Monday, January 13, 2014

ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ


  
Ο κόσμος αυτός, Νυν, είναι φτιαγμένος
Από μιαν ανίκητη δύναμη των θελήσεων

Και έναν τυφλά σωρευμένο στα κράσπεδα
Της προσμονής διανθρώπινο ζόφο και σαν

Χυμός των συμβεβηκότων ανθέων στους 
Κήπους των Μορφών, των δε λέξεων και 

των εννοιών

συρρέει ανά 

Τα ηθμώδη όνειρα των ηπείρων της Γης
Καταλήγοντας κάποτε σε μία μόνο Νήσο·

Ιδού η αθωότης και ιδού η δ' εμπειρία της
Ανθρωπότητας, Νυν, ώσπερ δίφλογο φως

που

Ακόμα δεν χόρτασε να κατατρώγει και
Τις τελευταίες δοκούς της Ιστορίας ότ'

Αυτή επισωριάζεται σαν αίμα και γραφή
Στους φρέσκους ακόμα και λευκότατους

ιμάντες του Χρόνου

Και τους βάφει με φως και σκοτάδι μαζί·
Ακουγόταν από παντού και πουθενά μες

Στην σκακιστική αίθουσα η αιθρία φωνή 
Της Γυναίκας με το Βελό, και με την ίδια

Καίτοι μη ορατή, να φαίνεται καθαρά σε
Καθ' ένα σημείο του χώρου· και εσύ, Νυν,

Παρευρίσκεσαι εδώ ωσεί τόνος σε λέξη,
Και έχω την εντύπωση ότι σου φαίνεται

Λίγο βαρετός αυτός ο μεθεόρτιος χορός
Της κοπής της πρωτοχρονιάτικης πίττας

Όμως το Αύριο είναι πάντα όπως η σκιά

Του ανθρώπου, όσο και αν την εγγίζεις,
Τόσ' αυτή θα προπορεύεται και όσο θα

Υπάρχεις ως πηλός και σαρκώδης λύχνος
Στις βαθύτερες στοές της Γαίας, τόσον η

Μεγάλη Σκιά του Χρόνου θα περπατάει
Στις άκρες των ποδιών της ως εάν ήταν

Μια μπαλαρίνα στις βουνοκορφές των
Ονείρων κι ωσάν ακόμα οι όχλοι στους

Πρόποδες της ζωής να μην μπορούν
Ακόμη να διακρίνουν ανάμεσα στους

Βαρείς αχούς των θεών καθώς κυκλώνουν
Με κυκλώπεια νέφη τις ισαπόκρημνες και

ολισθηρές οροσειρές  των Εννοιών,

Νυν,

Ότι οι άνθρωποι πρόκειται να παύσουν 
Να κυνηγούν τις σκιές τους, μόνο κάτω

Απ' το μεσουράνημα του Ηλίου ενός και
Για πάντα λυομένου Παρόντος στον νου,

επειδή 

το

Μέλλον δεν είναι τίποτε περισσότερο απ'
Έναν πελώριον βράχο, ίδιον πάντοτε και 

ακλόνητον  στο μέσο του 

ωκεανού,

Στον

Οπού δύνανται να επικαθήσουν μόνον τα
Πτηνά και όχι τα χερσαία· έλεγε ενώ από

Παντού στην αίθουσα επήρχοντο οι μάλλον
Εύθυμες ή και πλήρως χαρωπές φωναψίες

Των παρευρισκομένων ως θόρυβος ηδύς
Και ανακικλήσκων την ζωή σε παράταση

Του χρόνου μα και του χλωμού παγγαίου
Φωτός που ανά στιγμές εκρηγνύετο προς

Μια απόλυτη λάμψη κάθε φορά που μια
Ανθρώπου αλύγιστη ομιλία εσπάθιζε και

Αναδιεσάλευε την βαθύτερη νύκτα των
Λέξεων και συνήρπαζε τα τεύχη του ζην

Σ' έναν φλεγόμενο τοτεμικό τόμο πέραν
Της ζωής και του θανάτου πέραν· τα δε

πλήρη εδεσμάτων, ποτών

Και αντικειμένων τραπέζια εφάνταζαν ως
Ό,τι μάλλον περιττό ενώπιον της καθαρής

Ομορφιάς της ανθρώπινης παρουσίας ενώ
Απ' έξω ήρχετο μόνον η σιωπή ως εάν όλος

Ο κόσμος έσχε ήδη αναχωρήσει προς μιαν
Αδιαφανή πρωταρχή του· ήταν μια πλήρως

φωταγωγημένη αίθουσα 

στο κέντρο του πουθενά

Ως εναέριος πύργος ελέγχου σε Γεωδρόμιο
Ονειρών, προσδοκιών, επιθυμιών, σκέψεων

και ξαφνικών αρπακτικών

εφορμήσεων 

επί του πραγματικού,

Και μια αρχέγονη, αιεί εμμένουσα στην
Άκρη του χρόνου θηλυκή μορφή να 'χει

Σχεδόν προσεπικολληθεί ως απέραντος
Ωκεανός του Διαστήματος επί των τήδε

εξωτερικών τοίχων

του κτιρίου

Φαντάζοντας να αναρωτάται μέσα στην 
Κατά τα άλλα ήρεμη νύχτα,

Κάποτε με διακριτική αγωνία κι άλλοτε
Με αχνοφαίνουσα ελπίδα 

Περί μιας πιθανώς επικειμένου ή όχι
Επιστροφής·