Thursday, November 19, 2015

DARK PERSIAN BLUE



Υπήρχε ολόγυρα ένα μη γεωγραφικό τοπίο·
Παρ' όλ' αυτά ερχόταν από αρκετά μακριά

Ο αχός μιας γλώσσας καθαρά ανθρώπινης,
Που παρέπεμπε ωστόσο αναπάντεχα, ή και 

Σκανδαλωδώς 

Σε κάτι ανάμεσα Ταμίλ και Λατινικά·  υπήρχε
Ασφαλώς  ο λυόμενος στον αιώνα άνθρωπος

Που διεμοίραζε την επιστολογραφία πάνω σε
Βράχους, υπήρχε ένα ποτήρι αδειανό πάνω σ'

Ένα τραπέζι μοναχικό στην έρημο, και ακόμα,
Υπήρχε η Κόρη, χρυσόστηθη, με ένα κομμάτι

Ηλιακού πολτού στα ολόλευκα χέρια της να το
Σφενδονίζει προς πάσα κατεύθυνση στην Γαία

από το κέντρο ενός

έρημου γηπέδου·

Ήταν προφανές πως ο κόσμος βούλιαζε προς
Μιαν αθέατη οροφή, όμως κανείς δεν έπαυσε

Γι' αυτό να δουλεύει κατά την διάρκεια της
Νυκτός όπως πάντοτε, ακόμα περισσότερο

Κανείς δεν φαινόταν να έχει όρεξη να παίξει
Χόκεϋ πάνω στον πάγο, όμως τα μπαστούνια

Τα κρατούσαν όλοι, κραδαίνοντάς τα προς 
Την θάλασσα, με απειλητική πρόθεση, αλλά

Και με ένα χαμόγελο γερασμένης μάσκας στα 
Πρόσωπά τους· τελικώς, ανακοινώθηκε απ' τα 

σπασμένα μεγάφωνα πως πρόκειται για

εσπέρα,

Πράγμα, όχι και τόσον παράλογο: όντως τα
Χρώματα της Δύσης είχανε βάψει τα πάντα,

Οι μορφές προοδευτικώς συνεσκοτίζοντο ενώ
Ο ήλιος κατήρχετο σαν ανελκυστήρας του θεού 

προς τον ισόγειο όροφο 

των ανθρωπίνων ονείρων,

Κάποιος, μάλιστα, πήγε και σήκωσε το τραπέζι 
Με το αδειανό ποτήρι από την έρημο και μετά

Το έβαλε μέσα σ' ένα αεροπλάνο και πέταξε

χωρίς άλλους επιβάτες,

Το αεροπλάνο, λέει, πέταγε όλη νύχτα, χωρίς
Να ανακοινώνεται στον πιλότο ο προορισμός·

Πέταξε, όντως, πάρα πολύ ψηλά

Όχι, ότι δεν ζαλίστηκε,

Όχι, ότι φορές δεν ένοιωθε να πέφτει,

Αλλά, να, είναι που κάποτε αυτή η παλιά ιστορία
Του Ικάρου, παραείναι βαρετή 

για να επαναλαμβάνεται,  

Ιδιαίτερα όταν ο Χρόνος, αμίλητος και σκεπτικός,
Δεν επαρκεί·