Monday, January 6, 2014

ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ


Οι νύχτες σ' αυτήν την Πόλη είναι σαν
Μια φυγή σ' ένα εορταστικό πουθενά, 

Οδυσσέα,

και εσύ

Προτρέπεις ακόμα τον νου σου να λύει ως 
Εάν ήτανε σκακιστική σπουδή, αυτόν τον

γόρδειο κόσμο

Σε έννοιες αντικρυστές ώσπερ καθρέπτες
Ενώπιον καθρεπτών εωσπού να λάμψουν

Σε μιαν ουροβόρο προοπτική πέραν πάσης
Γεωμετρίας των αιεί φυγοπόνων σημασιών

Πέραν ακόμα του ει δεδηλωμένου ερέβους
Της Λογικής ότε κάποτε αυτή αποσύρει τη

Μάσκα της,

Και 

Δείχνει ως αυτό που αληθώς υποψιάζονται
Οι άνθρωποι σπάνια: τίποτ' άλλο παρά μια 

μαγεία,

Ο αναπαλμός μιας ύλης που δεν είναι παρά
Μια λέξη - μάσκα, και αυτή να λέγεται  στο 

Βάθος του Κήπου ερατεινού των Εσπερίδων
Και άλλο μην ορίζοντας παρ' έν' ολοδιάφανο

Παραπέτασμα στην ύπαρξη, Οδυσσέα· από
Εδώ εάν κοιτάξεις είναι ο κόσμος μας, όμως

Από την άλλη πλευρά, δεν θα δεις παρά 
Αυτόν τον ίδιο κόσμο, απαράλλακτο και

Σε αιφνίδια καθομοίωση με κάτι ωστόσο
Πλέον να 'χει αλλάξει, και αυτό δεν είναι

Μηδέ τα φώτα των πόλεων, μηδέ ακόμη
Η λευκή στίλβουσα σαρξ των θηλέων μα

Ο νους του τυχοδιώκτη, και ιδού εγώ σου
Μηνύω πως τα όσα μα όσα χιλιόμετρα κι

Αν διανύσεις είτε στην άσφαλτο είτε στο
Μυαλό σου, όσο έξυπνος και αν είσαι και

Σε αυτό που κάνεις δεν σε φθάνει κανείς,
Όσο ακόμα κι αν συνηθίζεις να χαίρεσαι 

την ζωή 

στο

Σφριγηλό κορμό της νεαρής γυναικός, τη
Θλίψη ωστόσο που 'χεις στην καρδιά από

Τότε που' φυγες, δεν πρόκειται σ' αυτόν
Το κόσμο να τηνε λύσεις, ότι μήδ' εκ του

Πηλού αυτή η θλίψη, μηδαμώς ανήκουσα 
Σε αυτήν την ζωή και εξ άλλων ανθρώπων

Μήποτε προκύψασα, αλλ' εκ των δ' άνω
Μόνον έρχεται, Οδυσσέα, επείδηπώς δεν

Είναι παρ' ό,τί κεί πάνω άφησες να χαίνει
Μείζον ακόρεστο κενό, τοσούτον παλαιόν 

Στην εφ όλως διαμαντένια οροφή της Εδέμ
Και τοσούτον νέον κάθε φορά 'πό την Ζωή

Ότε αυτή συμπαρασύρει στον κρατήρα της
Κάθε πνοή θνητού και δέος της ηδονήσεως 

πέριξ αυτής·

Και είναι ακόμη ό,τι συνηθίσαμε 'ξ αρχής
Των έλξεων των λέξεων ν' αποκαλούμε ως

άβυσσον και σκότος 

εδώ

Σ' αυτό το θορυβώδες θέατρο της Γαίας·

Του έλεγε η γλαυκώπις οπτασία στην άκρη
Του χρόνου ενώ από δεξιά κι απ' αριστερά

περιδιαχέοντο

Σε αστραποβολή φωτός οι πολιτείες της γης
Φαίνουσες με ασυνήθιστη δύναμη στο μέσο

Του κοσμικού διαστήματος, 

Και όμως, λέγω, επιζεί στην ανθρώπινη ψυχή,  
Συνέχιζε να του ιστορεί η Σκιά ενώ ο ίδιος πια

ήτανε και δεν ήταν ο ίδιος,

Σαν μια φωτιά που θρυλική κυμαίνεται και
Αθέατη σ' ένα μακρόσυρτο πλήθος που 'χει

Υπνωτισθεί από τον Λόγο αρχαιόθεν και εκ
Του Λόγου μέλλεται να αφυπνισθεί, σαν έν

το

Κέλυφος φωτός που αργά εκκολάπτεται από
Τις χρυσομέλαινες του Χρόνου πτέρυγες στη

Νυκτερινή του πτήση με τα φώτα των θεών
Ανοιχτά ωσειδέ προβολείς να φωτίζουνε την

Πάσα γαία και πάσα ομιλία επ' αυτής, όμως
Η Ιθάκη κυοβολείται σαν σκιά επί κραταιά

Την

Νοσταλγία των ζώντων μοναχά για τ' ώδε
Παρόν, Οδυσσέα, κι όπως οι των ποταμών 

όχθες 

ει

Μη σπάνια καθεδρεύουν στο μυαλό και την
Ψυχή του ταξιδιώτη ούτως κι εσύ εχαίρεσαι

Χαίρεσαι την σμίλη και το πηλό στο φως
Όμως οσαύτως δεν θα 'ταν δυνατόν μιαν

Αιώνια ζωή με αυτά να φτιάξεις παρά μόνο
Το εκμαγείο της στον Λόγο, τουτέστιν, κάθε

Φορά τα χιλιόμετρα σε νου και άσφαλτο θ'
Αναζητούνε την αυγή των εγειρομένων εκ

Τρωικής της τάφρου, όπου δ' ακόμη ο ιερός
Αχιλλεύς μάχεται να απαλλαγεί από τη σκιά

του Άδη,

Όπου ο Άδης, λέγω σου επιπλέον, δεν είναι
Παρά μονάχα τα καμαρίνια των ηθοποιών

όταν αλλάζουνε κοστούμια

σ' ένα έργο στο πού μετέχουν όλοι

αλλά μηδείς ακόμα υπαρκτός,

Όμως ιδού ταχέως το βασίλειο του Ζηνός 
Μέλλει να εκχωρηθεί σε ακάθεκτη ισχύν

και

στιγμιαία 

Ότι ο κόσμος αυτός δεν θα λυθεί στον χρόνο
Αλλά μονομιάς σε μι' αστραπή επεί τα πάντα 

υπήρξανε

'ξ αρχής και φωτοβόλησαν στην θέα ορατή
Κατά τον πλήρη χρόνο απ' άκρη σ' άκρη του

σε μιαν ανείπωτη στιγμή και μόνο, 

Οδυσσέα,

σε μια στιγμή μονάχα,

Είπε η γλαυκώπις μορφή κι εξαφανίστηκε 
Απ' εμπρός του όπως εξαίφνης προεβλήθη

Και εκείνος προχωρούσε κατά το μέσον 
Μιας παγκόσμιας Γαί-φύρας ορώντας τι

ουδέν αριστερά και δεξιά του

μην ακούγοντας τίποτα και κανέναν,

Παρά επιτελούμενος και επιτελώντας
Νόστον γλυκεία και των ετών επίμονη

σε μιαν ευ θεία ευθεία·