Friday, March 28, 2014

ΤΑ ΦΩΤΕΙΝΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, Γ΄



Ήτανε μια εποχή στον κόσμο μάλλον περιττή
Το νέο δεν είχε κυριαρχήσει ακόμα ενώ το δη

Παλαιό δεν ήταν παρά η ερειπωμένη πρόσοψη
Ενός κτίσματος που πλέον δεν υπήρχε· είχε την

Σαφή επίγνωση πως το πλείστον των ποιητών
Του καιρού του δεν ήταν παρά όχλος με δίχως

Κεφαλές· μια ακατέργαστη μάζα ψυχών η πού
Παραμιλούσε στο πληθυντικό περιθώριο ενός

Meisterschaft που μήποτε θα μπορούσε να το
Προσεταιριστεί, μηδεπώς να εννοήσει τι είναι·

Ποίηση μαζική ενός χρόνου που ούτε ήρχετο
Ούτε μετέβαινε, ενώ από παντού ηκούγετο ο

Ήχος ενός τρελλού εννοιοκαταρράκτη πίσω
Από τ' ολοδιάφανο παραπέτασμα του Είναι· 

Κατά δ' εκείνο το απόγευμα έπαιζε σκάκι 

εωσπού

Αντελήφθη την ορατότητα ανεωγμένη επί της
Οροφής της λέσχης· εκ των δ' ένδον αυτής δεν

Προέβαλε άλλο τι ει μη μια Φωτιά και ολόγυρά
Της χορεύανε οι σκέψεις του, ενώ εκ των πλέον

Βαθυτάτων εγκάτων χανότανε σε μια γαλακτική
Στοά μια μεγάλη σήραγγα του Χρόνου εντός της 

οποίας

Έφαιναν παρατεταγμένα εν σειρά ομοιώματα
Της Υδρογείου Σφαίρας που αντιστοιχούσανε

Και σε έναν Αιώνα· το δε δάπεδο της σήραγγας
Ωμοίαζε ως αδαμάντινος διάδρομος που 'φαινε

Ένα λαμπρό κοκκινωπό φως ως εάν ο κόσμος
Ευρίσκετο διαρκώς σε μια διαδικασία Γένεσης

Ενώ από δεξιά και αριστερά κυκλοφορούσαν
Και ωμιλούσαν τα πλήθη στις εποχές εν είδει 

Ζωντανών τοιχογραφιών·

Αργότερα δε καταβαίνοντας τις κυλιόμενες
Σκάλες του Μετρό του οποίου την μυστική

Αίσθηση και την μητροπολιτική αναφάνεια
Αγαπούσε πολλώς, παρετήρησε προσεχτικά

Τους ανθρώπους που πηγαίναν και έρχονταν
Σχεδόν αυτοματικά ωσεί διυπνωτισμένοι στο

Χρόνο, με βήμα κατά κανόνα γοργό και με το
Βλέμμα να επακολουθεί με έλξη ωσεί κοχλίου

Μια κεντρική στο σύμπαν Καρδία του Ονείρου
Που κατ' εκείνη την στιγμή εφάνταζε στα δικά

Του μάτια ως το αειπάλλον πολυπλόκαμο σώμα
Μιας Λερναίας Ύδρας που ξερνούσε φωτιές σε

Κάθε γωνιά της Γαίας· οι άνθρωποι, σκέφτηκε,
Είναι ονειροπόλα πλάσματα και δεν αγαπούνε

Ιδιαίτερα την δράση και τούτο είναι συνήθως
Το πολυάκριβο μυστικό της κακοτυχίας τους,

Μηδ' άλλο 'σαύτως ει ο μεσμερισμός του Χρόνου
Σε πολύ αδύναμα μάτια και ελλειπτικές θελήσεις,

Και ποιος ο εσώτερος Λέων των Εποχών

Μέλλει τούτο να μην περιπίπτει στην αντίληψη 
Όσων μήποτε ζουν στο Χρόνο αλλ' είν' ο Χρόνος

που τους ζει,

Και ποιος κάθε φορά ο προκύπτων εκ του όλου
Αναπαλμού των τειχών των λέξεων, τούτο ήταν

Μια γραφή τρισάγνωστη για τους πολλούς που
Συνήθισαν αμαχητί αλήθεια τόσο να παρατούν

Τα αντίτυπα του εαυτού τους στο ομιλούν χάος
Συγκαταρρέοντας με πληθυσμικές εικόνες μιας

