Tuesday, September 22, 2009

ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΔΕΙΠΝΟΥ



Εκείνη την νύχτα ο εξεγερμένος της
Κρονστάνδης και ο θιβετιανός Λάμα

παρευρέθησαν

στο τελευταίο δείπνο

της ανθρωπότητας,

Δεν υπήρχε άλλος κανείς εκτός από
Τους ίδιους και έναν ακόμα άγνωστο

επισκέπτη

Ο οποίος έδειχνε πως είναι ο θεός και
Κάθησε απέναντί τους κοιτώντας το

κενό

με ύφος γεμάτο

Οι κινήσεις του ήταν μάλλον αδέξιες
Και κωμικές, και έδινε την εντύπωση

Ενός αυτοσχεδίου για την περίσταση
Φαρσέρ, το δε δείπνο λάμβανε χώρα

Σε μια αχανή σάλα ενός μεγάρου που
Δεν είχε οροφές, προς τα πάνω ο χώρος

Εκτεινόταν σε μεγάλο ύψος και φαινόταν
Να καταλήγει μέχρι τον ουράνιο θόλο

Ενώ δεξιά και αριστερά του τραπεζιού
Υπήρχε μόνον η αιωνόβια σιωπή σαν

αδειασμένος

ωκεανός·

Πείτε μου, τι θέλετε να με ρωτήσετε,
Τους είπε ο άγνωστος και άναψε ένα

πούρο,

Δεν ξέρω από πού ν'αρχίσω, είπε τότε
Ο ναύτης της Κρονστάνδης αλλά ας

Δηλώσω για αρχή αυτό: δεν πιστεύω
Ότι υπάρχεις αν βεβαίως είσαι ο θεός

Όπως αφήνεις αυτή την εντύπωση να
Πλανηθεί στον αέρα από τη στιγμή που

ήλθαμε

εδώ,

Ποιος σας το είπε αυτό κύριε; απάντησε
Ο επισκέπτης, δεν άφησα καμμία τέτοια

εντύπωση

Αυτή με άφησε εδώ, είπε κάπως σκοτεινά
Ενώ ο ναύτης σκεφτόταν, θέλετε να πείτε,

Επανήλθε ο δεύτερος και διορθώνοντας
Τον ενικό του σε πληθυντικό, πως είστε

Το δημιούργημα των εντυπώσεών μας
Και όχι ο δημιουργός; και κοίταξε τον

άγνωστο

Που έπινε ήρεμα το κρασί του και έκοβε
Με το μαχαίρι το φιλέτο στο πιάτο του,

Σας είπα κύριέ μου, μια εντύπωση μόνον
Με άφησε εδώ, αυτό είναι όλο κι όλο ο

μέγας

κόσμος,

Μια εντύπωση,

Ο εξεγερμένος της Κρονστάνδης σιώπησε
Για λίγο ενώ δίπλα του ο Λάμα είχε πέσει

σε

διαλογισμό,

Πείτε μου τότε,

Γιατί κάθε όνειρο ανθρώπου είναι τόσο
Υποθηκευμένο εξ αρχής στη μακάβρια

γελοιότητα

του

θανάτου,

Μα τι ανόητες ερωτήσεις είναι αυτές,
Πετάχτηκε από το τραπέζι ο ξένος,

Και πού θέλετε να το ξέρω εγώ, όσον
Αφορά εμένα σας λέω καθαρά πως δεν

Κατάλαβα καν πόσο γρήγορα ήλθαν
Σε ύπαρξη τα πράγματα του κόσμου

Βρέθηκα προ τετελεσμένων γεγονότων
Για να σας το πω κάπως απλά, κατέληξε

ο άγνωστος

Και σκούπισε στην άκρη του τραπεζιού
Λίγες σταγόνες κρασιού που είχαν χυθεί,

Να όπως αυτές οι σταγόνες, είπε, έτσι
Χύθηκε η κτίσις στο τραπέζι της γης

Και έκτοτε

Ουδείς αναλαμβάνει την ευθύνη να την
Σκουπίσει, συμπλήρωσε ο φερόμενος ως

θεός

