Saturday, September 5, 2009

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥ



Τι θέλεις να μας πεις Βελλεροφόντη,
Του είπανε με θολά άτονα μάτια που

αδυνατούσαν

Να εστιάσουν σε μια μόνον μορφή
Και αναπεριστρέφονταν σαν υγρά

σφαιρίδια

στο

ολόλευκο χάος των βολβών τους,

Οι ίδιοι, συγκεντρωμένοι στην είσοδο
Του Οίκου έδιναν την εντύπωση πως

είχαν

ήδη

πεθάνει

Και απλά εμφανίζονταν στη ζωή από
Κεκτημένη ανάμνηση της καθημερινής

εικόνας

Από κάποιο χάσμα που έχει ο θάνατος
Στο συμβόλαιό του με τους ανθρώπους

Και από την βαρειά σκιά που αφήνει
Κάθε φάντασμα στους διαδρόμους

μιας μοναχικής επιθυμίας,

Θέλεις να πεις πως δεν είχαμε δικαίωμα
Ποτέ να ονειρευόμαστε, πως δεν είμαστε

εμείς

οι νόμιμοι

κληρονόμοι της ζωής

Πως μετά από τόσες άσκοπες διαμονές
Στον οίκο του ονείρου δεν μας ήτανε

επιτρεπτό

Να εισέλθουμε στον οίκο της ζωής, ότι
Εκ του καρπού του ξύλου της γνώσης

ομολογείται

ότι λάβαμε

Εκ

Του δε καρπού του ξύλου της ζωής όμως
Μας είναι άγνωστες οι ποθητές συνέπειες

Όμως, να,

Σαν ένα φλογοφόρο πεύκο που γκρεμίστηκε
Στο έδαφος μέσα σε μια στιγμή ονειρικής

συντέλειας

λυθήκαμε στο κόσμο

με μια νύχτα

Να πλημμυρίζει σιγά σιγά τα μέλη και το
Μυαλό μας και προβάλλαμε σαν κόκκινο

πέλαγος

αρπαγμένο στη ζάλη του αιώνα

και το φωτεινό μένος της επιθυμίας

Αιέν αναζητώντας το περισσότερο, αιέν
Υπονομεύοντας το λιγότερο, κρυμμένα

Φιαλίδια οργής στο εργαστήριο του θεού
Υπήρξαμε ανέκαθεν Βελλεροφόντη και

Εσύ

Σαν αστραπή κατέπεσες από ψηλά στην
Πεθαμένη γη, σαν συμφορά που αναίτια

Εγείρεται ανάμεσα στους ανθρώπους, μα
Υπήρξες ένα μακρινό κακό που ποτέ δεν

Πιστέψαμε ότι θα λάβουμε ξανά, ο μόνος
Διεκδικών τη δράση σε ουρανό και γη εσύ

υπήρξες

Και εμείς, οι σιωπηλοί κομπάρσοι σε ένα
Δράμα και μια κωμωδία γραμμένες μόνο

για έναν

Δέρκος ηλιακό, άγνωστη δόξα της πτώσης ,
Μανικέ όφι στον απώτατο θύσανο της Εδέμ

εμμένοντας

Σε μιαν οσμή σάρκας και μιαν αφή αιμάτινη
Λύγιζες στα δύο τον παράδεισο σαν τόξο του

πόθου

Και έστελνες μοναχικό βέλος τον εαυτό σου
Κάτω στη γη να πάει να δρέψει τις εσπερίδες

