Friday, September 11, 2009
Η ΖΥΓΑΡΙΑ
Μα σταματήστε καμμιά φορά να
Βάζετε τις ζωές σας στη ζυγαριά,
έλεγε ο κρεοπώλης
Από το βάθος του ανοιχτού ψυγείου
Στους ανθρώπους που μελετούσαν
σφοδρώς
τους αριθμητικούς δείκτες,
Την ζυγαριά την έχουμε για τα κρέατα,
Φέρεται ότι τους τόνισε, όχι για εσάς,
Οι πελάτες όμως ήτανε απορροφημένοι
Τόσο, που δεν μπορούσαν να σκεφτούν
τίποτε
άλλο
Και του έκαναν αυστηρές συστάσεις
Να σωπάσει επιτέλους, πράγμα που
Εκείνος τελικώς το υποσχέθηκε· είναι
Απλό, του είπανε καθώς τοποθετούσαν
πάνω της
την ζωή
ενός νεοεισερχόμενου πελάτη
Ως αντίβαρο στη ζωή άλλου, εμείς
Άλλο να κάνουμε έως σήμερα δεν
μάθαμε
Μόνο να ζυγίζουμε
Και ας είσαι εσύ ο κρεοπώλης και εμείς
Όχι· πρέπει κάποτε να μάθουμε πόσο
ζυγίζουν όλα
Εφ' όσον ποτέ δεν μπορέσαμε σωστά
Στο μυαλό μας να τα ζυγίσουμε, πρέπει
Κάποτε τούτο το κρεοπωλείο που μας
Παρίσταται σχεδόν από τη γέννηση
Να μας δώσει
Τις απαραίτητες πληροφορίες περί του
Τι ακριβώς ζει και τι ακριβέστερα πεθαίνει
με
κάθε
ζύγισμα,
Ανοίξτε παρακαλώ τη πόρτα του ψυγείου
Με κλείσατε μέσα, τους διέκοψε ξαφνικά
ο κρεοπώλης,
Κι εσύ κρεοπώλη, του λέγανε απτόητοι,
Κακώς διαμαρτύρεσαι που βρήκες την
πόρτα
κλειστή
Θα έπρεπε πρώτα να ζυγίσεις τη ζωή σου
Όπως και εμείς, ότι τα μεν κρέατα ζυγίζουν
τόσο
Τα δε ομιλούντα κρέατα άλλο τόσο, όμως
Στο τέλος ετούτη η ζυγαριά και όταν το
καταμέτρημα
θα έχει
τελειώσει
Μένει κενή, του είπανε, και ξανακοιτάξαν
Προς το μέρος της φοβούμενοι μήπως
την δουν
όντως κενή
χωρίς άλλη ζωή πάνω της,
Όταν τίποτε πλέον δεν βρίσκεται πάνω της
Κρεοπώλη, μπορείς να μας πεις τι ζυγίζει;
Προφανώς τον αέρα μόνο, τους απάντησε
Εκείνος με σπασμένη από την αγωνία
φωνή,
Μα βγάλτε με επιτέλους από δω, θα παγώσω,
Τους υπενθύμισε ξανά χτυπώντας δυνατά
την κλειστή πόρτα,
Προφανώς τον αέρα μόνο, πράγματι έτσι
Θα είναι, του απάντησαν προσπερνώντας
τις εκκλήσεις του,
Εσύ όμως δεν πουλάς αέρα αλλά κρέατα
Στο τέλος όμως μόνο ο αέρας φαίνεται ότι
προσφέρει
μια σταθερή
καταμέτρηση βάρους,
Του είπαν αινιγματικά και έκαναν νόημα
Στον επόμενο πελάτη να βάλει τη ζωή του
στη ζυγαριά,
Τι θέλετε να πείτε, τους ρώτησε τότε ο
Εσώκλειστος κρεοπώλης, ότι μόνον αέρας
είναι όλα
Και βάρος πουθενά δεν υπάρχει;
Δεν ξέρουμε, του είπαν, εφ' όσον εσύ δεν
Γνωρίζεις που είσαι ο άρχων των κρεάτων
πώς
Θέλεις εμείς να ξέρουμε που είμαστε τα
Κρέατα; τουλάχιστον αν έχει κάποιο
νόημα
η
Κατάληψη του κρεοπωλείου σου ας είναι
Αυτό, να μάθουμε επιτέλους πόσο ζυγίζει
ο κόσμος,
Πόσο ζυγίζει, τους ρώτησε ο κρεοπώλης
Τότε τουρτουρίζοντας, ξεχνώντας για μια
στιγμή
την
επισφαλή θέση του,
Όσο μία μπριζόλα, του απάντησαν και
Με ένα φούντωμα της οροφής άνοιξαν
τα φώτα
στο κατάστημα
καθώς σκοτείνιαζε
Η δε ζυγαριά αποκαλύπτετο πλέον στα
Μάτια τους ωσάν ο λατρευτικός βωμός
ενός
αγνώστου θεού
Προς τον οποίον σιωπηλά και ήρεμα
Συνέχιζαν να τοποθετούν τις ζωές τους
Χωρίς καν να προσέχουν ότι αυτή έδειχνε
Πάντα τον ίδιο αριθμό ως εάν ήταν από
καιρό
χαλασμένη
Ακόμα
Και όταν δεν είχε τίποτε άλλο πάνω της
Εκτός από το κενό, αυτή πάλι τον ίδιο
αριθμό
θα έδειχνε
Να φέγγει αιωνίως
Σαν ένα άλυτο ερώτημα στους διαδρόμους
Με τα ξεραμένα αίματα και με την βαρειά
οσμή
Του νωπού αποκεκαλυμμένου κρέατος
Να καλύπτει πλήρως την γενικευμένη
αποσύνθεση
κάθε ερωτήματος που θα αποπειράτο
άνθρωπος να μη σκεφθεί