Monday, September 28, 2015

Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ




Η εποχή δεν ώριζε παρά μια ατέλειωτη
Νυκτομανία των Τυρρηνών στα αχανή

Εργοτάξια της διανοητικής σκλαβιάς ενώ
Πέρα στον ορίζοντα ένα σφουγγάρι-ήλιος 

Διέπινε καθημερινώς το κίτρινο αίμα που
Αναδιέρεε απ' τα υψοφοβικά ανθρώπινα

λόγια

Στην κατάμεστη έρημο του κόσμου·

Ήταν πρωί, ήταν μεσημέρι, ήταν εσπέρα
Και νύχτα, όμως η πόλη ενέμενε κλειστή

σαν ουρανός,

Στα δε στρατόπεδα της μνήμης υπήρχε 
Πλέον μόνο ένα φανάρι για να ρυθμίζει

την κυκλοφορία,

προ πολλού σπασμένο,

Και ολοένα περισσότερα πλήθη έγραφαν
Σαν τρελλά από το πρωί ως το βράδυ την

Ιστορία της δικής τους ζωής, χωρίς  να το
Καταλαβαίνουν πάντοτε, και γεμίζαν τους

Δρόμους της πόλεως με πεταμένα μπρελόκ 
Χωρίς κλειδιά, ενώ οι Βάκχες, λυτές ιέρειες

του ονείρου, 

Μακριά 'π' την υπερκινητική κατατονία των
Καιρών, έπαιζαν ντόμινο με τη φωτιά χωρίς

να καίγονται,

ακόμα και όταν καταφλέγονταν,

Οι περισσότεροι ωστόσο οπισθοχωρούσαν
Σε μιαν εστιακή προϊστορική φωτιά εντός

Κητώδους σπηλαίου που απλωνόταν έως
Εκεί που μάτι ανθρώπου δε θα τολμούσε

ίσως

να φθάσει ποτέ,

Φωτιά που δεν θα μπορούσε παρά ν' απειλεί
Αυτούς τους ίδιους, εφ' όσον δεν ομιλούσαν

Κάποια από τις πυρηνώδεις διαλέκτους της 
Γαίας, επομένως δεν θα 'χε σοβαρό λόγο να

Μην κάψει ό,τι δεν ήταν ο εαυτός της, έστω
Και αν εντοπιζόταν μόνο εν λόγω ανθρώπου,

Αλλά εκείνος ευρισκόταν ήδη σε ένα τζιπ 
Στην έρημο και σε λίγο έμπαινε στη πόλη:

Δεν τον τραβούσε αυτή η πόλη-φάντασμα,
Δεν τον ενδιέφερε να εξουσιάσει μέσα σε

ένα πένθος που φαίνετο μόνιμο σ' αυτήν,

όμως ήταν στον δρόμο του·

Διόνυσο, τον αποκάλεσαν· υιός του Διός και
Της Σεμέλης, ο πιο αναπάντεχος επισκέπτης

Που θα προέκυπτε στο κρεσέντο του χρόνου,
Μονίμως εορτάζων, ο λυσεύς, o μεσσίας, ο 

όντως ων,

Εξεδίωξε τους λυκουργούντες των Θηβών,
Καθάρισε την πόλη από τις συμμορίες και

Τα αστεία ρεμάλια που την λυμαίνονταν,
Τους εξεδίωξε πάνω απ' όλα μέσα σε ένα

πανδαιμόνιο μη ιστορικού χρόνου, 

Όσον λίγο πιο πέρα επιτελείτο η φερoμένη 
Ως Ιστορία με την ίδια αρχαιόθεν σκόνη να 

επικαλύπτει 

το αστρόφωτο έρκος της ομιλίας,

και

Με τους ανθρώπους να υψώνουν αδιάκοπα,
Πελώρια ανθρωποβόρα τοτέμ που έκρυβαν 

από την θέα 

την αιώνια πρόσοψη του παραδείσου,

Όμως,

Πάντα κάποιος σε αυτή την γη βρίσκει τον
Εαυτό του, και ένας άλλος τονε χάνει, αλλά

το αποτέλεσμα παραμένει ίδιο:

Μια ταλαιπωρημένη, σκεπτική υδρογαία σε 
Τροχιά γύρω από  αδυσώπητα ανέκφραστο 

ήλιο,

Μην έχοντας ακόμα κάτι καλύτερο να κάνει
Απ' το να περιστρέφεται σαν σβούρα λύπης

μέσα σε μια όαση υποσχετικής ερημιάς·



__________________________________________________________
ΥΓ. Ήθελα από πολύ καιρό να γράψω ένα ποίημα για τον πιο "σκοτεινό", αινιγματικό θεό της Ελληνικής Μυθολογίας. Επιφυλάσσομαι και για ένα εκτενές κείμενο δοκιμιακής μορφής, όταν θα έχω χρόνο. Βέβαια, άλλες οι αφετηρίες και διεκτάσεις της ποίησης και άλλες εκείνες του καθαρού, δοκιμιακού τύπου, στοχασμού. Εν καιρώ λοιπόν.