Thursday, October 1, 2015

ANUPRIYA III (Η Λέμβος του Χρόνου)





Κατά την νύχτα τα νερά του Βραχμαπούτρα
Διεσάλευαν τις ιστορίες του προ-σύμπαντος

Στα χαμηλά προστατευτικά έρκη των θεών,
Προτού αυτός ο κόσμος γίνει ο κόσμος  και

Άνθρωποι οι άνθρωποι,

Και αναπροσδιορίζονταν ως υγρές φωταψίες 
Μιας εποχής που δεν επήλθε ακόμα αλλ' έρεε

σαν σελήνη επί της προκυμαίας 

των υαλοφλέκτων ερώτων·

Ουλς, του ξαναείπε, με την σχεδόν πάντα λίγο 
Πιο πάνω απ' τον ψίθυρο μελωδική φωνή της,

Σαν θεά του ονείρου στις εσπερινές επαύλεις
Του γαλαξία, Ουλς, αυτός ο κόσμος είναι μια

Μωβ ιαχή στο σκότος: εκείνος που την ακούει
Εκείνος που θα τη θυμηθεί, δεν ημπορεί πλέον

ν' ακούει τις ολανθρώπινες φωνές

Στις πόλεις, όταν σπάνε στα δύο για να πουν
Suprabhāta στους ταξιδιώτες· δεν είναι παρ'

Ένα, πάντοτε, ίδιο το ταξίδι σε αυτή την ζωή, 
Καλκούτα-Ντάκα-Γκουγουαχάτι και κατά τη

διαδρομή,

Συναντάς συχνά τον ίδιο επαίτη στις βόρειες
Επιγραφές του Άσσαμ, είναι ο κόσμος, Ουλς,

Είναι μια μαγεία γρήγορη ή καθυστερημένη
Για τον καθένα, η οποία όμως δεν ξορκίζεται

ει μη με

Την αποδοχή της,

Ότι δεν είναι πάντα οι θεοί που ορίζουν εδώ 
Κάτω πεπρωμένα, διαδρομές και τις φωλέες

Αλλά, κάποτε, αρκεί ένα χαμόγελο του νου
Για να ανοίξει τις πύλες της Κάλι προς όλα

Τα άδυτα της αστραίας νύχτας των εννοιών·

Του έλεγε, και κοίταζε προς τις όχθες του
Ποταμού, όπου η σιωπηλή καλαμοσκεπή

Μιας εγκαταλελειμμένης βάρκας, έδειχνε
Ως το σπασμένο ρολόι κάθε γεγονότος απ'

αρχής του κόσμου·

Υπάρχει, της απάντησε τότε αυτός,

ένα 

Φημισμένο τέρας στη μυθολογία των Ελλήνων,
Η Ύδρα· όταν της έκοβες ένα κεφάλι, τότε δύο

φύτρωναν στην θέση του,

Τελικώς, το μυστικό ήταν απλό: ο πυρσός δεν
Θα μπορούσε να κρατάει, έτσι κι αλλιώς, κάτι

για τον εαυτό του

ει μη τον ίδιο τον χαμό αυτού που καίει,

Ότ' είναι αδύνατον να νικηθεί κάποιος όταν δεν 
Κάνει περιουσία του την νίκη,  και είναι τριπλά

Αδύνατον αυτός ο κόσμος να σε θρέψει τυφλά
Σα χοιρίδιο σε κάποιο στρατόπεδο της μοίρας, 

Όταν, πολύ απλά, δεν είσαι του κόσμου τούτου,
Όταν, ακόμα πιο απλά, είσαι ο ξένος με ό,τι δή,

Όταν οι νύχτες και οι μέρες περνούνε πάνω σου
Σαν το λίκνο μιας εποχής που μέλλεται ακόμα να

έλθει στα ανθρώπινα ωσάν

ιωβηλαίο της ψυχής στα λιμάνια της μορφής,

Και

Γυρίζοντας τότε την κεφαλή προς τ' ανατολικά
Της ζωής θα δεις έναν ολόκληρο κόσμο μέσ' σε

λαμπρές, φωτεινές στάχτες,

Και ανάμεσά τους, μια νέα πόλη, να κοιμάται
Ακόμη σαν όραμα στο μέγα Στρείδι του Χάους· 

Της είπε, και κοιτάχτηκαν στα μάτια σχεδόν
Σαν θηρία που 'θελαν ν' αλληλοβροχθιστούν

σε γιορτή μιας σάρκινης λήθης επί μακρόν· 

Η κορμοστασιά της, ώριζε μια λεία πρόσοψη
Ενός παραδείσου, που όμως ό, τι τον δείκνυε

πραγματικά ανθρώπινο,

ό,τι του προσέδιδε ανεκτίμητη αξία

Ήταν το προφανέστερα διαφορετικό· όχι μόνο
Σε σχέση με κάθε ουράνιο παράδεισο, αλλά και 

με κάθε άλλη χαρμόσυνη μορφεκτασία γαίας·

Μια διαφορά, σε κάθε περίπτωση, που από
Μόνη της τόσες φορές αρκεί για να λάμψει,

όχι όμως στα ίδια πάντα και ανάλλακτα

πολύφωτα σκοτάδια του κόσμου αυτού·