Friday, October 11, 2013

MOULIN ROUGE II ή Φυγάς Θεόθεν και Αλήτης




Είσαι ο πιο θρασύς άνθρωπος στον
Κόσμο, Νούσιφερ, θρασύς αλήθεια

τόσον

Όσο το πρώιμο φως της αυγής ότ' 
Επί των σκοτίων παρεπικρατειών

των αγαθών ύπνων

Επιφέρει ξανά τον κόσμο σε ωμή,
Ωμότερη κάθε φορά θέα, ενώ εσύ

μήποτε καταπαύεις την 

Ωστική σύνθλιψη ζωής έως ότου
Σου αποφέρει τους πυκνότερους

χυμούς της Αμαλθείας,

Τους οποίους και θηκεύεις στις
Λείες ερωτικές αναφάνειες των

Τυχηρών ή όχι πεπρωμένων των
Ημερών, ενώ εισέτι θεωρείς την

θλίψη βαρετή

Όσο τίποτε άλλο και αδιαφορείς
Για τον θάνατο, ως εάν δεν είναι

Παρά ένα παιγνίδι του μυαλού κι
Ουδέν περαιτέρω, και επί τούτου

άδικο δεν σου δίνω,

Γιατί στην ουσία ο θάνατος είναι
Παιγνίδι δύο μυαλών κάθε φορά,

Και αληθώς σου βεβαιώ πως η ζωή
Άλλο δεν ορίζεται ειμηπώς η τέχνη 

Να ερημώνεις το κόσμο ακόμα πιο
Πολύ για να περικυκλούται ο νους 

από μιαν

Πιο Ευγενική Αλήθεια, παρά της
Οποίας όσον περισσότερο σώζεις

Τον χρόνο σου από τους ζυγούς
Των περιττών ανθρωποφανειών

Και των συνάξεων αυτών, τόσον
Πιο απρόσκοπτα εξορύσσεις την

Αιωνιότητα από το ίδιο παλαιό
Μήλο· μα πλέον αληθές ακόμα,

Πως ο άνθρωπος δεν είναι παρά
Το Αίμα των Ουρανών και Σώμα

Tης ηλιακής αναβίωσης του Εγώ
Ότε αυτό αγωνίζεται να διαφύγει

Από τις παμφάγες ομοιομορφίες
Μιας Γαίας που ως σήμερα ποτέ

ή ελάχιστα

εγνώρισε Δημοκρατία·

Του 'λεγε η δαιμονική Σκιά στην
Άκρη του δρόμου, ενώ οι κόρνες

Των διερχομένων αυτοκινήτων
Ακούγονταν παρατεταμένες ως

Εάν προσπαθούσαν ν' αποφύγουν
Μια παντελώς αιφνίδια παρουσία 

ενώπιόν τους·

Όμως ο Χρόνος είναι περατός και
Εσύ δεν θα 'πρεπε να θέλεις πλέον

Στην Γη να παραμένεις μακριά' πό
Την Πατρίδα σου, συνέχιζε να του

λέει η Σκιά,

Έτι να κερδίσεις τι,

Ιδού στην ωριμότητά σου έχεις δει
Σχεδόν τα πάντα, δεν θα χρειάζετο

Καν να γεράσεις γι' αυτό, να μείνεις
Άλλ' ο λόγος ποιος, Νούσιφερ, ει μη

Το τυχοδιωκτικό του χαρακτήρα σου
Πείσμα, είσαι στ' αλήθεια ένας λυτώς

Ερωτευμένος με την Αποστασία εκ
Του Ουρανού και περιπλανάσαι σε

Τούτη τη βραδύφθορο πλάση όπως
Οι σκέψεις στο μυαλό τ' ανθρώπου,

Γύρισε πίσω, Νούσιφερ, του μήνυε
Η Σκιά ενώ ο ίδιος ολοένα πατούσε

Το γκάζι για να ξεχυθεί βαθέως στην
Ατέλειωτη νυκτερινή λεωφόρο με τα

Χιλιάδες γαλακτικά φώτα τα οποία
Και έφαιναν στην άσφαλτο ως εάν

Αυτή δεν ήταν άλλο ει μη η κραταιά
Ραχοκοκκαλιά μιας Γαίας, ονειρικής

αλήθεια τόσο,

Γνώριμης ακόμα περισσότερο και
Απρόβλεπτης κατά το επιθυμητόν

ή όχι,

Που 

Δεν έπαυε ωστόσο να είναι μια ακόμα
Λαμπερή επικράτεια των διλημμάτων

Καθώς θυμόταν πως κάποια στιγμή
Απάντησε 'πό μακριά στον δαίμονα,

Ότι δεν ήτανε το θέμα της ανίκητης
Του κόσμου έλξεως, αλλά εκείνο της 

Εκ των άνω κεκτημένης ταχύτητας
Προς το πυρίκαυστο, κατοπτρικόν

είδωλον

μιας αφροδισίας οικουμένης,

Και πως

Μηδ' εξ Ανάγκης μπορεί να φανεί ο
Ουρανός στη Γη, ει μη μόνον εκ της

Ελευθερίας,

Μα όλο αυτό του εφάνταζε πλέον
Ως εν ονειρικό στιγμιότυπο εκτός

του ύπνου,

Και ο

Ήλιος είναι αλήθεια πως ανέτειλε 
Κατ' εκείνο το πρωί στον ορίζοντα 

ως ο Κόκκινος Μύλος,

Έτοιμος ν' αλέσει πεπρωμένα και
Ζωές με τη παλαιόθεν αρκούντως

Πειστική δικαιολογία του Χρόνου,

Την 

Μια Φωτιά και Τρέλλα ωστόσο για
Μιαν ασυγκράτητη Γεώδη Λάμψη 

Της Ποίησης  επί των ανθρωπίνων
ΠΡΙΝ από κάθε σχέδιο θεϊκό ή μη,

Μην τολμώντας κατ' ελάχιστον να
Θίξει, και το πλήρες Μυστήριο της 

σάρκινης 

Οντολογημένης Μάσκας

Σεβόμενος κατά τα φαινόμενα και
Επί συμφωνίας σιωπηρής κατά τα

άλλα,

Αν και αυτό δεν ήταν τόσο σίγουρο 
Ή και ανέκυπτε όλως επισφαλές σε

φως της Αιώνιας Ζωής,

Χωρίς ωστόσο κάτι τέτοιο να 
Σημαίνει πως το θρυλικό και 

επώδυνα όμορφο Δικαίωμα 

Θα έπαυε ποτέ να υπάρχει·