Tuesday, December 31, 2013

J.S.BACH: Concerto for Two Harpsichords In C Minor (transcribed for two pianos), BWV 1062, by Khatia & Gvantsa Buniatishvili




Εύχομαι σε όλους τους αναγνώστες και αναγνώστριες του THE RETURN blog ό,τι καλύτερο για το νέο έτος, υγεία, δημιουργία και προσωπική ευτυχία. 

Στο video άνω μπορείτε να παρακολουθήσετε την Γεωργιανή πιανίστρια Khatia Buniatishvili μαζί με την αδελφή της, επίσης πιανίστρια, Gvantsa Buniatishvili, σε μια παρουσίαση του Concerto for Two Harpsichords and Orchestra, BWV 1062 του Johann Sebastian Bach, (εδώ σε μεταγραφή για δύο πιάνα) στο Salle Pleyel του Παρισιού, κατά το απερχόμενο έτος. Την Ορχήστρα Δωματίου της Λωζάνης διευθύνει ο Andy Sommer.
Η Khatia Buniatishvili γεννήθηκε τον Ιούνιο του 1987, και θεωρείται, όχι αδικαιολόγητα, ως μία από τις πλέον ελπιδοφόρες πιανίστριες της νέας γενιάς. 
Πρόκειται μάλλον για μια τυπική περίπτωση "child prodigy" μιας και  στην ηλικία των 6 ετών παρουσίασε ενώπιον κοινού το πρώτο κονσέρτο της  για πιάνο με την συνοδεία της  Ορχήστρας Δωματίου του Tbilisi και από ηλικία 10 ετών και εφεξής παρουσίασε αρκετά κονσέρτα για πιάνο σε διάφορες χώρες ανά την υδρόγειο. 
Σπούδασε στο Tbilisi State Conservatory της Γεωργίας, ζει μόνιμα στο Παρίσι και είναι θαυμάστρια του μεγάλου συνθέτη και ερμηνευτή του πιάνου, Sergei Rachmaninoff.

Το συγκεκριμένο έργο εγράφη από τον Bach για δύο harpsichords και εδώ προκύπτει αίφνης μεταγεγραμμένο για δύο πιάνα. Σίγουρα είναι μια άλλη αίσθηση να ακούει κανείς έργα του Bach για harpshichord από ένα κατοπινότερο της εποχής του όργανο όπως το πιάνο. 
Δεν νομίζω ότι είναι ιδιαίτερα ατυχής αυτή η τάση που μπορεί να έχουν κάποτε διάφοροι ερμηνευτές όσον αφορά αυτού του είδους τις  "ετεροχρονισμένες" μεταγραφές και ανά περιπτώσεις πιστεύω ακόμα, πως η εφευρετικότητα και το πάθος στην ερμηνεία μπορούν να δικαιώσουν απόλυτα μια τέτοια επιλογή.

Η μουσική του Bach είναι πάντα ένα σχεδόν εξώκοσμο πειστήριο για την περιπέτεια του ανθρώπου επί γης. Σπάνια ένας συνθέτης μπόρεσε να συλλάβει όπως ο  Bach, το θείο με όρους εξονυχιστικά ανθρώπινους μεν, αλλά από την άλλη, και  ακραία υπερβατικούς. 
Η Τέχνη της Φούγκας δεν είναι παρά γέννημα μιας εποχής που στην απόπειρά της να παραμείνει αιώνια (θεωρώντας τρόπον τινά ότι το τέλος του Χρόνου συμπίπτει με αυτήν και με την εν ταυτώ απόλυτη δικαίωση της Μοναρχίας καθώς και της baroque τεχνοτροπίας στην τέχνη), αρχίζει και συνειδητοποιεί εν είδει ύστερης αναδρομικής όρασης της Ιστορίας τις πιο σκοτεινές καταβολές, προοπτικές και πιθανολογούμενες απολήξεις του ανθρωπίνου πνεύματος.