αιέν παραπλεύρου ζωής

Ως εάν πλάκες του ντόμινο εις το προσεπανιδείν 
Μιας φυλακής κτισμένης από λόγο ανέξοδο και

τετριμμένα όνειρα 

με δίχως ωστόσο πυρκαγιά στο Είναι· 

Μα είναι πάντα που μια νύχτα γυμνή στη ψυχή
Κατωθεί τον περιπλανώμενο Οδυσσέα ως αυτή

Την πολύβουη, κοσμοπλημμυρισμένη ερημιά
Της νήσου Ωγυγίης και την φωτεινή καλλονή 

της νύμφης Καλυψούς,

ενώ από μακριά αχνίζαν ακόμα 

Προς τον ουρανό τα ερείπια της βαρβαρικής
Επικράτειας των Κικόνων· έκτοτε οι Κίκονες

Εναπομείναντες μετεμορφώθησαν σε θαμπές
Εικόνες μιας παγκόσμιας ψηφιακής α-λογίας

Και τρεκλίζανε την ολίγη ψυχή τους μέσ' από
Μονόφθαλμες κυκλώπειες οθόνες κτείνοντας

Δίχως αιδώ εδώ και τώρα την ώρα τους

και την ζωή τους·

Σκεφτόταν και άκουσ' αίφνης από το κινητό του
Τηλέφωνο την φωνή της Ίλγνα να του λέει πόσο

είχε όρεξη για βραδινή βόλτα

κι ένα υπεραστρικό ρεστωράν

Αφού περνούσε να την πάρει από το ιατρείο της
Πρώτα· και νόμισε για μια στιγμή πως ο πλήρης 

Κόσμος κατέστη διακριτώς πιο γλυκύς όσον ένα
Ντούο πνευστών του Wilhelm Friedemann Bach

Τον οποίον, και από όλους τους γιους του Bach,
Ακόμη και από τον εκχυμόηχο ζωηραιμοφάντη 

Carl Philipp Emanuel,

Συχνά προτιμούσε περισσότερο για τις κοφτές
Αδρές γραμμές του basso continuo του και την

Παραδόξως κάπως απειλητική σιγαλή φωτιά των Συγχορδιών του που προμηνύαν μια καλαίσθητη

Μεταμπαρόκ αποσύνθεση ενός προδημοκράτη
Αιώνα ολίγον πριν λαμπαδιάσει στην Βαστίλλη·

Εν τέλει, τι είναι ο κόσμος, σκέφτηκε, μην άλλο
Παρεκτός μια νωπογραφία του Λόγου, όπου τα

Χρώματά του δεν συνιστούν παρά μια Φυγή του
Πραγματικού στις κατωφέρειες της Περιπέτειας

Μια αλύγιστη περηφάνεια του Είναι, που εν τω
Μέσω εκείνης της υλακτούσης Ιστορίας ίσταται

παρ'όλ' αυτά κατενώπιον αγνώστου ακόμα θεού

ευτυχώς δε,

Ακόμη ως Μυστήριο κι όχι ως χυδαιόρροια ενός
Συνταγογραφούμενου μέλλοντος· ότι η Αλήθεια

είναι ενικός ορυμαγδός

και όχι δημαγωγούμενη θλίψη

Κι όσες αλήθειες αφορούν τους πολλούς δεν 
Είναι παρ' οι φαιδροτυπίες των αιεί ευσεβών 

παθών

Αλλά μηδέποτε υπαρκτών προκεχωρημένων
Πυρών σε μετωπιαίες διελεύσεις του όντως

Ελευθέρου στίχου κι όχι του δουλόφρονος
Των απανταχού σκ/λαβωμένων της εποχής 

τους,

είπε  απ' εντός του

και άνοιξε την πόρτα να βγει έξω·

Κοντοστάθηκε για μια στιγμή κοιτώντας
Τα νυκτερινά Φώτα της Γαίας, που τονε

Καραδοκούσανε σιωπηλά περιμένοντας
Την επόμενη κίνησή του· όμως δεν ήταν 

"έξω" του εκείνα τα φώτα,

ποτέ δεν ήταν·

Ό,τι 

Κάνει η ποίηση εξ άλλου δεν είναι παρά 
Να γυρίζει με το γάντι, τα μέσα έξω στο 

γάντι 

της ορατότητας του κόσμου

Θρασύτατα πεταμένου ενώπιον της
Άλλης, φωσφόρων καθαρών υάλων 

και χρυσέων μήλων

υπομονετικής Αλήθειας·