νίκες

από τα

αστραφτερά λύματα των θνητών

Ιδού,

Σε αυτή τη νέα ημέρα που αργά σκεπάζει
Τους ανθρώπους με ίμερο και καταχνιά

για άλλη μια φορά

Παρουσιάστηκες εσύ ανάμεσά μας, όπως
Το φως στα κλειστά βλέφαρα των τυφλών

Λέγε λοιπόν τι θέλεις από μας, και αν την
Γεύση του ονείρου ήλθες να μας κάνεις

πικρή

Και λαίμαργα απεργάζεσαι

πώς

Να μας εκτρέψεις από το γλαυκό σμήνος
Των ονειροπολήσεών μας στα αληία πεδία

των σκληρότερων

λόγων σου

Τότε να φύγεις Βελλεροφόντη, να φύγεις
Μακριά, ότι εμείς τη λησμονιά στο φίλιο

ψεύδος

Πάντοτε θα στέργουμε παρά την αλήθεια
Στην εχθίστη των προθέσεών της, ότι εμείς

Βελλεροφόντη,

Ανήκουμε στην αναβολή της στιγμής, όχι
Στην υποβολή του αιωνίου, όχι, τούτο ας

μένει μακριά μας

Ότι για μας κάποια εφθηνή λάμψη στα
Εφήμερα του βίου δεν φαίνεται να μας

εγγυάται,

Και μηδέ κινήσαμε ποτέ για τους ήλιους
Ει μη μόνο για τα τσακισμένα κεριά στους

Χυτούς ανά τον κόσμο ναούς της Χίμαιρας
Ότι εμείς, αναβάτη του Πηγάσου, είμαστε

τα

απλά

συνηθισμένα

Στάχυα του αγρού που φέρονται από τους
Ανέμους σαν κύματα μιας θαλάσσης γαίας

στο σκιάχτρο

που παραμονεύει

στο άκρο της ζωής

Και έτσι σε είδαμε μπροστά μας, ως το πιο
Λησμονημένο φόβητρο που θαρρούσαμε

Πως είχαμε για πάντα ξορκίσει· απαιτήσεις
Μην έχεις από μας, έτσι τα βρήκαμε έτσι

τα διαιωνίζουμε

Αυτά μας εδόθησαν μόνο, δεν έχουμε άλλο
Να δώσουμε ει μη σαθρά βασίλεια ονείρων

που στέκονται

απορημένα

Σε σαθρότερα ακόμα στηλώματα ελπίδων
Είμαστε γι αυτό ένα ακόμα στίγμα ωμού

Πανικού ενώπιον της θλιμμένης αίγλης
Της δημιουργίας, το πρωταρχικό χάος

απ'όπου

σε

χρόνο άχρονο

Ανέβλυσε φωτεινή η πρώτη ύλης μορφή
Η ανθρωποθάλασσα που τοξεύει εκ των

αδιαγνώστων

βυθών της

τον έναν και μόνον ήρωα

στον καιρό του,

Τους λόγους σας τους καλώς καμωμένους
Για την υποδοχή αυτή, τους είπε τότε ο

Βελλεροφόντης,

Εγώ δεν θα φυλάξω εντός μου ως δώρο
Κλέους, μα σαν λείψανα μιας εποχής

που

ακόμη δεν

ετάφη,

Ότι στον Οίκο αυτό εν σας εδόθη και ουδέν
Επιστρέψατε ποτέ, ότι σας εδόθησαν δύο

Και αφανίσατε τρία, ότι γρήγορα στραφήκατε
Σε αρπάγων αγέλη και ζητιάνων, μια σωστική

λήθη

επιδιώκοντας

σχηματίζοντας πομπές του θανάτου

Κατά μήκος του μεγάλου δρόμου που οδηγεί
Σε αυτόν τον Οίκο, είστε γι' αυτό το όνειδος

Που μικρή χαρά σε μικρή χαρά σωρεύοντας
Επιμελώς, την μεγίστη λύπη των ενιαυτών

επιφέρατε

σε διηνεκή βασιλεία·

Κι εγώ σας λέγω ακόμα τούτο, ποτέ κορυφή
Δεν θα μπορούσε να είναι ραγισμένη αν τα

