Saturday, October 13, 2012

ANIMA MUNDI, CORPUS VENI ATRAE


Ήταν, ελέχθη κι αργότερα, πλήρως
Αθέατη, ή τουλάχιστον, όχι εύκολα 

ορατή

Αυτή η όψη του κόσμου· εξ όλων δε
Των εκτάσεων που εμπεριεκλείοντο  

μεταξύ

Του Αρχανγκέλσκ από τον βορρά και
Της Σουραμπάγια νότια της μεγάλης 

ηπείρου

Το μόνο που είχε απομείνει ήταν ένας
Κήπος· οι πελώριοι φράχτες του ήταν

Φτιαγμένοι από' να ύαλο πολύ λεπτό,
Καθώς και γαλακτόπετρα, λαζουλίτη

και χρυσόλιθο

Που έχτιζαν από μέσα τα ουράνια και
Οριοθετούσανε το οχυρό ενός ονείρου

Στη διαστολή του προς την οικουμένη,
Ενώ στην εσώτερη περιοχή του Κήπου  

φύοντο όλως

Τα λευκά και τα κόκκινα άνθη, αλλά
Κι άνθη πολύφωτα και αστρικά που  

Εκυμαίνοντο σαν από απαλό αεράκι ως 
Εάν πληθυσμοί μιας ποίησης άγνωστης  

ακόμα

Στη γραπτή ποίηση του κόσμου τούτου·  
Ομοίως από το πλέον δυτικό δάσος της

Μπαθρούν

Έως το

Ανατολικότερο άκρο της όλης ηπείρου  
Και ακόμα πιο πέρα από τα αλλόκοτα 

παράλια 

Του Τσινγκντάο, ο Κήπος είχε σχεδόν
Αναχωματώσει σε θάμβος πανεδεμικό

Κάθε τι το προϋπάρξαν γεωφυσικό και
Περιεχόμενο εντός των ορίων κρατών

και πόλεων,

Δεν εφαίνετο τίποτε πλέον εκ πάσης
Της ανθρωπίνου συνωθήσεως αλλά

ουδέν

Ακόμα, είναι αλήθεια, εκ παρουσίας
Άλλων μορφών ζωής πέρ' από σκιές

Που θα μπορούσε να τις αποκαλέσει 
Κάποιος και ως άφθαρτα φάσματα 

των

κατοίκων της γης,

Ήταν απλώς εκεί και έδειχναν κάτι να
Περιμένουν, και παρόλο που ο Κήπος

Παρέπεμπε δι' όλης της οπτικής του σε
Έναν παράδεισο, εν τούτοις η μάλλον

Σκοτία προοπτική του που χανόταν σε
Ένα αιώνια βαθυρόδινο ηλιοβασίλεμα 

το οποίο έμοιαζε να υποδύεται

την ανατολή,

Απέκλειε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, χωρίς
Όμως κατ' ανάγκην να μην το υιοθετεί·

Συνήθως κυριαρχούσε η σιωπή παντού
Όμως ανά όχι τόσο σπάνια διαστήματα 

Έρχονταν ξανά σαν από μεμακρυσμένη
Ηχώ οι στυγεροί θόρυβοι της εξωτερικής 

ζωής 

οι οποίοι

Και διεκδικούσανε την επικράτεια του
Κήπου κυριολεκτικά στα τυφλά· ήταν

Άγνωστο το τι ζητούσε ο καθένας από
Τους ανθρώπους ξεχωριστά κι ακόμα 

περισσότερο εκκρεμές

το τι επεδίωκαν όλοι ομού

σε ένα πλήθος

Όποτε επιχειρούσαν να κινηθούν αν 
Όχι προς τη γη της επαγγελίας, τότε

σίγουρα

στην επαγγελία μιας γης· 

Εκεί μέσα, λέγανε μεταξύ τους, ζουν
Κάποιοι που πιθανώς είμαστε εμείς,

Ή τουλάχιστον ομοιάζουν πολύ με 
Μας, συμπλήρωναν αναφερόμενοι   

στα άφθαρτα φάσματα 

που θρυλούντο πως υπήρχαν

στο Κήπο,

Μην έχοντας ωστόσο ποτέ ξεχωρίσει
Μία ακόμη αμυδρά μορφή ανάμεσα

στα

Ομοιώματά τους που επιθυμούσε να
Διαφεύγει πάντοτε κάθε παρουσίας

Θεών, των ανθρώπων και όλων των
Φασμάτων τους· ήταν εκεί σαν από

αιώνες παρατημένη θεά

με μια μεγάλη νύχτα να ανασαίνει

μέσα από το σώμα της

Σπάζοντας στα χέρια της συνεχώς ένα 
Ρόδι και βάφοντας τον ουρανό με τον

χυμό του,

Δεν αναζητούσε, είπαν ακόμη, να δει
Τους άνθρωπους και να μιλήσει μαζί

τους, 

δεν είχε δηλώσει

ποτέ τι ανέμενε·

Ένα βράδυ την περάσαν για ζητιάνα
-αν και πολύ όμορφη ζητιάνα- στους 

δρόμους του Ισλαμαμπάντ

και θέλησαν να την διώξουν,

Τι ζητάς Ντάνα εδώ, της είπαν χωρίς
Να γνωρίζουν από πριν το όνομά της

Και χωρίς να τους το έχει αποκαλύψει
Κανείς, όμως η νεαρή θεά τους έτρεψε

σε 

Φυγή με μια άδεια ματιά σαν σύμπαν·
Ο κόσμος δεν ημπορούσε να νοήσει τι

ήθελε και για ποιο λόγο

έκανε αυτές τις κινήσεις,  

Τα λόγια της

Ήτανε συνήθως τόσο ακατάληπτα ώστε
Περισσότερο σαφή δεν θα μπορούσε να

είναι, 

Η 

Ομορφιά της ήταν τόσο εξώκοσμη και
Ασυνήθιστη ώστε δεν υπήρχε γυναίκα

στην

Οικουμένη που κατά κάποιο τρόπο να
Μην παραπέμπει σε αυτήν, και ακόμα

Η περιπλάνησή της ήταν τόσο άσκοπη
Ώστε πάντα κατευθυνόταν με ακρίβεια

στον προορισμό της,

Κατά τις μεγάλες αστρασιατικές νύχτες
Μάλιστα, γύριζε στο Κήπο της όπου και 

παρέμενε

σιωπηλή,

Με το βλέμμα αμείλικτα παιδικό
Και συνεχίζοντας να βάφει με το 

πόδι της 

το

μεγάλο όνειρο του κόσμου·