψη στα
Εφήμερα του βίου δεν φαίνεται να μας

εγγυάται,

Και μηδέ κινήσαμε ποτέ για τους ήλιους
Ει μη μόνο για τα τσακισμένα κεριά στους

Χυτούς ανά τον κόσμο ναούς της Χίμαιρας
Ότι εμείς, αναβάτη του Πηγάσου, είμαστε

τα

απλά

συνηθισμένα

Στάχυα του αγρού που φέρονται από τους
Ανέμους σαν κύματα μιας θαλάσσης γαίας

στο σκιάχτρο

που παραμονεύει

στο άκρο της ζωής

Και έτσι σε είδαμε μπροστά μας, ως το πιο
Λησμονημένο φόβητρο που θαρρούσαμε

Πως είχαμε για πάντα ξορκίσει· απαιτήσεις
Μην έχεις από μας, έτσι τα βρήκαμε έτσι

τα διαιωνίζουμε

Αυτά μας εδόθησαν μόνο, δεν έχουμε άλλο
Να δώσουμε ει μη σαθρά βασίλεια ονείρων

που στέκονται

απορημένα

Σε σαθρότερα ακόμα στηλώματα ελπίδων
Είμαστε γι αυτό ένα ακόμα στίγμα ωμού

Πανικού ενώπιον της θλιμμένης αίγλης
Της δημιουργίας, το πρωταρχικό χάος

απ'όπου

σε

χρόνο άχρονο

Ανέβλυσε φωτεινή η πρώτη ύλης μορφή
Η ανθρωποθάλασσα που τοξεύει εκ των

αδιαγνώστων

βυθών της

τον έναν και μόνον ήρωα

στον καιρό του,

Τους λόγους σας τους καλώς καμωμένους
Για την υποδοχή αυτή, τους είπε τότε ο

Βελλεροφόντης,

Εγώ δεν θα φυλάξω εντός μου ως δώρο
Κλέους, μα σαν λείψανα μιας εποχής

που

ακόμη δεν

ετάφη,

Ότι στον Οίκο αυτό εν σας εδόθη και ουδέν
Επιστρέψατε ποτέ, ότι σας εδόθησαν δύο

Και αφανίσατε τρία, ότι γρήγορα στραφήκατε
Σε αρπάγων αγέλη και ζητιάνων, μια σωστική

λήθη

επιδιώκοντας

σχηματίζοντας πομπές του θανάτου

Κατά μήκος του μεγάλου δρόμου που οδηγεί
Σε αυτόν τον Οίκο, είστε γι' αυτό το όνειδος

Που μικρή χαρά σε μικρή χαρά σωρεύοντας
Επιμελώς, την μεγίστη λύπη των ενιαυτών

επιφέρατε

σε διηνεκή βασιλεία·

Κι εγώ σας λέγω ακόμα τούτο, ποτέ κορυφή
Δεν θα μπορούσε να είναι ραγισμένη αν τα