Και γκρέμισε κατά λάθος το ποτήρι του
Στη προσπάθειά του να συμμαζέψει μια

ακόμα

σταγόνα·

Βλέπετε τι γίνεται κάθε φορά που ένας
Κόσμος δημιουργείται, υπογράμμισε

καθώς

σήκωνε

Τα σπασμένα γυαλιά από το πάτωμα και
Τα τοποθετούσε με προσοχή δίπλα από

το πιάτο του,

oρίστε,

είπε,

Εδώ είναι το παζλ της ανθρωπότητας
Και ανύψωνε επιδεικτικά ένα μεγάλο

Γυαλί σε σχήμα ημισελήνου,

Θέλετε να πείτε πως αυτά τα σπασμένα
Γυαλιά είμαστε εμείς; τον ρώτησε τότε

ο ναύτης της Κρονστάνδης

Ενώ ο Λάμα δίπλα του πιθανώς ροχάλιζε
Ή πιθανότερα έψελνε ένα αργό μάντραμ,

Ώστε αυτό είναι το μυστικό του δείπνου;
Τον ξαναρώτησε ακόμα πιο θερμά, μήπως

Για αυτό το λόγο κληθήκαμε εδώ, για να
Δούμε ποιο γυαλί ακριβώς είμαστε όλοι;

Όχι κύριε, του απάντησε ο άγνωστος, όχι,
Ήταν τυχαίο, δήλωσε με φωνή λυπημένη,

ήταν απολύτως

τυχαίο,

ξαναείπε,

Τι ακριβώς ήταν τυχαίο, ρώτησε ο ναύτης,
Η θραύση του ποτηριού ή το δείπνο, δεν

είναι σαφές

από τα λεγόμενά σας,

Μήπως εμείς υπήρξαμε οι τυχαίοι, θέλετε
Πιθανώς να πείτε ότι δεν υφίστατο σχέδιο

για τον

κόσμο

αυτόν;

Όμως ο ξένος δεν του απάντησε, του είπε
Μόνο πως καλό θα ήταν να τελειώνουν με

το

δείπνο

και να σηκωθούν να φύγουν,

Όπως πράγματι και έγινε, στην πόρτα του
Μεγάρου βρισκόνταν ωστόσο μονάχα ο

εξεγερμένος με τον υποτιθέμενο θεό

ενώ είχαν αφήσει μόνον του

τον Λάμα να
κοιμάται

Ο οποίος Λάμα φάνηκε να ξυπνάει για
Μια στιγμή, παρατηρώντας ανάμεσα

λήθαργο αιώνων

και

νωχελική εγρήγορση στο τώρα

Ένα από τα σπασμένα γυαλιά το οποίο
Καθρέφτιζε τους δυο άντρες στην έξοδο

Το παρατηρούσε συνεχώς για ώρα χωρίς
Να μπορεί να καταλάβει αν έβλεπε όνειρο

ή πραγματικότητα

Οι μορφές παραμορφωμένες στο γυαλί
Φαντάζαν με τις κωμικές κινήσεις τους

Να τον καλούν σε μια ακόμα βαθύτερη
Περιοχή ενός ύπνου από τον οποίον δεν

υπήρχε

πιθανώς

αφύπνιση

Με τα μακρουλά χέρια και τους λαιμούς
Που υψώνονταν ως καμηλοπαρδάλεων

καθώς και τους

Κοντόχοντρους στρογγυλούς κορμούς
Έκαναν φανερό πως ήταν η μόνη πλέον

αλήθεια

που άξιζε

να σεβαστεί κανείς

Ο Λάμα, με θολά και αργοπορημένα
Μάτια συνέχιζε να τους παρατηρεί

Και μην ξέροντας αν ζούσε εκείνη τη στιγμή
Μέσα σε ένα όνειρό του, ή ένα όνειρο ζούσε

μες από το ίδιο του το βλέμμα,

έπεσε ξάφνου να ξανακοιμηθεί

για καλό και για κακό

Τον ίλιγγο μιας βεβαιότητας άγνωστης
Επιχειρώντας να ξαναγλυτώσει μαζί με

ολόκληρη την ανθρωπότητα

για πολλούς αιώνες ακόμα