Friday, June 12, 2015

ΩΡΟΛΟΓΙΟΝ




Κατά το θαμπό ανήλιο μεσημέρι του μηνός
Ελαφηβολιώνος η Γαία τρέκλιζ' επικίνδυνα 

Στον μεσοαστρικό χώρο, ενώ οι άνθρωποι
Ήταν βυθισμένοι στα τρελλά όνειρά τους

όπως πάντοτε·

Στην δε μεγάλη πλατεία του μικρού χωριού
Το θρυλούμενο πλήθος επιχειρούσε να ιδεί

Το πλοίο που θα 'ρχόταν απ' τα βουνά με τα
Καινούργια εμπορεύματα· θα αγοράσουμε,

έλεγαν 

και περίμεναν όχι υπομονετικά,

Καθώς 

Διαπληκτίζονταν ανελλιπώς μεταξύ τους
Φέροντας ως δικαιολογία το ότι η νύχτα  

δεν είχε έλθει ακόμα·

Ήταν προφανές ότι το 'χαν χάσει· μιλούσαν
Σπασμωδικά, με σύντομες οκνηρές φράσεις

Και 

Με μικρά μεσοδιαστήματα σιωπής ανάμεσα
Σ' αυτές σαν να προσπαθούσαν να θυμηθούν

Ποιοι δεν ήταν ακόμη·

Δεν υπήρχαν σκεπτικά, επιχειρήματα και οι
Καταδείξεις τους, μιλούσαν όλοι μαζί ως εάν

Ήταν μια θάλασσα χωρίς ακτές πουθενά· θα
Ζήσουμε, έλεγαν, και δεν το κουνούσαν από

Την θέση τους,

Ζήτω η ζωή, ξανάλεγαν, και έστελναν τους
Βατραχανθρώπους στα βουνά να δούνε αν


έρχεται το πλοίο με τα εμπορεύματα·

Συνεμοχλεύοντο σε μια πλήρη, γενικευμένη 
Ασυνεννοησία και σε απανωτές διεμπλοκές 

ονείρων,

Ενώ 

Στην κεντρική πλατεία του μικρού χωριού 
Το Δένδρο τους παρακολουθούσε τακτικά 

Με ένα τρομαχτικό βλέμμα στο φύλλωμά του
Σαν να τους έβλεπε από παντού και πάντα το 

ίδιο το

σύμπαν,

Α, πρόκειται για ένα Δένδρο, δήλωσαν αμέσως
Με βαριεστημένη καχυποψία και βαρειά χαρά, 

Επιτέλους, ρίξτε κάτι πάνω του για να το δούμε, 
Είπαν αίφνης, μα δεν μπορούσαν πια ούτ' αυτό

να κάνουν,

Ρίξτε κάτι πάνω του για να το δούμε, ξαναείπαν,
Και συνεχίσαν να μην ακούνε ούτε τα δικά τους 

λόγια,

Δεν έχει σημασία αν ήταν τρελλοί, δεν θα είχε
Καν σημασία αν δεν ήταν·

Από την άλλη όμως,

Δεν ήταν και σίγουρο πως θα' ταν ικανοί
N' ανταλλάξουν κάτι μεταξύ τους

έστω και αν τα εμπορεύματα 

δεν είχαν φανεί·