θεμέλια

δεν ήτανε ήδη χαλαρά

και έτοιμα να λυθούν

Ποτέ ύδατα ποταμών και λιμνών δεν θα
Ήτανε τόσο ρηχά αν υπήρχε έστω ένας

σκαπανεύς

Που θα ανασάλευε την κοιμισμένη γη,
Και σας λέγω ακόμα τούτο, άνθρωπος

δεν νοείται

χωρίς να καρποφορεί

ωσεί σιτοβολών εν ερημία

Και εσείς εκ των καρπών απεστράφητε
Και μηδέ στις ρίζες κύψατε ει μη μόνον

στους

κλάδους

Μια χλωμή αναγνώριση επί δανείου φωτός
Μονίμως εκλιπαρώντας από τους χωλούς

και τους χολωμένους

Σε τέτοια ταραχή φθοράς επιφέροντας τον
Οίκο αυτόν, που ακόμα και τα φαγωμένα

Από την ένταση επιθυμίας και τον κάματο
Του φθόνου κορμιά σας κλονίστηκαν στον

ίλιγγο

του χαρωπού ανέμελου θανάτου,

Και τους αναίτιους σωρούς των ημερών

Νομίσατε ως το τέλος της σημασίας κάθε
Ζωής, είπατε ξανά και ξανά στο νου σας

εδώ είμαστε

εδώ

και θα απομείνουμε

Εδώ βρεθήκαμε εδώ και θα διαμείνουμε
Κάποιος άλλος άρχων και όχι εμείς θα

φέρει πίσω

τα απωλεσθέντα

Κάποιος άλλος ο εκλεκτός της μοίρας
Που θα ακολουθήσουμε και εμείς ας

είμαστε

μέρος ενός θεάματος

Βυθισμένου σε μια νάρκη έτοιμη ανά
Πάσα στιγμή να εκραγεί στον αιώνιο

ύπνο της

Να, σας λέγω τώρα σαφώς

ότι

Ο Οίκος της Ιστορίας είναι ο οίκος των
Φαντασμάτων, που βγαίνουν πάντοτε

Κατά την μεσημβρία της ανθρώπινης
Συνείδησης, και είναι κάθε φορά τόσο

διψασμένα

για γεγονότα

Που προκαλούνε συνεχώς τον μέγιστο
Σάλο ν' ακούγεται από τα χαμηλότερα

πατώματα

της ύπαρξης

Εν τω μέσω του κυκεώνος της σάρκας
Ευρέθητε, στην δε απόμερη άκρη του

χρόνου

λαμπρώς ανακαθήσατε

Από

'Ονειρο μικρό σε όνειρο ακόμη μικρότερο
Κυνηγημένοι από μιαν τρομαγμένη ιδέα

Οικιακής ευτυχίας σε Οίκο που κατεδίωκε
Θανάσιμα τους ενοίκους του· επιθυμώντας

την

αθανασία μίας και μόνον

στιγμής

Σιωπηλά ακολουθήσατε τον θάνατο όλων
Των στιγμών καθώς τις απορροφούσε το

μυστικό κέντρο

της καρδιάς

και της Ιστορίας

Αναζητώντας ένα σπίτι, σας προσεφέρθη
Ο κόλαφος μιας δαρμένης στους ανέμους

υπαίθριας

σκηνής

Ουδέν όμως εσκήνωσε μαζί σας ει μη ένας
Τυφλός μύλος που κοσκίνισε το αίμα σας

σε γενεές

σωριασμένες

στο δάπεδο της αμφιβολίας,

Είπε ο Βελλεροφόντης και τους έκανε
Φανερό πως δεν θα επέτρεπε ξανά σε

κανέναν

την είσοδο στον Οίκο·

Τα λόγια σου

Βελλεροφόντη είναι αιχμηρά όπως μια
Ακίδα σφηνωμένη στο χαλαρό σώμα

της αιώνιας νύχτας

του θεού

πάνω στη γη

Και τo άχθος των θνητών μηδέποτε
Φρονείς καθώς αιτείς τα δεδουλευμένα

από την άνομη σιγή

Μα μήπως και εσύ δεν είσαι σαν και μας;
Μήπως κι εσύ δεν αναζήτησες ένα σπίτι

μακριά από τον Οίκο σου

Και τις φυλλωσιές των θνητών λογίζοντας
Σαν την κρύπτη παντοτινή ενώπιον του

ουρανού;

Ποιος ο κύριος και ποιοι οι δούλοι, ειπέ μας
Και για ποιο λόγο θα έπρεπε να δουλεύουμε

για έναν κύριο

που από πάντοτε

έλειπε;

Και η πόση της ζωής στα χαλάσματα που
Εκείνος άφησε, πόση; η βρώση του κακού

Στα εργάσιμα συμπόσια της χαμένης νιότης
Του κόσμου, πόση, πόση η θλίψη που ένας

Άδειος θρόνος άφησε στην ανθρωπότητα
Σαν μια επιδημία απουσίας που γρήγορα

Καταρήμαξε κάθε φλόγα δικαιοσύνης στα
Ανώφελα αγγεία του έθους και της οργής

Απλά προσπαθούσαμε να επιβιώσουμε, αν
Αυτό δεν είναι ο μέγας εκβιασμός της ύλης

Τότε μόνον μπορείς να μας ψέγεις και να
Μας ελέγχεις επί αποστασία, ότι μπορεί μεν

Το εν να λάβαμε και ουδέν να επιστρέψαμε
Όμως αυτό το εν δεν ήταν άλλο τι από ένα

