Sunday, June 28, 2015

Η ΕΚΚΙΝΗΣΗ



Τα βράδια η πολιτεία αναφωταγωγείτο
Αίφνης από εφεδρικό ήλιο, ήλιο νυκτός

Που λες και κάποιος τον στερέωσε εκεί
Όχι με το σφυρί και τα καρφιά όπως τον 

φυσικό ήλιο της ημέρας,

αλλά με υπεραστρικές ζελατίνες,

Ενώ στους δρόμους της η φωτιά το ίδιο
Προϊστορική, επιβλητική και αειμνήμων

Κατέκαιγε τα σκουπίδια στα μυαλά των
Ανθρώπων που έπαυαν να ομιλούν όπως

Κατά την διάρκεια της ημέρας· για λίγες
Ώρες καθίσταντο πλέον άλλοι άνθρωποι

Ενώ οι προσωπικές διάλεκτοί τους κατά 
Τις συνομιλίες και τις συνδιαλλαγές τους

Παρέπεμπαν σε μιαν ορφική πανδαισία
Θεϊκών χρωμάτων και αποχρώσεων, τα

Οποία αδυνατούσαν να αντιληφθούν με
Την παρουσία του φυσικού, γαλαξιακού

ηλίου·

Υπήρχαν προτομές, αγάλματα και σκάλες
Σχοινένιες στο κεντρικό πάρκο της πόλης, 

Υπήρχαν ακόμα ερωτευμένα ζευγάρια από 
Την εποχή των Ετρούσκων που χωρίς να το

Ξέρουν είχανε διεμβεί τις πύλες του χρόνου
Προς την ολονυκτία της πολιτείας· ό,τι όμως

Αδυνατούσε πλέον να κλέψει την παράσταση 
Ήταν ένας τεράστιος πύθωνας στην άκρη του

πάρκου,

Που επιχειρούσε ματαίως κατά τη διάρκεια
Της νυκτός να σέρνεται το ίδιο βαρύς σα να

ήταν 

ημέρα·

Σέρτσο, 

Φώναζαν στον πύθωνα από δίπλα τα αγάλματα
Με γουρλωμένα μάτια, δεν σε καταλαβαίνουμε

πια, ματαίως επιμένεις,

Σίγουρα είσαι τρελλός σαν πεταμένο όστρακο
Στις λίμνες της Χαναάν, ή κάποιος ξεχασμένος 

Γαλαξίας με μορφή φιδιού που ερωτεύτηκε τη
Γη, όμως Σέρτσο, ιδού οι άνθρωποι υπάρχουνε,

ας είναι και για λίγες ώρες μόνο, 

Ας είναι μόνο ώσπου να 'ρθει η αυγή και να τους
Βρει ξανά τυφλούς από το φως, του έλεγαν, ενώ 

από

Τις σχοινένιες σκάλες ολοένα κατεβαίναν προς
Τα κάτω τα πτηνά, τα οποία μόλις έφθαναν στο 

έδαφος 

Μεταμορφώνονταν σε λέξεις που ομιλούσαν κατ'
Εκείνες τις νύκτες όλοι οι κάτοικοι της πολιτείας,

Σ' αυτές τις μαγικές και απομαγεμένες νύκτες 
Όπου τα πάντα ήταν κλειστά: μαγαζιά, καφέ,

κινηματογράφοι, ρεστωράν και τα λοιπά,

σαν να ήταν κλειστά απαρχής κόσμου,

Ενώ οι άνθρωποι ήταν τοσούτον απησχολημένοι 
Με την αίγλη της λαμπερής νυκτός που δεν τους 

ένοιαζε πια καμμία

έξοδος,

Και μ' ένα στριφογυριστό φως στο κεφάλι τους
Μονίμως ανοιχτό σαν ερυθρό περιπολικό στόμα

Να τους ειδοποιεί βαριεστημένα και αδιάφορα
Όχι κατ' ανάγκην για το σκοτάδι που 'μελλε να

σκορπίσει ξανά στην γαία 

ο πρωινός ήλιος·

Και 

Με τη πελώρια απλωμένη σκιά ενός φιδιού  
Στον κατακόκκινο ατμώδη ορίζοντα

ν' αναμένει σε σειρά προτεραιότητας·

Μόνο του πάντως, 

με τίποτ' άλλο δίπλα του·