Monday, November 30, 2015

Η ΑΛΗΣΜΟΝΗΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ





Δεν μπορέσαμε να έλθουμε τελικώς, έλεγε το
Πλήθος σύσσωμο μπροστά στο κλειστό γκισέ 

του ταμία,

Ενώ ο ίδιος ευρίσκετο μέσ' στον όχλο πετώντας
Σαίτες προς το τζάμι, όμως, παρά ταύτα, είπαμε

Να περάσουμε από 'δω για βόλτα, να δούμε τι 
Γίνεται και να σας πούμε κι ένα γειά, γειά σας, 

συνέχιζαν να λένε μπροστά

Στο κλειστό αυστηρό ύαλο που φάνταζε σα να
Σκοτείνιαζε ακόμα περισσότερον εξ αιτίας των

λεγομένων τους,

Έστω αν είθισται οι συναλλαγές να μην είναι ως
Μονόλογος αλλ' ως μονάλογος και όχι διάλογος

εξ όσων έως

Άρτι εννοούμε κι είδαμε πραγματικά μόνον τα
Πόσα και τα τόσα, κάποιος πληρώνει κάποιος

Λαμβάνει, τα υπόλοιπα είναι μάλλον σκοτεινή
Ιστορία, πιθανώς μια ιστορία που πιάνει δέκα

Χιλιάδες χρόνια κι ουδείς αναγνωρίζει περί
Του πρώτου εγκλήματος με οικεία ακρίβεια, 

κατέληξαν και 

άρχισαν 

τότε όλοι μαζί  

Να σιγομουρμουρίζουν μιαν άρια του Freischütz
Του Βέμπερ·  η δε ώρα προχωρούσε, ο ήλιος ήδη

Είχε ανατείλει κατά τις απογευματινές ώρες
Παρατύπως, όμως η νύχτα που θα επήρχετο

Κατά τα φαινόμενα δεν θα 'ταν διαφορετική
Από νύχτα·  μαύρον περίπου και όχι ακριβώς

σκοτάδι μας τυλίγει, είπαν

Ξαφνικά όλοι μαζί διακόπτοντας την άρια,
Είναι οκτώ το βράδυ και ανέτειλε ο ήλιος,

Όμως ηλίου πρόσωπον εμείς δεν βλέπουμε
Διεπίστωσαν, ιδού αναγκαζόμαστε γι' αυτό 

ν' ανάψουμε τα Φώτα

Και πράγματι κάποιος πήγε και τα άναψε, η δε
Προκύψασα φωτοχυσία εισήνεγκεν ορισμένως

Μια θέα παράξενη: τα πρόσωπά των ήταν πια
Χλωμόρατα κι ασημοφώτιστα ενώ πρωτύτερον

Με την βαθμηδόν κλιμάκωση του απογεύματος
Δεν απέβαιναν παρ' οι σκιές κι οι άνθρωποι ένα,

Τώρα θα' λεγε κανείς πως συνεμορφούντο ως
Εάν λίμνη σε γαία ορατότερη, κάνοντας πλέον

διακριτή από μόνη της

Μια σκιά που τους συνόδευε όταν περπατούσαν
Βαριεστημένοι όντες, δίχως να βαριούνται ποτέ,

Προς τούτο δε ενέμεναν ακόμα όρθιοι δίχως 
Να βαρυγκομούν ενώπιον του κλειστού γκισέ

Με τον διευθυντή πιθανώς απόντα, κανείς δεν
Ήξερε αν θα προέβαλε κάποια στιγμή από τις

εσώτερες πόρτες ή ακόμα και μέσα από το

χρηματοκιβώτιο,

Το χρηματοκιβώτιο·

Το οποίο φυσικά δεν το έβλεπε κανείς στην 
Περιορισμένη θέα που παρείχε ο διάδρομος

αναμονής,

Και με μιαν φωταψία, ισχυρή κι ασθενική μαζί
Που αν και προσέπιπτε σε όλους εφάνταζε σαν

Να φωτίζει τον καθένα ξεχωριστά,

Ως μια διάχυτη, ομολογουμένως, υποψία

γι' αυτόν συγκεκριμένα,

Χωρίς ωστόσο τούτο να σημαίνει πως θα είχε
Κάποιο λόγο το τόσον όποιον φως κάθε φορά

να παύσει πια να

φαίνει

Και τη πιο γλυκεία, απαρχής δημιουργίας,
Διαδρομή ανθρώπινης σκοτίας, να παύσει

πλέον να απολαμβάνει 

μ' ένα πρόσχημα περίπου ημερολογιακό, 

Αν και όχι σίγουρο κι αυτό·