ηλίθιο όνειρο

που μας κρατούσε καρφωμένους

στη δόλια γη

χωρίς απτό αντίκρυσμα φλογός σε φλόγα

Όμως και η πραγματικότητα πόση; σαν
Πουλιά που αρχίζουν ξαφνικά να πετάνε

τόσο αργά

στον ουρανό

Λες και ολόκληρη η πλάση ήλθε απότομα
Σε επιβράδυνση και αναμονή της κρίσης

φωτιάς

επί των κεφαλών

των ανθρώπων

Έτσι και εμείς αργά αργά διαλυθήκαμε
Στο όνειρο της ζωής μηδέ το όνειρο ποτέ

καθορώντας

μηδέ και τη ζωή,

Σου λέμε Βελλεροφόντη, απλά επιβιώναμε
Όμως δεν πράξαμε κάτι διαφορετικό από

ό,τι

έκανες

εσύ

Στα σκαμμένα χώματα της τρέλλας και της
Αλήθειας ένα θάνατο αντιγυρίζοντας στο

πρόσωπο

του άλλου θανάτου,

Δεν είσασταν εσείς που είχατε το δικαίωμα
Όμως να ερημώσετε αυτό τον Οίκο, απάντησε

τότε

ο

Βελλεροφόντης

Καθώς ακουγόταν η φωνή του μέσα από
Την οικία, ενώ σφράγιζε γερά τις πόρτες

και τα παράθυρα,

Το στίγμα της ερημίας είναι μόνο δικό σας,
Τους είπε, μηδέ ανάγκη και κατοχή από

δύναμη συντριπτική

επί των ώμων σας

που έγερναν

Από την κόπωση εξ αρχής ήδη του κόσμου
Μηδέ θεομηνία και πυρ, στρώματα νερού

σε κατακλυσμό

Που επέρχονταν ως εάν το στερέωμα είχε
Γίνει ένα τυφλό θανάσιμο ρύγχος κήτους

Σε αναζήτηση λύσης και καταστροφής, μα
Ειλικρινά σας λέγω, μεγαλύτερη συμφορά

Δεν είδε έως σήμερα η γη από εσάς, είστε
Το άδειο πιθάρι της ευτυχίας σε αποθήκη

εγκαταλελειμμένη

στο

Ξεχασμένο μεσημέρι μιας ύλης πλέον τόσο
Άρρωστης που ακόμα και το νωθρό νοσηρό

φως

του δημεγέρτη ηλίου

δεν μπορεί να ανθέξει

Όμως εδώ, εδώ στο τέλος του χρόνου πάσα
Επιθυμία έγινε ο πυκνός ατμός ολέθρου επί

των

εγκαίρως γερασμένων

προσώπων σας

Και πάσα φυγή θεού από τα καταλύματα
Της ντροπής ας είναι η μόνιμη παρουσία

μιας

Χίμαιρας

Που θα σας κατατρώγει τα σωθικά με την
Μάταιη φλόγα της ζωής έως ότου εγώ την

σκοτώσω

πάλι

Και χίλιες φορές ξανά αναστηθεί από τα
Χαλάσματα των επιθυμιών σας, νέους

κόσμους

σε δειλή ύπαρξη

επιφέροντας

Και σύμπαντα επί συμπάντων που θα
Λύονται ωσάν σβώλοι άχνης με κάθε

επιστροφή μου

όταν

την εκδίκηση γυρεύοντας

Από την γη του μήλου και του αίματος,
Κατέληξε ο Βελλεροφόντης και αγνοούσε

τις

Επίμονες εκκλήσεις των συγκεντρωμένων
Να μην σφραγίσει παντοτινά τον Οίκο και

αυτούς

από την βασιλεία του

να μην αποκλείσει

Μα εκείνος δεν ήθελε καν να τους ακούσει
Άλλο, από την καλά ετοιμασμένη για αιώνες

οργή του

Συνεχίζοντας να φράζει κάθε είσοδο στο
Πλήθος με βαριές σφυριές και αμείλικτους

χτύπους

Ενός μυστηρίου που αλύγιστο διεκδικούσε
Ξανά την διάθηκή του, με όρους φρίκης

και ευλογίας

μαζί,

Και ο Βελλεροφόντης σαν θολή μηχανή
Του θανάτου που ετοιμαζόταν να φέρει

Ένα άγνωστο είδος ακόμα αιώνιας ζωής
Να λάμψει μέσα από τα ραγίσματα της

άσκοπης θνητότητας

ακόμα πιο ασκόπων ανθρώπων

Δεν σταματούσε το έργο του αποκλεισμού
Μέχρι που άκουσε το κλάμα ενός μωρού

να έρχεται

από τα βάθη

της αμήχανης σιωπής των νεκρών·

Εκεί και σταμάτησε·

Είπανε αργότερα πως τελικώς άνοιξε τις
Θύρες του Οίκου προς όλους , όμως,

οι αιώνιοι άνθρωποι

για άλλη μια φορά

θα δίσταζαν

Με κάτι από απελπισία και κάτι από θυμό
Να διαβούν το πολυθρύλητο κατώφλι του

οριστικά·