Ποια fuga, ποια φυγή;
Το τι "έφυγε" κάποτε από τους ουρανούς ο Bach, ως πραγματικός καλλιτέχνης το παρακολουθεί άλλοτε με τέτοιο δέος που συχνά φθάνει στα όρια μιας απόλυτης έκστασης των οραμάτων και άλλοτε με στοχαστική ενατένιση, ενίοτε δε και με κάποια παιγνιδίζουσα διάθεση. Όμως στις πιο αγωνιώδεις στιγμές του, αιτεί με ήχους ανεπανάληπτους στην δομή και αλληλοδιαδοχή τους την θέωση του κόσμου, τουτέστιν την επανάκτηση της θείας υπόστασης από τον άνθρωπο.
Βέβαια, δεν πρέπει να μας διαφεύγει πως αυτός ο ασύγκριτα μεγαλοφυής άνθρωπος ήταν ακόμα και ένας αφοσιωμένος Λουθηρανός, και ως εκ τούτου, και συνυπολογιζομένης της απόλυτης "μοναρχικής" εποχής του, δεν μπορούσε παρά να "βλέπει" το θείο με εξίσου απόλυτα μοναρχικό τρόπο.
Η εναρκτήρια του έργου κραυγή "Herr, Unser Herscher" στο Κατά Ιωάννη του Bach, είναι ίσως -και κατά την προσωπική μου γνώμη- ό,τι πιο ανατριχιαστικό έχει γραφεί ποτέ στην ιστορία της φωνητικής μουσικής, αλλά ταυτόχρονα και ένας κίνδυνος: το δικαιολογημένο έλλειμμα μεταφυσικής δημοκρατίας στον Bach, είναι  ίσως ένα ερώτημα που μπορεί να λύεται μόνο με προμηθεϊκό τρόπο και ο Bach παραήταν ευλαβής για να "σκοτεινιάσει" περισσότερο ακόμα το περιεχόμενο της σχέσης "θεϊκού"-"ανθρώπινου".
Όμως, -και εδώ είναι η διαφορά του από έναν απλό "πιστό"-, ήταν εκείνος, ανάμεσα στους πολύ λίγους, που θέλησε πρώτα να "δει" μέσα από ήχους όλη την διαδρομή της ανθρώπινης εμπειρίας και την έκταση αυτής της "φούγκας" σε πλήρη "αντιστικτική", συνδιαλεκτική αντιπαράθεση του παραδεισίου φωτός με την ανθρώπινη μάχη για αυτοσυνείδηση στα γήινα σκοτάδια. 

Μια αντίστιξη και μια φούγκα που θα την ξαναθυμηθούμε αργότερα και με όρους σε αρκετά διαφορετικούς της εποχής του Bach, με τους Γάλλους του εκκλησιαστικού οργάνου του πιο όψιμου 19ου και των αρχών του 20ού, αιώνων·  ιδιαίτερα με τον μεγάλο μαιτρ Marcel Dupré ως κατακλείδα και διάνοιξη συγχρόνως του ύστερου γαλλικού ρομαντισμού προς άγνωστες θάλασσες καθώς τελείωνε σιγά σιγά η Belle Époque και το φάσμα του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου διεγράφετο απειλητικά πάνω από την Γαία.
Όμως το Πνεύμα, ποτέ δεν δεσμεύεται από τις περιστάσεις των εποχών καίτοι βεβαίως τις αντανακλά. Ή, όπως ένας από τους μεγαλύτερους ερμηνευτές και συνθέτες του εκκλησιαστικού οργάνου, ο Louis Vierne, τυφλός και μέσα σε απερίγραπτες ατμόσφαιρες του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, θα κτίζει απαύστως με τον τόσο χαρακτηριστικό, "ολύμπιο" τρόπο του, την δική του εσωτερικευμένη παράδεισο με νότες και ήχους βιώνοντας έναν χρόνο άλλον, μη αισθητό, μη ορατό και έως άρτι άγνωστο στα ημερολόγια. 
Κάτι, στο οποίο πρώτος "διδάξας" στάθηκε κάποτε με απαράμιλλο τρόπο ο μεγάλος Γερμανός συνθέτης ως ο αναμφισβήτητος "αυτοκράτορας" του baroque ήχου.