θεμέλια

δεν ήτανε ήδη χαλαρά

και έτοιμα να λυθούν

Ποτέ ύδατα ποταμών και λιμνών δεν θα
Ήτανε τόσο ρηχά αν υπήρχε έστω ένας

σκαπανεύς

Που θα ανασάλευε την κοιμισμένη γη,
Και σας λέγω ακόμα τούτο, άνθρωπος

δεν νοείται

χωρίς να καρποφορεί

ωσεί σιτοβολών εν ερημία

Και εσείς εκ των καρπών απεστράφητε
Και μηδέ στις ρίζες κύψατε ει μη μόνον

στους

κλάδους

Μια χλωμή αναγνώριση επί δανείου φωτός
Μονίμως εκλιπαρώντας από τους χωλούς

και τους χολωμένους

Σε τέτοια ταραχή φθοράς επιφέροντας τον
Οίκο αυτόν, που ακόμα και τα φαγωμένα

Από την ένταση επιθυμίας και τον κάματο
Του φθόνου κορμιά σας κλονίστηκαν στον

ίλιγγο

του χαρωπού ανέμελου θανάτου,

Και τους αναίτιους σωρούς των ημερών

Νομίσατε ως το τέλος της σημασίας κάθε
Ζωής, είπατε ξανά και ξανά στο νου σας

εδώ είμαστε

εδώ

και θα απομείνουμε

Εδώ βρεθήκαμε εδώ και θα διαμείνουμε
Κάποιος άλλος άρχων και όχι εμείς θα

φέρει πίσω

τα απωλεσθέντα

Κάποιος άλλος ο εκλεκτός της μοίρας
Που θα ακολουθήσουμε και εμείς ας

είμαστε

μέρος ενός θεάματος

Βυθισμένου σε μια νάρκη έτοιμη ανά
Πάσα στιγμή να εκραγεί στον αιώνιο

ύπνο της

Να, σας λέγω τώρα σαφώς

ότι

Ο Οίκος της Ιστορίας είναι ο οίκος των
Φαντασμάτων, που βγαίνουν πάντοτε

Κατά την μεσημβρία της ανθρώπινης
Συνείδησης, και είναι κάθε φορά τόσο

διψασμένα

για γεγονότα

Που προκαλούνε συνεχώς τον μέγιστο
Σάλο ν' ακούγεται από τα χαμηλότερα

πατώματα

της ύπαρξης

Εν τω μέσω του κυκεώνος της σάρκας
Ευρέθητε, στην δε απόμερη άκρη του

χρόνου

λαμπρώς ανακαθήσατε

Από

'Ονειρο μικρό σε όνειρο ακόμη μικρότερο
Κυνηγημένοι από μιαν τρομαγμένη ιδέα

Οικιακής ευτυχίας σε Οίκο που κατεδίωκε
Θανάσιμα τους ενοίκους του· επιθυμώντας

την

αθανασία μίας και μόνον

στιγμής

Σιωπηλά ακολουθήσατε τον θάνατο όλων
Των στιγμών καθώς τις απορροφούσε το

μυστικό κέντρο

της καρδιάς

και της Ιστορίας

Αναζητώντας ένα σπίτι, σας προσεφέρθη
Ο κόλαφος μιας δαρμένης στους ανέμους

υπαίθριας

σκηνής

Ουδέν όμως εσκήνωσε μαζί σας ει μη ένας
Τυφλός μύλος που κοσκίνισε το αίμα σας

σε γενεές

σωριασμένες

στο δάπεδο της αμφιβολίας,

Είπε ο Βελλεροφόντης και τους έκανε
Φανερό πως δεν θα επέτρεπε ξανά σε

κανέναν

την είσοδο στον Οίκο·

Τα λόγια σου

Βελλεροφόντη είναι αιχμηρά όπως μια
Ακίδα σφηνωμένη στο χαλαρό σώμα

της αιώνιας νύχτας

του θεού

πάνω στη γη

Και τo άχθος των θνητών μηδέποτε
Φρονείς καθώς αιτείς τα δεδουλευμένα

από την άνομη σιγή

Μα μήπως και εσύ δεν είσαι σαν και μας;
Μήπως κι εσύ δεν αναζήτησες ένα σπίτι

μακριά από τον Οίκο σου

Και τις φυλλωσιές των θνητών λογίζοντας
Σαν την κρύπτη παντοτινή ενώπιον του

ουρανού;

Ποιος ο κύριος και ποιοι οι δούλοι, ειπέ μας
Και για ποιο λόγο θα έπρεπε να δουλεύουμε

για έναν κύριο

που από πάντοτε

έλειπε;

Και η πόση της ζωής στα χαλάσματα που
Εκείνος άφησε, πόση; η βρώση του κακού

Στα εργάσιμα συμπόσια της χαμένης νιότης
Του κόσμου, πόση, πόση η θλίψη που ένας

Άδειος θρόνος άφησε στην ανθρωπότητα
Σαν μια επιδημία απουσίας που γρήγορα

Καταρήμαξε κάθε φλόγα δικαιοσύνης στα
Ανώφελα αγγεία του έθους και της οργής

Απλά προσπαθούσαμε να επιβιώσουμε, αν
Αυτό δεν είναι ο μέγας εκβιασμός της ύλης

Τότε μόνον μπορείς να μας ψέγεις και να
Μας ελέγχεις επί αποστασία, ότι μπορεί μεν

Το εν να λάβαμε και ουδέν να επιστρέψαμε
Όμως αυτό το εν δεν ήταν άλλο τι από ένα

