Thursday, October 8, 2015

ANUPRIYA IV (Φώτα Ποιήματος)





Οι δρόμοι του Γκουγουαχάτι ήτανε πλήρεις
Απ' απέραντους κυματισμούς φώτων, σκιών

και ανθρώπων, καθώς

συνέρεαν ομού προς 

ένα εορτάζον πουθενά της Ιστορίας:

Τα πλήθη πηγαινοέρχονταν ως εάν τα είχε
Παρατήσει κάποιος σε μιαν αέναη κίνηση,

Ως εάν μην μπορούσαν ει μη να φεύγουν
Συνεχώς από τους εαυτούς τους ώστε να

Τους βρουν κάποτε άθικτους στην τυφλή
Προκυμαία των επιθυμιών, προς όλες τις

Γωνίες ενός αθώα πολύγλωσσου ορίζοντα
Που άνθιζε ήδη στις κατακόρυφες στιγμές

του έρωτα προς την ζωή·

Υπήρχαν μέσα στις βροχές των βημάτων
Άνθρωποι που ήταν ιεροί όπως ο κύκλος

Που δεν σχεδιάστηκε από καμμιά κιμωλία,
Όπως η νύχτα που ποτέ δεν προσετέθη για

να υπάρξει,

όπως ακόμα,

Το φως των ματιών που φωτίζει ολόκληρο
Τον άνθρωπο με τρόπο τέτοιο, που ακόμα

Και δέκα γαλαξιακοί ήλιοι θ' αδυνατούσαν
Να το κάνουν με την ίδια επιτυχία· ήταν η

Στιγμή πάνω απ' όλα ενός παράξενου χάους 
Στον κόσμο, που συχνά προσπερνούσε τους 

κατοίκους της γαίας

Χάριν μιας αναπαυτικότερης λησμονιάς,
Μια τρομαγμένη εποχή που εκτόξευε με

Δριμύ τρόπο τους φελλούς απ' τις φιάλες
Της ουτοποσίας και τους έθετε σε τροχιά

Γύρω από την σιωπηλώς βαρυγκομούσα
Γαία· ήταν ακόμα ένα διαρκές απόγευμα

Στην θλίψη των αυτοκινητοδρόμων και 
Μια πρωία στους ζωηρούς αερολιμένες:

Ένα κενό του χρόνου, φτιαγμένο όχι για 
Πλήρωση αλλά για άλμα, εκείνος που θα

Το αποπειράτο, κατά μία έννοια το 'χε
Ήδη κάνει, αλλιώς δεν θα το είχε ποτέ

κατανοήσει σε

Μιαν ολόκληρη εποχή τελουμένη συνεχώς
Εκ των υστέρων, όσον το Μέλλον δεν ήταν

Πια παρά ένας εορταστικός αυτοοικτιρμός 
Των ακόμα σώων σε μιαν εκκενωμένη σάλα 

υποδοχής,

ή

Μια λέμβος που έγερνε σαν το ηλιοβασίλεμα
Αφήνοντας μια σπασμένη πρoπέλα στο βυθό,

όμως,

Στα ύδατα ερυθροτέρων κοραλλιογενών
Ευτοπιών, τόσον αγνώστων ακόμα στην

βουλητική βουλιμία των ανθρώπων·

Στο δε διεθνές αεροδρόμιο 

Lokpriya Gopinath Bordoloi, τ' αεροπλάνα
Κατέφθαναν όπως πάντοτε απ' το πουθενά

προς ένα κάπου,

Σαν φωτεινότερες νύξεις των ερώτων αυτού
Του κόσμου έναντι μιας ωρολογιακής νυκτός

που καλύπτει τα πάντα,

ή σαν τα ιπτάμενα άνθη 

ενός αεροκήπου, 

Ό,τι, δηλαδή, ήταν ανέκαθεν η ζωή και το εόν
Που επιφέρει, αλλά τώρα, ίσως περισσότερον, 

περίπου 

Ωσάν ένα ποτήρι που γεμίζει συνεχώς νερό 
Επί αιώνες και αιώνες στο κόσμο για να μην

ξεχειλίζει αλλού

παρά μέσα σε ένα σφιχταγκάλιασμα·