Sunday, October 7, 2012

ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΩΝ ΑΝΕΜΩΝ



Η Φωτιά είναι ο γάμος του πνεύματος
Με την ιώβεια αλήθεια, Νόε, και αυτή

η Γη,

Η γη του σκότους και των τιτάνων,
Η γη του ψεύδους και της  μεγάλης

Κατάληψης παντός του απτού που
Έφαινε κατά την αυγή ως η χρυσή 

κερδοφόρος αμνησία 

του σύμπαντος,

Δεν είναι παρά το προϊόν μιας δόξας
Που κατεβίβασε από τα ουράνια την

Ίδια την ουσία τους ανεστραμμένη,
Έλεγε η αδιευκρίνιστη φθινοπωρινή

γυναίκα

Προς τον διαβάτη που την κοιτούσε
Συλλογισμένος στο μεταίχμιο εκείνο

Όπου ο άνθρωπος παύει να είναι πια
Άνθρωπος και ο θεός ακόμα δεν έχει

συνειδητοποιήσει τον εαυτό του,

Ενώ τα αιωνικά πτηνά εφάνταζαν
Στο μαυροκόκκινο στερέωμα σαν

τα κύματα

Στην πελώρια ιωβηλαία πισίνα του 
Ουρανού απ' όπου ο δύτης κάποια

στιγμή 

αναφαίνεται στην επιφάνεια 

της Γης·

Ο κόσμος είναι το αναποδογυρισμένο
Στέμμα, Νόε, είναι η φυλακή μα είναι

Και η ελευθερία μαζί κι αυτό κάποτε
Το μυαλό του ανθρώπου το αντέχει

Όταν απλά αποφασίζει πλέον να μην 
Το προσπερνά· όμως ο δικός σου νόος,

Νόε,

Είναι σαν ρήγμα σεισμού θαλάσσιου,
Απρόσμενα πλάσματα υπεισέρχονται 

σαν 

Σε αβυσσαίες επικράτειες μέσα στην 
Παρεγκεφαλίδα σου και φώτα ζωής 

από 'ναν νέο κόσμο 

σημαίνουν 

και νέους νόμους

Κάθε φορά που η ζωή αιτεί όχι μόνο
Την αλήθεια, αλλά κυρίως, ό,τι τηνε

Κάνει διηνεκέστερα ανεπανάληπτη,
Νόε, γιατί, άκουσε και αυτό, κανένας

Ουρανός δεν έχει νόημα αν πρότερα
Δεν τελεστεί πλήρως η Γη, και ουδέν

Tαξίδι που μπορεί να υπάρξει χωρίς
Πρώτα να διανυθεί η απόσταση από

Την αρχή στον προορισμό, σου λέγω
Ειλικρινά, Νόε, ποτέ θεός κανείς δεν

Έχει δικαίωμα να παύσει την Ιστορία
Ει μη μόνον οι άνθρωποι, και κανένας

Εκ των ανθρώπων δεν είναι χρισμένος
Γι' αυτό, ει μη όλοι μαζί· και είναι μία η

αποκάλυψη:

Το Μυστήριο αγαπάει μεν τον δάσκαλο
Όμως δεν συμπαθεί τον αρχηγό· κανείς,

κανείς παράδεισος δεν έχει νόημα

αν κυβερνάται,

Είπε η αδιευκρίνιστη γυναικεία μορφή
Και εκείνος προσπαθούσε να θυμηθεί

Για ποιο λόγο ήρθε στο πάρκο που μεσ'
Στην αντάρα του κόσμου έμοιαζε ωσάν

Μια εκεχειρία των θεών με τους θνητούς·
Προσπάθησε ακόμα να ανακαλέσει στην

μνήμη του,

πόσες φορές γεννήθηκε και πέθανε

μέσα στη σήραγγα του χρόνου,

Του εφάνη ωστόσο γνώση ανώφελη και
Παραπλανητική κάτι τέτοιο, και ακόμα

Είχε κατανοήσει μια για πάντα πως το
Όρος Αραράτ ευρίσκεται μονάχα εντός

της κεφαλής του ανθρώπου

Και όχι έξω στη γεωγραφική πανδαισία
Της μετακατακλυσμιαίας λάμψης ει μη

μόνον

στο φέγγος

των

Βαβυλωνίων καθεδρικών και εκείνων
Των πολύχρωμων βιταλιστικών βιτρώ 

ενός βαθέως κατηργασμένου νοός·

Η 

Ζωή είναι μία, σκέφτηκε φωναχτά, όσες
Φορές και αν έχεις ζήσει πριν ή υπάρχεις

ως θεός,

Ότι

Τ' αθάνατο είτε υπάρξει είτε όχι, ποτέ δεν
Παύει να είναι Εκεί αθάνατο· το δε θνητό

ωστόσο αν δεν υπάρξει

Είν' έγκλημα ασύλληπτο εξ αρχής γιατί
Δεν επαναλαμβάνεται, συμπλήρωσε με

μια βαρειά ηρεμία

στα 

λόγια του

Και προχωρούσε κατά μήκος του κόσμου 
Αδιαφορώντας πλήρως για κάθε πράγμα

Καλό, σοφό, αληθινό, ή αναγκαίο αν δεν 
Εδήλωνε στα διαπιστευτήριά του πρώτα,

όχι την λέξη 

Αλλά την ιερή, ανίερη λάμψη,
Όχι άθεη, μα αθεόφοβη φλόγα

Ελευθερία·