ηλίθιο όνειρο

που μας κρατούσε καρφωμένους

στη δόλια γη

χωρίς απτό αντίκρυσμα φλογός σε φλόγα

Όμως και η πραγματικότητα πόση; σαν
Πουλιά που αρχίζουν ξαφνικά να πετάνε

τόσο αργά

στον ουρανό

Λες και ολόκληρη η πλάση ήλθε απότομα
Σε επιβράδυνση και αναμονή της κρίσης

φωτιάς

επί των κεφαλών

των ανθρώπων

Έτσι και εμείς αργά αργά διαλυθήκαμε
Στο όνειρο της ζωής μηδέ το όνειρο ποτέ

καθορώντας

μηδέ και τη ζωή,

Σου λέμε Βελλεροφόντη, απλά επιβιώναμε
Όμως δεν πράξαμε κάτι διαφορετικό από

ό,τι

έκανες

εσύ

Στα σκαμμένα χώματα της τρέλλας και της
Αλήθειας ένα θάνατο αντιγυρίζοντας στο

πρόσωπο

του άλλου θανάτου,

Δεν είσασταν εσείς που είχατε το δικαίωμα
Όμως να ερημώσετε αυτό τον Οίκο, απάντησε

τότε

ο

Βελλεροφόντης

Καθώς ακουγόταν η φωνή του μέσα από
Την οικία, ενώ σφράγιζε γερά τις πόρτες

και τα παράθυρα,

Το στίγμα της ερημίας είναι μόνο δικό σας,
Τους είπε, μηδέ ανάγκη και κατοχή από

δύναμη συντριπτική

επί των ώμων σας

που έγερναν

Από την κόπωση εξ αρχής ήδη του κόσμου
Μηδέ θεομηνία και πυρ, στρώματα νερού

σε κατακλυσμό

Που επέρχονταν ως εάν το στερέωμα είχε
Γίνει ένα τυφλό θανάσιμο ρύγχος κήτους

Σε αναζήτηση λύσης και καταστροφής, μα
Ειλικρινά σας λέγω, μεγαλύτερη συμφορά

Δεν είδε έως σήμερα η γη από εσάς, είστε
Το άδειο πιθάρι της ευτυχίας σε αποθήκη

εγκαταλελειμμένη

στο

Ξεχασμένο μεσημέρι μιας ύλης πλέον τόσο
Άρρωστης που ακόμα και το νωθρό νοσηρό

φως

του δημεγέρτη ηλίου

δεν μπορεί να ανθέξει

Όμως εδώ, εδώ στο τέλος του χρόνου πάσα
Επιθυμία έγινε ο πυκνός ατμός ολέθρου επί

των

εγκαίρως γερασμένων

προσώπων σας

Και πάσα φυγή θεού από τα καταλύματα
Της ντροπής ας είναι η μόνιμη παρουσία

μιας

Χίμαιρας

Που θα σας κατατρώγει τα σωθικά με την
Μάταιη φλόγα της ζωής έως ότου εγώ την

σκοτώσω

πάλι

Και χίλιες φορές ξανά αναστηθεί από τα
Χαλάσματα των επιθυμιών σας, νέους

κόσμους

σε δειλή ύπαρξη

επιφέροντας

Και σύμπαντα επί συμπάντων που θα
Λύονται ωσάν σβώλοι άχνης με κάθε

επιστροφή μου

όταν

την εκδίκηση γυρεύοντας

Από την γη του μήλου και του αίματος,
Κατέληξε ο Βελλεροφόντης και αγνοούσε

τις

Επίμονες εκκλήσεις των συγκεντρωμένων
Να μην σφραγίσει παντοτινά τον Οίκο και

αυτούς

από την βασιλεία του

να μην αποκλείσει

Μα εκείνος δεν ήθελε καν να τους ακούσει
Άλλο, από την καλά ετοιμασμένη για αιώνες

οργή του

Συνεχίζοντας να φράζει κάθε είσοδο στο
Πλήθος με βαριές σφυριές και αμείλικτους

χτύπους

Ενός μυστηρίου που αλύγιστο διεκδικούσε
Ξανά την διάθηκή του, με όρους φρίκης

και ευλογίας

μαζί,

Και ο Βελλεροφόντης σαν θολή μηχανή
Του θανάτου που ετοιμαζόταν να φέρει

Ένα άγνωστο είδος ακόμα αιώνιας ζωής
Να λάμψει μέσα από τα ραγίσματα της

άσκοπης θνητότητας

ακόμα πιο ασκόπων ανθρώπων

Δεν σταματούσε το έργο του αποκλεισμού
Μέχρι που άκουσε το κλάμα ενός μωρού

να έρχεται

από τα βάθη

της αμήχανης σιωπής των νεκρών·

Εκεί και σταμάτησε·

Είπανε αργότερα πως τελικώς άνοιξε τις
Θύρες του Οίκου προς όλους , όμως,

οι αιώνιοι άνθρωποι

για άλλη μια φορά

θα δίσταζαν

Με κάτι από απελπισία και κάτι από θυμό
Να διαβούν το πολυθρύλητο κατώφλι του

οριστικά·